Τι σημαίνει το camera στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης camera στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του camera στο Ιταλικό.
Η λέξη camera στο Ιταλικό σημαίνει αίθουσα συνεδριάσεων, επιμελητήριο, θάλαμος, δωμάτιο, υπνοδωμάτιο, δωμάτιο, δωμάτιο, δωμάτιο, κρεβατοκάμαρα, αίθουσα, νομοθετικό σώμα, αίθουσα σύσκεψης ενόρκων, μέσα, κατά τον οποίο, ελεύθερος, κενός, σκοτεινός θάλαμος, νεκροτομείο, δωμάτιο ασθενούς, γραφείο συμψηφισμού, κρεβατοκάμαρα, θησαυροφυλάκιο, εμπορικό επιμελητήριο, θάλαμος αερίων, ξενώνας, Βουλή των Κοινοτήτων, Βουλή των Λόρδων, Βουλή των Αντιπροσώπων, κύριο υπνοδωμάτιο, υπηρεσία δωματίου, οργανισμός εμπορίου, μουσική δωματίου, ορχήστρα μουσικής δωματίου, καθαρό δωμάτιο, θάλαμος αερίων, στούντιο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σαμπρέλα ελαστικού, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ρόμπα, διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτι, μονόκλινο δωμάτιο, δίκλινο δωμάτιο, θάλαμος ανάπτυξης, μονόκλινο δωμάτιο, δίκλινο δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια και ιδιωτικό μπάνιο, δωμάτιο νοσοκομείου, θησαυροφυλάκιο, νεκρικός θάλαμος, υπνοδωμάτιο, Βουλή των Κοινοτήτων, θησαυροφυλάκιο, αεροφράκτης, συνθήκες πίεσης, Βουλή των Αντιπροσώπων, αποστειρωμένος χώρος, απήχηση, επανάληψη, μίσθωση ενός μόνο δωματίου έχοντας κοινό μπάνιο και κουζίνα με άλλους ενοίκους, Βουλή των Κοινοτήτων, σαμπρέλα, Πρόεδρος, κρυφή κάμερα, κάτω βουλή, θησαυροφυλάκιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης camera
αίθουσα συνεδριάσεωνsostantivo femminile (politica) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il parlamento britannico è costituito da due camere. |
επιμελητήριοsostantivo femminile (organizzazione) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θάλαμοςsostantivo femminile (anatomia) (ανατομία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Una delle camere superiori del cuore è l'atrio. |
δωμάτιο, υπνοδωμάτιοsostantivo femminile (προσωπικός χώρος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'anziano si ritirò nella sua stanza. Ο ηλικιωμένος άνδρας απεσύρθη στο υπνοδωμάτιό του. |
δωμάτιοsostantivo femminile (alberghi) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Salve, ha una stanza disponibile per questo weekend? Γεια σας, έχετε διαθέσιμα δωμάτια γι' αυτό το Σαββατοκύριακο; |
δωμάτιοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Andò nella sua stanza a leggere un libro. |
δωμάτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il nostro appartamento ha cinque stanze. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το σχολείο έχει 25 αίθουσες διδασκαλίας. |
κρεβατοκάμαρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha dormito nella sua camera. Κοιμήθηκε στο δωμάτιό της. |
αίθουσαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il parlamento inglese si riunisce nella camera dei comuni. |
νομοθετικό σώμαsostantivo femminile (parlamento) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La maggior parte dei parlamenti ha una camera alta e una bassa. |
αίθουσα σύσκεψης ενόρκωνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μέσαlocuzione avverbiale (albergo: bagno) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nell'hotel i bagni sono in stanza. Κάθε ένας από τους ξενώνες μας μέσα μπάνιο. |
κατά τον οποίοsostantivo femminile (parlamento) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ελεύθερος, κενός(χώρος, δωμάτιο, θέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ci sono ancora alcuni posti liberi in questo corso, se vuoi iscriverti. |
σκοτεινός θάλαμοςsostantivo femminile (fotografia) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il fotografo passò tutto il giorno nella camera oscura. |
νεκροτομείοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dopo il terremoto la camera mortuaria ebbe un aumento di salme. |
δωμάτιο ασθενούςsostantivo femminile (in casa) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I familiari dell'anziana hanno fatto spesso visita alla camera dell'ammalata, portandole fiori e biglietti. |
γραφείο συμψηφισμούsostantivo femminile (commercio) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κρεβατοκάμαραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θησαυροφυλάκιοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εμπορικό επιμελητήριοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La camera di commercio locale si riunisce ogni primo martedì del mese. |
θάλαμος αερίωνsostantivo femminile (εκτέλεσε) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Tra i metodi di esecuzione ci sono la camera a gas e la sedia elettrica. |
ξενώναςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La nostra camera degli ospiti funge anche da ufficio. |
Βουλή των Κοινοτήτωνsostantivo femminile (UK) (Ηνωμένο Βασίλειο) Il deputato del North Durham ha moderato il dibattito alla Camera dei Comuni. |
