Τι σημαίνει το leggere στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης leggere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του leggere στο Ιταλικό.

Η λέξη leggere στο Ιταλικό σημαίνει διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω, διαβάζω, μελετάω, μελετώ, διαβάζω, συμπεραίνω, εκλαμβάνω, παίρνω τις μετρήσεις, διαβάζω, γραφή, ανάγνωση και αριθμητική, διαβάζω, μελετώ, επανεξετάζω, διαβάζω προσεκτικά, μελετώ, διακρίνω, ξεχωρίζω, πρόχειρος, επιπόλαιος, αβασάνιστος, ελαφρύς, ελαφρύς, χαμηλός, αδιάφορος, ελαφρύς, ελαφρύς, μαλακός, ελαφρύς, μικρόσωμος, ελαφρύς, ελαφρύς, απαλός, ελαφρύς, ελαφρύς, ανάλαφρος, ελαφρύς, ελαφρύς, απαλός, ελαφρύς, ελαφρύς, αέρινος, ελαφριά, αδύναμος, επιπόλαιος, προσεκτικός, απαλός, μαλακός, αραχνοΰφαντος, ήπιος, απαλός, ασήμαντος, απαλός, ήπιος, ελαφρύς, ελαφρύς, επιεικής, ελαφρύς, ανάλαφρος, ελαφρύς, δροσερός, ελαφρύς, ελαφρύς, υμενώδης, μεμβρανώδης, χαμηλού βαθμού, ελαφρόμυαλος, καλοκαιρινός, καλοκαιριάτικος, επιπόλαιος, διαβάζω για κτ/κπ, εγγράμματος, γραμματισμένος, γραφή και ανάγνωση, διάβασμα των χειλιών, δεν δίνω μεγάλη σημασία, δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα, ρίχνω μια ματιά σε κτ, μαγευτικός, συναρπαστικός, αυτός που διαβάζει τα χείλη, τηλεπάθεια, γυαλιά ανάγνωσης, γραφή κι ανάγνωση, κοιτάω πίσω από τις λέξεις, διαβάζω με ευκολία, κάνω δημόσια ανάγνωση, διαβάζω τη σκέψη κάποιου, ψέλνω τον εξάψαλμο, διαβάζω την ώρα, μου λένε τη μοίρα μου, προβλέπω το μέλλον, διαβάζω τα χείλη, συνεχίζω να διαβάζω, διαβάζω λάθος, διαβάζω δυνατά, λέω τα φύλλα του τσαγιού, μελετάω, μελετώ, προβλέπω, διαβάζω βιαστικά, ρίχνω μια ματιά, διαβάζω δυνατά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης leggere

διαβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leggo il giornale tutti i giorni.
Διαβάζω εφημερίδα καθημερινά.

διαβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Legge ogni sera prima di andare a letto.
Διαβάζει κάθε βράδυ πριν πάει για ύπνο.

διαβάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mia nonna non sa leggere.
Η γιαγιά μου δεν ξέρει να διαβάζει.

διαβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ad alta voce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci ha letto la barzelletta.
Μας διάβασε το ανέκδοτο.

διαβάζω, μελετάω, μελετώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Per quanto riguarda la filosofia, preferisco leggere che frequentare i corsi.

διαβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (capire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sa leggere il russo.

συμπεραίνω

(dedurre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non sono sicuro di aver letto nei suoi commenti i significati che ci hai letto tu.

εκλαμβάνω

(interpretare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αυτό το άρθρο το εκλαμβάνω ως αρνητική κριτική προς την κυβέρνηση. Εσύ τι νομίζεις;

παίρνω τις μετρήσεις

verbo transitivo o transitivo pronominale (contatori elettrici, ecc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il fornitore di elettricità manda qualcuno a leggere il contatore ogni anno.

διαβάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'insegnante leggeva ad alta voce e i bambini ascoltavano.
Ο δάσκαλος διάβαζε και τα παιδιά άκουγαν.

γραφή, ανάγνωση και αριθμητική

(idiomatico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alle scuole elementari si impara a leggere, scrivere e far di conto.

διαβάζω, μελετώ, επανεξετάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore, leggi il mio rapporto e dimmi se noti errori evidenti. Leggi le istruzioni e assicurati di capire quello che devi fare.
Διάβασε σε παρακαλώ την αναφορά μου και πες μου αν παρατηρείς χτυπητά λάθη.

διαβάζω προσεκτικά

È bene leggere qualsiasi documento prima di firmarlo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι φρόνιμο να διαβάζει κάποιος προσεκτικά κάθε έγγραφο πριν βάλει την υπογραφή του. Οι ηθοποιοί διάβασαν προσεκτικά ολόκληρο το σενάριο, από την αρχή ως το τέλος.

μελετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stamattina non ho avuto tempo di leggere il tuo articolo.
Δεν είχα χρόνο να διαβάσω προσεκτικά το άρθρο σου σήμερα το πρωί.

