Τι σημαίνει το voce στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης voce στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του voce στο Ιταλικό.
Η λέξη voce στο Ιταλικό σημαίνει φωνή, διάδοση, φήμη, καταχώριση, εγγραφή, λήμμα, φωνή, φωνή, φωνή, φωνή, κεφαλή λήμματος, καταχώρηση, εγγραφή, φήμες, διαδόσεις, θέμα, σημείωση, αναφορά, τμήμα, φήμη, καταχώρηση, εγγραφή, φήμες, διάδοση, φήμη, πλεονέκτημα, κουτσομπολιό, φήμες, διαδόσεις, φήμη, βάρος, εκφράζω, φωνητικός, δυνατά, φωναχτά, σχολιασμός, τρέμουλο, πίστωση, δυναμικός, γλυκομίλητος, δυνατά, φωναχτά, δυνατά, δυνατά, με σπασμένη φωνή, χαμηλός τόνος, αφήγηση, ψιλή φωνή, τραγουδιστής, χαμηλή φωνή, απλή λογιστική καταχώρηση, απαλή φωνή, τόνος της φωνής, μικρή ομάδα ατόμων που εκδηλώνουν με έντονο τρόπο την διαμαρτυρία τους, φωνητική χροιά, χροιά φωνής, τραγουδιστής που κάνει φωνητικά, ωραία φωνή, εγγραφή, καταχώρηση, πιάτο του μενού, πιάτο του καταλόγου, φωνή της λογικής, άτομο που η φωνή του μοιάζει με τη φωνή κάποιου άλλου, μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτ, ορθώνω το ανάστημά μου, μιλάω πιο δυνατά, παίρνει το αυτί μου κτ, λέω κτ δυνατά, σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά, τραγουδάω απαλά, τραγουδάω σιγανά, λέω ανοιχτά την άποψή μου, κάνω ησυχία, έχω κόμπο στο λαιμό, εκφράζω, διατυπώνω, κάτι παίρνει το αυτί μου, αποηχηροποιώ, διαβάζω δυνατά, διαβάζω δυνατά, με φωνή, που μιλάει με τρεμάμενη φωνή, προφορικά, οι φωνές, αντικείμενο σε λίστα, μπάσα φωνή, βροντερός, δυνατός, φημολογείται ότι κάνω κτ, λέω ανοιχτά την άποψή μου για κτ, λεκτικός, προφορικός, χάνω ένταση, λέω βραχνά, βραχνά, εκφράζω, στοιχείο γραμμής, που δεν έχει φωνή, που η φωνή του δεν μπορεί να ακουστεί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης voce
φωνήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua voce era alta e forte. Η φωνή του ήταν δυνατή και έντονη. |
διάδοση, φήμη(figurato: pettegolezzo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pensavo che Gina uscisse con Owen, ma erano solo delle voci. |
καταχώριση, εγγραφήsostantivo femminile (elenco, registro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vedo che nel database ci sono due voci relative al signor Smith; dobbiamo cancellarne una. Βλέπω πως υπάρχουν δύο καταχωρίσεις στη βάση δεδομένων για τον Κύριο Σμιθ, πρέπει να σβήσουμε μία απ' αυτές. |
λήμμαsostantivo femminile (lemma) (σε λεξικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il mio dizionario d'inglese presenta un elenco lunghissimo di significati alla voce "go". |
φωνήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo aver gridato così tanto alla partita di basket, perse la voce per i due giorni seguenti. |
φωνήsostantivo femminile (grammatica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questa frase è scritta nella voce passiva. |
φωνήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lei ha una delle migliori voci del gruppo. |
φωνήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cantava come terza voce |
κεφαλή λήμματοςsostantivo femminile (specifico: di un dizionario) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καταχώρηση, εγγραφήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Frank ha inserito la terza voce. |
φήμες, διαδόσεις(figurato: pettegolezzo) Ho sentito voci in giro su Greg e la sua nuova fidanzata. |
θέμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Varie ed eventuali era l'ultima voce dell'ordine del giorno. Ο τίτλος του τελευταίου θέματος στην ημερήσια διάταξη ήταν «Κάθε Άλλη Υπόθεση». |
σημείωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il rimprovero venne inserito come voce nel suo profilo permanente. Η επίπληξη περάστηκε ως σημείωση στο μόνιμο μητρώο του. |
αναφορά(figurato: diceria) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Girava la voce di un massacro, ma nessuno ha potuto darne conferma. |
τμήμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'era una voce separata per l'indirizzo di addebito sul modulo. |
φήμηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'è una diceria in giro per l'ufficio secondo cui il capo se ne va alla fine dell'anno. Ho sentito delle voci sul fatto che la compagnia verrà rilevata. Κυκλοφορεί μια φήμη στο γραφείο ότι το αφεντικό θα φύγει στο τέλος του χρόνου. |
καταχώρηση, εγγραφή(informatica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La tabella del database contiene 130 voci. |
φήμεςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Hai sentito le voci riguardo Jack e Jill? |