Βουλή των Λόρδωνsostantivo femminile (UK) (Ηνωμένο Βασίλειο) Il partito laburista ha in progetto di sostituire la Camera dei Lord con un senato nominato. |
Βουλή των Αντιπροσώπωνsostantivo femminile |
κύριο υπνοδωμάτιοsostantivo femminile Di solito i genitori dormono nella camera da letto principale. La camera da letto principale era così grande che oltre al letto extra-large ci stava anche un divano-letto. |
υπηρεσία δωματίουsostantivo maschile (in hotel) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ho ordinato il servizio in camera da mezz'ora; dove eravate finiti? Invece di scendere al ristorante, stasera chiediamo il servizio in camera e ceniamo qui. |
οργανισμός εμπορίουsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La camera di commercio è un ente che tutela gli interessi delle imprese di un determinato territorio. |
μουσική δωματίουsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ieri sera siamo andati a un concerto di musica da camera. |
ορχήστρα μουσικής δωματίουsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'orchestra da camera di Lugano è composta da 30 elementi. |
καθαρό δωμάτιοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando rientro in albergo mi aspetto di trovare la stanza pulita. |
θάλαμος αερίωνsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il pluriomicida è stato condannato alla camera a gas. |
στούντιοsostantivo femminile (acustica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il riverbero di un suono viene creato in uno spazio chiuso detto camera di riverberazione. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo femminile (Stati Uniti) |
σαμπρέλα ελαστικούsostantivo femminile (pneumatici) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alcuni ciclisti portano con sé una camera d'aria di scorta da utilizzare in caso di foratura. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo femminile (parlamento) La Camera dei lord è la camera bassa del parlamento britannico. |
ρόμπαsostantivo femminile (αντρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Holmes indossò la sua giacca da camera e prese il suo violino per suonare. |
διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vorrei prenotare una camera doppia per tre notti. |
μονόκλινο δωμάτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Qui le camere singole sono appena sufficienti a contenere un letto. Τα μονόκλινα δωμάτια εδώ δεν είναι μεγαλύτερα από τα κρεβάτια που διαθέτουν. Θα ήθελα να κάνω κράτηση για ένα μονόκλινο δωμάτιο με μπάνιο, παρακαλώ. |
δίκλινο δωμάτιοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Avevamo richiesto una doppia con letti separati e mi sono quindi arrabbiato quando ci hanno assegnato una doppia. |
θάλαμος ανάπτυξηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La camera di crescita è situata all'interno della serra stessa. |
μονόκλινο δωμάτιοsostantivo femminile |
δίκλινο δωμάτιο με δύο μονά κρεβάτια και ιδιωτικό μπάνιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δωμάτιο νοσοκομείου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θησαυροφυλάκιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νεκρικός θάλαμος
|
υπνοδωμάτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Βουλή των Κοινοτήτων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θησαυροφυλάκιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il direttore della banca aprì la camera blindata. Ο διευθυντής της τράπεζας ξεκλείδωσε το θησαυροφυλάκιο. |
αεροφράκτηςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συνθήκες πίεσης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Βουλή των Αντιπροσώπωνsostantivo femminile |
αποστειρωμένος χώροςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Indossare la tuta sterile prima di entrare nella camera bianca. |
απήχηση, επανάληψηsostantivo femminile (απόψεων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μίσθωση ενός μόνο δωματίου έχοντας κοινό μπάνιο και κουζίνα με άλλους ενοίκουςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Βουλή των Κοινοτήτωνsostantivo femminile (UK, Parlamento) (Ηνωμένο Βασίλειο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σαμπρέλαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Devi gonfiare la camera d'aria per dare alle gomme la pressione giusta. |
Πρόεδροςsostantivo maschile (UK) (π.χ. της Βουλής) Il presidente della Camera dei Comuni ha richiamato il parlamento per discutere una questione urgente. Ο Πρόεδρος ανακάλεσε το κοινοβούλιο για να συζητήσουν ένα επείγον θέμα. |
κρυφή κάμεραsostantivo femminile |
κάτω βουλήsostantivo femminile |
θησαυροφυλάκιοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il re andò nella camera del tesoro per contare il suo oro. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του camera στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του camera
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.