διακρίνω, ξεχωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con la vista)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Da così lontano non riesco a distinguere cosa c'è scritto sul cartello.
Δεν μπορώ να διακρίνω την ταμπέλα από τόσο μακριά.

πρόχειρος, επιπόλαιος, αβασάνιστος

(figurato: poco impegnativo) (λόγια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era stata una risposta leggera a una domanda seria.

ελαφρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le nostre giacche leggere sono perfette per viaggiare.

ελαφρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλός

aggettivo (febbre: poche linee)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una febbre leggera è un sintomo comune dell'influenza.

αδιάφορος

aggettivo (figurato: film, libro, ecc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελαφρύς

aggettivo (ύφασμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Janet mise in valigia abiti leggeri per il viaggio ai tropici.

ελαφρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dammi la borsa pesante, tu puoi portare quella leggera.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στο παραπάνω σχήμα οι τάσεις είναι ίσες, επειδή το νήμα είναι αβαρές.

μαλακός

aggettivo (droghe) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La marijuana è considerata una droga leggera.
Η μαριχουάνα θεωρείται μαλακό ναρκωτικό.

ελαφρύς

aggettivo (alcolici)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alcuni preferiscono una birra leggera a bevande molto alcoliche.
Μερικοί άνθρωποι προτιμούν την ελαφριά μπίρα σε σχέση με τα πιο βαριά αλκοολούχα ποτά.

μικρόσωμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per essere una donna leggera è molto forte!
Είναι πολύ δυνατή, αν και τόσο μικρόσωμη!

ελαφρύς

aggettivo (vestiti)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Puoi indossare una giacca leggera. Non fa tanto freddo fuori.
Μπορείς να φορέσεις ένα ελαφρύ μπουφάν. Δεν κάνει πολύ κρύο έξω.

ελαφρύς, απαλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il massaggiatore aveva un tocco molto leggero.
Ο μασέρ έχει πολύ ελαφρύ (or: απαλό) άγγιγμα.

ελαφρύς

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ci siamo solo dedicati ad una conversazione leggera, niente di serio.
Κάναμε ελαφριά κουβεντούλα, τίποτα πολύ σοβαρό.

ελαφρύς

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι αρκετά ελαφρύς, δεν μπορείς να συζητήσεις σοβαρά θέματα μαζί του.

ανάλαφρος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alle ragazze piaceva per il suo atteggiamento leggero nei confronti della vita.
Άρεσε στα κορίτσια για την ανάλαφρη και ανέμελη στάση του προς τη ζωή.

ελαφρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha una licenza per guidare aerei leggeri.
Έχει δίπλωμα για ελαφρά αεροσκάφη.

ελαφρύς, απαλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ci sarà prevalentemente il sole, con una leggera brezza.
Θα έχει κυρίως λιακάδα, με ένα ελαφρύ (or: απαλό) αεράκι.

ελαφρύς

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La rivista conteneva qualche notizia seria, ma per lo più c'erano notizie leggere come la moda.

ελαφρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo cocktail è leggero. Ci hanno messo poco alcool.

αέρινος

aggettivo (abbigliamento, materiale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελαφριά

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Viaggiava leggera con solo una piccola valigia.
Ταξίδευε ελαφριά, μόνο με μια μικρή βαλιτσούλα.

αδύναμος

(di oggetto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιπόλαιος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non scocciarmi con questi piccoli dettagli frivoli.

προσεκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'ispettrice sta usando un approccio soft nel condurre le sue indagini per non destare preoccupazione.

απαλός, μαλακός

aggettivo (υφή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αραχνοΰφαντος

aggettivo (σχεδόν διάφανος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ήπιος, απαλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I peperoncini erano abbastanza dolci, ma a Sarah non sono comunque piaciuti.
Η πιπεριές τσίλι ήταν αρκετά ήπιες, αλλά παρόλα αυτά δεν άρεσαν στη Σάρα.

ασήμαντος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απαλός, ήπιος, ελαφρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La barca si accostò alla banchina con un lieve sussulto.
Η βάρκα χτύπησε στην αποβάθρα με έναν ελαφρύ γδούπο.

ελαφρύς

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fai un esercizio leggero, niente che richieda troppo sforzo.
Κάνε λίγη ελαφριά γυμναστική, όχι τίποτα δύσκολο.

επιεικής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La condanna che il giudice gli ha comminato è troppo leggera secondo me.
Η ποινή που του επιβλήθηκε από τον δικαστή ήταν πολύ επιεικής κατά τη γνώμη μου.

ελαφρύς

aggettivo (cibi)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Suo marito ha ordinato una bistecca mentre lei ha ordinato qualcosa di più leggero.
Ενώ ο άντρας της παρήγγειλε μπριζόλα, αυτή προτίμησε κάτι πιο ελαφρύ.