διάδοση, φήμη(συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il pettegolezzo del momento è che ha intenzione di dimettersi la settimana prossima. Σύμφωνα με τις τωρινές διαδόσεις (or: φήμες), σχεδιάζει να παραιτηθεί την επόμενη βδομάδα. |
πλεονέκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Usò la situazione per ottenere influenza nei negoziati. Εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να αποκτήσει πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις. |
κουτσομπολιό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Κυκλοφορεί το κουτσομπολιό ότι περιμένεις ένα ακόμη παιδί. |
φήμες, διαδόσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Secondo i pettegolezzi, Don sta per lasciare la moglie. |
φήμη(είδηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βάρος(influenza) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lei ha molto peso nelle decisioni di lui. Η γνώμη της έχει ιδιαίτερο βάρος όσον αφορά το τι απόφαση θα πάρει εκείνος. |
εκφράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il senatore ha espresso la sua opposizione alla legislazione. |
φωνητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I cantanti fanno molti esercizi vocali per riscaldarsi. Οι τραγουδιστές κάνουν εκτενείς φωνητικές ασκήσεις για προθέρμανση. |
δυνατά, φωναχτά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Οι θεατές στην ταινία απέφυγαν να μιλήσουν δυνατά κατά τη διάρκειά της παράστασης. |
σχολιασμός(TV) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρέμουλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πίστωση(contabilità) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le registrazioni in attivo sono state inserite nella colonna delle attività del libro mastro. |
δυναμικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Henry è tra gli studenti più infervorati della classe. |
γλυκομίλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rimasi stupito quando mia sorella che ha una voce dolce cominciò a urlare contro di me. |
δυνατά, φωναχτάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ana ha letto la storia a voce alta per gli altri alunni. Η Άννα διάβασε την ιστορία φωναχτά για την τάξη. |
δυνατά(ad alto volume) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ma devi ascoltare questa musica tremenda così forte? Πρέπει να παίζεις αυτή την απαίσια μουσική τόσο δυνατά; |
δυνατά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Accipicchia, l'ho detto ad alta voce? Volevo solo pensarlo. Θεέ μου, το είπα δυνατά αυτό; Ήταν απλώς μια σκέψη. |
με σπασμένη φωνήlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
χαμηλός τόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I due uomini parlavano a voce bassa affinché nessuno origliasse. |
αφήγησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sullo schermo vediamo le immagini della guerra, mentre in una voce fuori campo il narratore legge i diari dei soldati. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το ντοκυμαντέρ υπάρχει και με ελληνικό voice over για όσους δεν μπορούν να διαβάσουν τους υπότιτλους. |
ψιλή φωνήsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Da ragazzo avevo una bella voce acuta, ma dalla pubertà in poi ha iniziato a diventare sempre più profonda. |
τραγουδιστήςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha sempre desiderato essere la voce principale in una rock band. |
χαμηλή φωνήavverbio Rivelò il suo piano a bassa voce, in modo da non essere sentito. Parlò così a bassa voce che potevo a malapena sentirlo. Αποκάλυψε το πλάνο του με χαμηλή φωνή ώστε μην ακουστεί. Μίλησε με τόσο χαμηλή φωνή που μετά βίας μπορούσα να τον ακούσω. |
απλή λογιστική καταχώρησηsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απαλή φωνήsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τόνος της φωνήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Percepiva che era arrabbiata dal suo tono di voce. |
μικρή ομάδα ατόμων που εκδηλώνουν με έντονο τρόπο την διαμαρτυρία τουςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I manifestanti contro la circonvallazione erano una voce di minoranza. |
φωνητική χροιά, χροιά φωνήςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τραγουδιστής που κάνει φωνητικάsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le voci di accompagnamento del concerto erano magnifiche. |
ωραία φωνήsostantivo femminile Ha una bellissima voce, peccato però che sia una battuta in ritardo rispetto al resto del coro. |
