Τι σημαίνει το salire στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης salire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του salire στο Ιταλικό.

Η λέξη salire στο Ιταλικό σημαίνει σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανεβαίνω, αυξάνομαι, μπαίνω, αυξάνομαι, ακριβαίνω, ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανεβαίνω, ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανεβαίνω, ανεβαίνω, ανηφορίζω, πατάω σε κτ, ανεβαίνω σε κτ, αυξάνομαι, ανεβαίνω, έρχομαι, παίρνω ύψος, σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, ανεβαίνω, σηκώνομαι, ανηφορίζω, εκτινάσσομαι, αυξάνομαι, βγαίνω, ανέρχομαι, ανεβαίνω, εκτινάσσω, εκτοξεύω, επιβιβάζομαι, καβαλάω, καβαλώ, καβαλικεύω, πατάω, αναβαθμίζω, σκαρφαλώνω, άμπωτη και πλημμυρίδα, συμμετέχω σε κτ, ανεβαίνω στο θρόνο, επιβιβάζομαι στο τρένο, επιβιβάζομαι στο τραίνο, ανεβαίνω, καβαλάω, σκαρφαλώνω πάνω σε, μπαίνω σε, μετακίνηση προς τα πάνω, γκαζώνω, μπαίνω σε, ανεβαίνω, μπαίνω σε κτ, γεμίζω και αδειάζω, ανεβαίνω, βοηθώ κπ να ανέβει, ανεβάζω, ανεβαίνω, χοροπηδώ, αναπροσαρμόζω, ανεβάζω ταχύτητα, επιβιβάζομαι, σπάω, μπαίνω, μπαίνω σε κτ, κινούμαι πάνω σε κτ, διαδέχομαι κπ σε κτ, μπαίνω, παίρνω, ανεβαίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης salire

σηκώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il palloncino salì fino in cielo.
Το μπαλόνι σηκώθηκε στον αέρα.

ανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il mercato azionario è salito del 2% oggi.
Το χρηματιστήριο ανέβηκε κατά 2% σήμερα.

αυξάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il calore sale.
Η ζέστη αυξάνεται.

μπαίνω

verbo intransitivo (in un veicolo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho aperto la porta e sono entrato.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα.

αυξάνομαι, ακριβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I prezzi delle azioni che avevo comprato sono aumentati del 20% in una sola notte!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Χάρηκε πολύ όταν οι τιμή των μετοχών της ανέβηκε κατά 20% μέσα σε μια νύχτα.

ανεβαίνω, ανέρχομαι

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È avanzato al grado di colonnello in soli pochi anni.

ανεβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dobbiamo ancora salire prima di scendere nella vallata.
Ακόμα πρέπει να ανεβούμε πριν μπορέσουμε να κατεβούμε στην κοιλάδα.

ανεβαίνω, ανέρχομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La respirazione può diventare più difficoltosa man mano che si sale con una mongolfiera.
Η αναπνοή δυσκολεύει καθώς ανεβαίνουμε (or: ανερχόμαστε) με το αερόστατο.

ανεβαίνω

verbo intransitivo (abiti) (ρούχα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questa minigonna sale quando mi siedo.
Αυτή η μίνι φούστα ανεβαίνει όταν κάθομαι.

ανεβαίνω, ανηφορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ανεβήκαμε (or: ανηφορίσαμε) το βουνό την αυγή, πριν πιάσει η ζέστη.

πατάω σε κτ

Πάτησα σε μια λιμνούλα με λάσπη και κατέστρεψα τα καινούρια μου παπούτσια.

ανεβαίνω σε κτ

verbo intransitivo (mezzo di trasporto)

La prossima persona che sale sull'autobus dovrà stare in piedi perché non ci sono più sedili disponibili.

αυξάνομαι

(di emozioni)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'emozione saliva mentre i corridori si schieravano in fila per la gara.

ανεβαίνω

verbo intransitivo (indumenti) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I pantaloni tendono a salirgli sui fianchi.

έρχομαι

(alta marea) (παλίρροια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'alta marea è salita intorno alle tre del pomeriggio.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν είναι σωστό να βρίσκεσαι σε αυτή την παραλία όταν φουσκώνουν τα νερά.

παίρνω ύψος

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopo il decollo l'aeroplano è salito.

σκαρφαλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (με δυσκολία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I signori anziani salivano le scale lentamente.

ανεβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il fumo del comignolo saliva verso il cielo.
Ο καπνός από την καμινάδα ανέβηκε στον ουρανό.

ανεβαίνω, σηκώνομαι

verbo intransitivo (di abiti) (ρούχα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quel pullover è decisamente troppo corto per te: ti sale sulla schiena!

ανηφορίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Da qui in poi il sentiero sale.
Το μονοπάτι γίνεται ανηφορικό από εδώ και πέρα.

εκτινάσσομαι

(di quantità)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Compra tutto ciò che puoi adesso, perché in estate i prezzi si impenneranno!
Αγόρασε όσο πιο πολλά μπορείς τώρα επειδή το καλοκαίρι οι τιμές θα εκτιναχθούν.