ανάλαφρος, ελαφρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il ballerino ha eseguito dei passi leggeri e delicati.
Ο χορευτής έκανε μερικά ανάλαφρα (or: ελαφριά), λεπτεπίλεπτα βήματα.

δροσερός, ελαφρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jane indossa un abbigliamento leggero nelle giornate calde.

ελαφρύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'era una leggera brezza che soffiava.
Φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι.

υμενώδης, μεμβρανώδης

aggettivo (tonalità)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo strato superiore dell'abito era fatto con un materiale bianco leggero.

χαμηλού βαθμού

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
L'uranio di bassa qualità deve essere arricchito prima di poter essere usato come combustibile per un reattore.

ελαφρόμυαλος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il capo riteneva Linda troppo superficiale per darle un lavoro con grandi responsabilità.
Ο προϊστάμενος θεωρούσε πως η Λίντα ήταν πολύ ελαφρόμυαλη για να της δώσουν μια δουλειά με σοβαρές ευθύνες.

καλοκαιρινός, καλοκαιριάτικος

aggettivo (vestiario) (ρουχισμός: ελαφρύς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quella maglietta è troppo leggera per novembre.

επιπόλαιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ti dispiace se spegniamo questo programma televisivo superficiale e guardiamo un documentario serio?

διαβάζω για κτ/κπ

verbo intransitivo

Ho letto del tuo incidente sul giornale.
Διάβασα για το ατύχημά σου στην εφημερίδα.

εγγράμματος, γραμματισμένος

aggettivo (μπορεί να διαβάσει και να γράψει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ci sono pochissimi posti per lavoratori non alfabetizzati.
Υπάρχουν πολύ λίγες δουλειές για εργάτες που δεν είναι εγγράμματοι.

γραφή και ανάγνωση

(αυτό που διδάσκω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il tasso di alfabetismo negli Stati Uniti non è cambiato negli ultimi dieci anni.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Ριάννα διδάσκει γραφή και ανάγνωση σε παιδιά με ειδικές ανάγκες.

διάβασμα των χειλιών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δεν δίνω μεγάλη σημασία, δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα

(testo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non scorrere semplicemente il testo mentre studi, ma leggilo attentamente. Scorri il pentagramma per vedere quando il clarinetto inizia a suonare.

ρίχνω μια ματιά σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jake scorse il rapporto in cerca di qualche accenno a dei problemi.
Ο Τζέικ διάβασε στα γρήγορα την αναφορά, ψάχνοντας τυχόν μνεία σε προβλήματα.

μαγευτικός, συναρπαστικός

locuzione aggettivale (figurato, libri)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτός που διαβάζει τα χείλη

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τηλεπάθεια

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mio cugino crede di poter leggere il suo cane nel pensiero!

γυαλιά ανάγνωσης

sostantivo plurale maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Seppe che stava diventando vecchio quando dovette comprare degli occhiali da lettura per leggere i caratteri piccoli.
Ήξερε ότι μεγάλωνε όταν χρειάστηκε να αγοράσει ένα ζευγάρι γυαλιά ανάγνωσης για να βλέπει τα μικρά γράμματα.

γραφή κι ανάγνωση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάω πίσω από τις λέξεις

verbo intransitivo (figurato: capire) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il discorso aveva un tono positivo, ma se vai a leggere tra le righe in realtà era abbastanza pessimista.

διαβάζω με ευκολία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho letto facilmente la sua grafia ordinata.

κάνω δημόσια ανάγνωση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαβάζω τη σκέψη κάποιου

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devi avermi letto nel pensiero: questo rapporto è esattamente come lo avrei scritto io.
Πρέπει να διάβασες την σκέψη μου, αυτή η αναφορά είναι ακριβώς ό,τι θα έγραφα κι εγώ.

ψέλνω τον εξάψαλμο

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chiunque infranga le regole della scuola può aspettarsi di essere sgridato duramente dal preside.

διαβάζω την ώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μου λένε τη μοίρα μου

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προβλέπω το μέλλον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαβάζω τα χείλη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dato che il film era senza sottotitoli, la mia zia non udente ha dovuto leggere il labiale.

συνεχίζω να διαβάζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαβάζω λάθος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Devo aver sbagliato a leggere la data sulla lettera d'invito.

διαβάζω δυνατά

verbo transitivo o transitivo pronominale

L'insegnante lesse a voce alta i nomi degli studenti che non erano mai stati assenti.

λέω τα φύλλα του τσαγιού

verbo transitivo o transitivo pronominale (per predire il futuro) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tua formula per selezionare un cavallo vincente non è molto meglio che leggere le foglie di tè!

μελετάω, μελετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deborah leggeva attentamente un libro di cucina italiana.

προβλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαβάζω βιαστικά, ρίχνω μια ματιά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Leggi attentamente il capitolo 1, ma scorri semplicemente il capitolo 2.

διαβάζω δυνατά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi ha letto la lettera ad alta voce al telefono.
Μου διάβασε δυνατά το γράμμα από το τηλέφωνο.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του leggere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.