εγγραφή, καταχώρηση(επαγγελματική ατζέντα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πιάτο του μενού, πιάτο του καταλόγουsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non capisco perché non traducano le voci del menù nelle località turistiche. |
φωνή της λογικήςsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άτομο που η φωνή του μοιάζει με τη φωνή κάποιου άλλου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tutti hanno avuto voce nel processo decisionale. |
ορθώνω το ανάστημά μουverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non stare lì seduto a lamentarti con i tuoi amici: fai sentire la tua voce! Quelli che ebbero il coraggio di far sentire la propria voce sono stati arrestati. |
μιλάω πιο δυνατάverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Per favore alza la voce - non riesco a sentirti bene. |
παίρνει το αυτί μου κτ(pettegolezzi) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λέω κτ δυνατάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτάverbo intransitivo |
τραγουδάω απαλά, τραγουδάω σιγανάverbo intransitivo Cantavo a bassa voce per non svegliare i bambini. |
λέω ανοιχτά την άποψή μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo studente è stato sbattuto fuori dalla classe per aver fatto troppi commenti ad alta voce. |
κάνω ησυχία(informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per favore abbassa il volume! Chiacchieri così tanto che non riesco a sentire i miei pensieri! |
έχω κόμπο στο λαιμό(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando l'emozione è forte si ha un nodo alla gola. |
εκφράζω, διατυπώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάτι παίρνει το αυτί μουverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gina ha rimandato il matrimonio e mi è arrivata voce che è perché ha conosciuto un altro. |
αποηχηροποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαβάζω δυνατάverbo transitivo o transitivo pronominale L'insegnante lesse a voce alta i nomi degli studenti che non erano mai stati assenti. |
διαβάζω δυνατάverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi ha letto la lettera ad alta voce al telefono. Μου διάβασε δυνατά το γράμμα από το τηλέφωνο. |
με φωνή(precede aggettivo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'attore dalla voce grave è ideale per questo ruolo dell'opera teatrale. Ο ηθοποιός με τη βαθιά φωνή είναι ιδανικός γι' αυτό το ρόλο της παράστασης. |
που μιλάει με τρεμάμενη φωνή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'uomo con la voce tremolante non riusciva a terminare alcuna frase. |
προφορικάavverbio (μέσω της ομιλίας) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Posso annullare l'abbonamento a voce o devo mandare una e-mail? |
οι φωνές
Non è gridando che renderai i tuoi argomenti più convincenti. |
αντικείμενο σε λίσταsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπάσα φωνήsostantivo femminile Gli uomini solitamente hanno la voce profonda e le donne ce l'hanno più alta. |
βροντερός, δυνατός(φωνή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φημολογείται ότι κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Corre voce che il politico abbia una relazione. |
λέω ανοιχτά την άποψή μου για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λεκτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προφορικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χάνω έντασηverbo intransitivo (για φωνή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Era rimasto senza voce perché alla partita aveva urlato troppo. |
λέω βραχνάverbo transitivo o transitivo pronominale "Non capisco", disse la donna con voce rauca. |
βραχνά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Mi manca tanto mio padre", disse Mark con voce roca. |
εκφράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli studenti sono andati dal preside per esprimere le loro lamentele. Οι μαθητές πήγαν στον διευθυντή για να εκφράσουν τα παράπονά τους. |
στοιχείο γραμμήςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
που δεν έχει φωνή, που η φωνή του δεν μπορεί να ακουστείlocuzione aggettivale (figurato) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'obiettivo di Sara è aiutare le vittime senza voce a ottenere giustizia. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του voce στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του voce
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.