αυξάνομαι

verbo intransitivo (aumentare il valore)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Con una ripresa dell'economia i titoli azionari miglioreranno.
Με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα αυξηθούν και οι τιμές των μετοχών.

βγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ci siamo seduti sulla spiaggia e abbiamo guardato il sole spuntare dall'acqua.
Καθίσαμε στην παραλία και παρακολουθήσαμε τον ήλιο να βγαίνει από το νερό.

ανέρχομαι, ανεβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha iniziato all'ufficio smistamento ma è avanzato di rango fino a diventare AD dell'azienda.
Ξεκίνησε από το γραφείο αλληλογραφίας, αλλά ανήλθε στις βαθμίδες, έως ότου έγινε διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας.

εκτινάσσω, εκτοξεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le banche aumentarono i tassi di interesse.

επιβιβάζομαι

(navi, aerei)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La nave salperà tra 30 minuti. Tutti i passeggeri sono invitati a imbarcarsi.

καβαλάω, καβαλώ, καβαλικεύω

(cavallo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο ιππότης ανέβηκε στο άλογο.

πατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Attento! Potresti calpestare la coda del cane!
Πρόσεξε, μπορεί να πατήσεις την ουρά του σκύλου!

αναβαθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκαρφαλώνω

(montare sopra)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I ragazzi hanno scalato la recinzione.
Τα παιδιά σκαρφάλωσαν το φράχτη.

άμπωτη και πλημμυρίδα

(παλιρροϊκή κίνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Le barche ormeggiate si muovono dolcemente seguendo il flusso e riflusso della marea.

συμμετέχω σε κτ

(figurato, informale: unirsi)

ανεβαίνω στο θρόνο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιβιβάζομαι στο τρένο, επιβιβάζομαι στο τραίνο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβαίνω

verbo intransitivo (rapidamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καβαλάω

(veicolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκαρφαλώνω πάνω σε

(σε κάποιον, σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Emma salì sul cavallo e tirò le redini, ma il cavallo non si mosse.
Η Έμμα ανέβηκε στο άλογο και τίναξε τα γκέμια αλλά το άλογο δεν κουνήθηκε.

μπαίνω σε

verbo intransitivo

μετακίνηση προς τα πάνω

verbo intransitivo (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per vedere il resto devi scorrere in su di una pagina.

γκαζώνω

(motori) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Com'è possibile che il motore vada su di giri da solo?

μπαίνω σε

(όχημα)

ανεβαίνω

verbo intransitivo (veicolo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando vado in centro, salgo sull'autobus piuttosto che usare l'auto.

μπαίνω σε κτ

verbo intransitivo

Mentre Gianni era già salito sul treno, guardò la sua famiglia salire in macchina e salutarlo da lontano.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Σούζαν μπήκε στο ταξί και ζήτησε απ' τον οδηγό να την πάει στο σπίτι της.

γεμίζω και αδειάζω

verbo intransitivo (φεγγάρι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La popolarità dell'hobby di fare a maglia è aumentata e diminuita durante gli anni. Il suo entusiasmo per il lavoro sale e scende.

ανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βοηθώ κπ να ανέβει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβάζω

(prezzo, offerta, ecc.) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβαίνω, χοροπηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όταν πάω στο κέντρο της πόλης, συνήθως ανεβαίνω σε λεωφορείο αντί να πάρω το αμάξι. Ανέβα στην πλάτη μου, θα σε κουβαλήσω ως το σχολείο.

αναπροσαρμόζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alcuni utenti hanno l'autorità per far salire di priorità i propri lavori nella coda.
Ορισμένοι χρήστες έχουν την άδεια να αναπροσαρμόζουν τις εργασίες τους όταν βρίσκονται στην ουρά αναμονής.

ανεβάζω ταχύτητα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'autista è salito di marcia e ha premuto sull'acceleratore più forte che poteva.
Ο οδηγός ανέβασε ταχύτητα και πάτησε το γκάζι όσο πιο δυνατά μπορούσε.

επιβιβάζομαι

(nave) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La famiglia Smith si è imbarcata sulla nave per l'America.
Οι Σμιθ επιβιβάστηκαν στο πλοίο για την Αμερική.

σπάω

(di onda) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'onda raggiunse la cresta vicino alla riva.

μπαίνω

verbo intransitivo (di un veicolo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'autobus partì dopo che gli ultimi passeggeri furono saliti a bordo.

μπαίνω σε κτ

verbo intransitivo (nave)

I passeggeri erano in attesa di salire a bordo della nave.

κινούμαι πάνω σε κτ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un membro del pubblico è salito sul palco e ha afferrato il microfono del cantante.

διαδέχομαι κπ σε κτ

verbo intransitivo (trono, ecc.)

La principessa Elisabetta è salita al trono all'età di 27 anni.

μπαίνω, παίρνω

(su un veicolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sono saltato sul treno che andava a sud.

ανεβαίνω

verbo intransitivo (mezzo di trasporto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brad è salito sull'autobus per andare a trovare i suoi genitori ad Albany.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του salire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.