Τι σημαίνει το traffico στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης traffico στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του traffico στο Ιταλικό.

Η λέξη traffico στο Ιταλικό σημαίνει κάνω δοκιμές, χάνω την ώρα μου, χάνω το χρόνο μου, μεταφέρω, διακινώ, παίζω, σκαλίζω, διακινώ λαθραία, διακινώ παράνομα, κίνηση, κίνηση, κίνηση, κίνηση δεδομένων, κίνηση, κυκλοφοριακή συμφόρηση, κομπίνα, κίνηση, ζωή, διακίνηση, διακίνηση, παιχνίδι, παίζω, πειράζω, εμπορεύομαι, διακινώ, πουλώ, εμπορεύομαι, ασχολούμαι με κτ, παίζω με κτ, διακινώ, παίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης traffico

κάνω δοκιμές

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stavo trafficando un po' per vedere se riuscivo a far funzionare la webcam.

χάνω την ώρα μου, χάνω το χρόνο μου

(colloquiale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mio marito sta trafficando in garage; non ho idea di cosa stia facendo là dentro.
Ο σύζυγός μου χάνει την ώρα του στο γκαράζ - Δεν έχω ιδέα τι κάνει εκεί μέσα.

μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trafficavano droga attraverso la città di confine.
Μετέφεραν ναρκωτικά μέσω της πόλης κοντά στα σύνορα.

διακινώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È andato in prigione perché trafficava in droga.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Λένε πως πλούτισε κάνοντας διακίνηση ναρκωτικών.

παίζω, σκαλίζω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'artista decise che era ora di mettere giù il pennello e smettere di armeggiare.
Η καλλιτέχνης αποφάσισε πως ήταν καιρός να αφήσει το πινέλο της και να σταματήσει να κάνει μικροαλλαγές.

διακινώ λαθραία, διακινώ παράνομα

verbo transitivo o transitivo pronominale (far circolare)

Trafficavano alcol attraverso la frontiera durante il proibizionismo.

κίνηση

sostantivo maschile (πολλά αυτοκίνητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è molto traffico sulle strade stasera.
Υπάρχει πολλή κίνηση στους δρόμους απόψε.

κίνηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κίνηση

sostantivo maschile (internet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pubblicare post quotidianamente sui social media genera traffico sul tuo sito web.

κίνηση δεδομένων

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La velocità della banda larga non è abbastanza per gestire questo volume di traffico.
Η ταχύτητα του ευρυζωνικού μας δικτύου δεν είναι αρκετά γρήγορη για να αντιμετωπίσει αυτό τον όγκο κίνησης δεδομένων.

κίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è molto traffico su questa strada.

κυκλοφοριακή συμφόρηση

Βαρεθήκαμε την κίνηση και μετακομίσαμε στην επαρχία.

κομπίνα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vincent è coinvolto in qualche tipo di racket e ne ha ricavato un sacco di soldi.

κίνηση, ζωή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A Karen mancava il trambusto della città.
Της Κάρεν της έλειπε η κίνηση της πόλης.

διακίνηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La polizia locale ha detto che era al corrente del traffico di beni illegali.
Η τοπική αστυνομία είπε ότι ήταν ενήμερη για τη διακίνηση παράνομων αγαθών.

διακίνηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il contrabbando di stupefacenti è illegale ma si verifica spesso al confine.

παιχνίδι

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Smettila di armeggiare con quella cosa e torna al lavoro!

παίζω

verbo intransitivo (μεταφορικά: με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'uomo era chiaramente nervoso, continuava a trafficare con gli oggetti sulla sua scrivania.
Ο άντρας ήταν σαφέστατα νευρικός· συνέχεια έπαιζε με τα πράγματα στο γραφείο του.

πειράζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qualcuno ha armeggiato con il proiettore e ora non funziona.

εμπορεύομαι, διακινώ, πουλώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Molte aziende criminali trafficano in droga e prostituzione.

εμπορεύομαι

verbo intransitivo (mercato illegale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha fatto una fortuna trafficando in armi illegali.
Έκανε περιουσία εμπορευόμενος παράνομα όπλα.

ασχολούμαι με κτ

(informale)

Gli piaceva giocherellare con le barche.
Του άρεσε να ασχολείται με σκάφη.

παίζω με κτ

verbo intransitivo (colloquiale, figurato) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Il tuo dipinto è bello così, non continuare a trafficarci altrimenti lo rovini.
Ο πίνακάς σου είναι καλός τώρα, μην τον πειράξεις άλλο γιατί θα τον καταστρέψεις.

διακινώ

(παράνομα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La banda aveva trafficato droga per anni prima di essere catturata.
Η συμμορία διακινούσε ναρκωτικά για χρόνια πριν συλληφθεί.

παίζω

verbo intransitivo (μεταφορικά: με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John adorava trafficare con le auto d'epoca, ma di fatto non ne ha mai aggiustata una.
Στον Τζον άρεσε να παίζει με παλιά αυτοκίνητα, αλλά ποτέ δεν τα έφτιαχνε πραγματικά.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του traffico στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.