Τι σημαίνει το agente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης agente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του agente στο Ιταλικό.
Η λέξη agente στο Ιταλικό σημαίνει τελεστής, ατζέντης, ποιητικό αίτιο, του ποιητικού αιτίου, παράγοντας, ατζέντης, ατζέντισσα, αστυνομικός, ατζέντης, ατζέντισσα, χρηματιστής, χρηματίστρια, αστυφύλακας, αστυφύλακας, τροχονόμος, μάνατζερ, manager, μυστικός πράκτορας, μυστική πράκτορας, μεσίτης, μεσίτρια, αναλαμβάνω δράση, λειτουργώ, δουλεύω, συνεχίζω, ενεργώ, πράττω, προληπτικός, κάνω, αστυνομικός, αστυνόμος, ρύπος, αστυφύλακας, φορτωτής, υπεύθυνος αγορών, υπεύθυνη αγορών, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια, έφιππος αστυνομικός, αντικατάσκοπος, αστυνομικος δίωξης ναρκωτικών, αστυφύλακας, αστυνομικός με πολιτική περιβολή, αστυνομικός με πολιτικά ρούχα, ελεγκτής, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια, εκπρόσωπος τύπου, κάποιος που κάνει κρατήσεις, ασφαλιστής, συστατικό το οποίο βοηθά να δέσει μία σάλτσα, ρυπαντική ουσία, μυστικός πράκτορας, κατάσκοπος, ελεγκτής της κυβέρνησης, μεσίτης, κτηματομεσίτης, μεσίτης, κτηματομεσίτης, στιλβωτικό, μεσίτης, μεσίτρια, noise-trader, κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτρια, αντικολλητικό, αντιπρόσωπος πωλήσεων, τοξική ουσία, αστυνομικός με πολιτικά, πωλητής που κάνει ταξίδια, τελωνειακός, δεσμοφύλακας, αναλυτής - ερευνητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μεσίτης ακινήτων, μεσίτρια ακινήτων, υπεύθυνος διαφήμισης, περίπολος, φρουρά, ασφαλιστής, ασφαλίστρια, αστυνομικός, καρκινογόνος ουσία, πωλητής πακέτων διακοπών κλπ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μυστικός πράκτορας, κατάσκοπος, ταξιδιωτικός πράκτορας, ομοσπονδιακός αξιωματούχος, κυρίως του FBI, πράκτορας, προβοκάτορας, αστυνομικός, παράγοντας ζύμωσης, όργανο της τάξης, εκπρόσωπος, εκπρόσωπος, αστυνομικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης agente
τελεστής(causa) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Spesso i movimenti di protesta sono stati gli agenti del cambiamento sociale. |
ατζέντηςsostantivo maschile (manager di artista) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un agente è colui che trova una galleria agli artisti e una sfilata di moda alle modelle. Οι ατζέντηδες βρίσκουν γκαλερί για εικαστικούς καλλιτέχνες και ντεφιλέ μόδας για μοντέλα. |
ποιητικό αίτιο(grammatica: chi compie l'azione) (στη γραμματική) |
του ποιητικού αιτίουaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παράγονταςsostantivo maschile (chimica) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Gli agenti ossidanti si riducono quando assumono elettroni. |
ατζέντης, ατζέντισσαsostantivo maschile (ηθοποιός κ.λπ.) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) L'agente di Amanda le ha procurato un accordo editoriale. Ο ατζέντης της Αμάντας της εξασφάλισε ένα συμβόλαιο για συγγραφή βιβλίου. |
αστυνομικόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Matthew è un agente di polizia. |
ατζέντης, ατζέντισσαsostantivo maschile (sport) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) L'agente del quarterback risponderà a queste domande. Ο ατζέντης του επιθετικού παίκτη θα απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις. |
χρηματιστής, χρηματίστρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) I broker possono dare consigli in merito a investimenti potenzialmente redditizi. Οι χρηματιστές μπορούν να σου δώσουν συμβουλές για εν δυνάμει επικερδείς επενδύσεις. |
αστυφύλακαςsostantivo maschile (Gran Bretagna) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'agente di polizia arrivò sulla scena del delitto al tramonto. |
αστυφύλακαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τροχονόμοςsostantivo maschile (che controlla il traffico) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μάνατζερ, managersostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) L'agente della pop star è in realtà quell'avido di suo padre. Ο μάνατζερ της ποπ σταρ είναι στην πραγματικότητα ο άπληστος πατέρας της. |
μυστικός πράκτορας, μυστική πράκτοραςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono stati interrogati da un agente della CIA. |
μεσίτης, μεσίτρια(ακίνητα) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Laura ha telefonato all'agente che si occupa della sua assicurazione automobilistica. |
αναλαμβάνω δράσηverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non possiamo semplicemente ignorare la situazione, dobbiamo agire. Δεν μπορούμε απλά να αγνοήσουμε την κατάσταση, πρέπει να αναλάβουμε δράση. |
λειτουργώ, δουλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Spingere sul pedale aziona i freni. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi spieghi come devo procedere? Μπορείς να μου πεις σε παρακαλώ πως να συνεχίσω; |
ενεργώ, πράττωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando avrò parlato con i miei consulenti, agirò. Θα δράσω αφότου μιλήσω στους συμβούλους μου. |
προληπτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dovremmo fare più prevenzione contro le minacce al nostro ambiente. Πρέπει να προβούμε σε περισσότερες προληπτικές δράσεις για να αντισταθούμε στις απειλές προς το περιβάλλον μας. |
κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αστυνομικός, αστυνόμος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Da grande vuole fare il pompiere o l'agente di polizia. Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει είτε πυροσβέστης είτε αστυνομικός. |
ρύπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'azienda ha negato di scaricare inquinanti chimici nel fiume. |
αστυφύλακας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
φορτωτής(εργάτης) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Jim lavora come spedizioniere nel magazzino. |
υπεύθυνος αγορών, υπεύθυνη αγορών
Maisy è la responsabile acquisti di un grande magazzino. |
κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) L'agente immobiliare ci ha mostrato tante case e appartamenti, ma non volevamo comprarne nessuno. Ο μεσίτης μας έδειξε πολλά σπίτια και διαμερίσματα, όμως δεν θέλαμε να αγοράσουμε κανένα από αυτά. |
έφιππος αστυνομικόςsostantivo maschile Una coppia di agenti a cavallo erano sul luogo per assicurare l'ordine pubblico. |
αντικατάσκοποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αστυνομικος δίωξης ναρκωτικώνsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αστυφύλακαςsostantivo maschile (USA) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αστυνομικός με πολιτική περιβολή, αστυνομικός με πολιτικά ρούχαsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ελεγκτήςsostantivo maschile (ΗΠΑ: για αλκοόλ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Se vuoi diventare agente immobiliare devi prima fare un corso sulla vendita di immobili. Αν θέλεις να γίνεις κτηματομεσίτης, πρέπει πρώτα να παρακολουθήσεις ένα σεμινάριο για τους τρόπους πώλησης ακινήτων. |
εκπρόσωπος τύπουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) L'agente stampa dell'attore ha appena rilasciato una dichiarazione. |
κάποιος που κάνει κρατήσειςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ασφαλιστήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Avevo bisogno di aggiornare la mia polizza, così ho chiamato il mio assicuratore. |
συστατικό το οποίο βοηθά να δέσει μία σάλτσαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ρυπαντική ουσίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si scoprì che l'agente inquinante nel fiume era il cloro proveniente dalla lavanderia. |
μυστικός πράκτορας, κατάσκοποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελεγκτής της κυβέρνησηςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'agente speciale scese dall'aereo a Miami. |
μεσίτης, κτηματομεσίτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μεσίτης, κτηματομεσίτηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'agente immobiliare ci fece vedere molte case prima che trovassimo quella perfetta. Ο μεσίτης μας έδειξε αρκετά σπίτια πριν βρούμε το τέλειο σπίτι. |
στιλβωτικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεσίτης, μεσίτριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
noise-trader(finanza) (ανεπίσημο: οικονομία) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κτηματομεσίτης, κτηματομεσίτριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
αντικολλητικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αντιπρόσωπος πωλήσεωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
τοξική ουσία
|
αστυνομικός με πολιτικάsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
πωλητής που κάνει ταξίδια(για συναντήσεις με πελάτες) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τελωνειακόςsostantivo maschile |
δεσμοφύλακας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αναλυτής - ερευνητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς
|
μεσίτης ακινήτων, μεσίτρια ακινήτων
|
υπεύθυνος διαφήμισηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
περίπολος, φρουράsostantivo maschile (ομάδα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le forze di polizia stanno riducendo gli agenti di pattuglia in questa zona. |
ασφαλιστής, ασφαλίστριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Taylor era l'agente assicuratore che ha venduto l'assicurazione a Gary. |
αστυνομικόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Un agente di polizia era parcheggiato dietro i cespugli aspettando di sorprendere gli automobilisti in eccesso di velocità. |
καρκινογόνος ουσία
Il prodotto è stato analizzato accuratamente e non contiene alcun agente cancerogeno. |
πωλητής πακέτων διακοπών κλπsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
μυστικός πράκτορας, κατάσκοποςsostantivo maschile (spia) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ταξιδιωτικός πράκτοραςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'agente di viaggi ci ha venduto una vacanza alle Bermuda. Ο ταξιδιωτικός πράκτορας μας πούλησε ένα πακέτο διακοπών στις Βερμούδες. |
ομοσπονδιακός αξιωματούχος, κυρίως του FBI(generale) (στις ΗΠΑ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πράκτορας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il governo ha mandato un agente segreto a spiare le attività della gang. Η κυβέρνηση έστειλε κρυφά έναν πράκτορα για να κατασκοπεύσει τις δραστηριότητες της συμμορίας. |
προβοκάτοραςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αστυνομικός(USA) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
παράγοντας ζύμωσηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per trasformare lo zucchero in alcol aggiungete un agente fermentante come per esempio il lievito. |
όργανο της τάξης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εκπρόσωπος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
εκπρόσωπος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αστυνομικός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του agente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του agente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.