Τι σημαίνει το gridare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gridare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gridare στο Ιταλικό.
Η λέξη gridare στο Ιταλικό σημαίνει φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω, ουρλιάζω, στριγκλίζω, τσιρίζω, φωνάζω, κραυγάζω, ωρύομαι, φωνάζω, κραυγάζω, αναφωνώ, φωνάζω, στριγκλίζω, τσιρίζω, φωνάζω, ουρλιάζω, κραυγάζω, ωρύομαι, αναφωνώ, φωνάζω κτ σε κπ, ουρλιάζω κτ σε κπ, στριγκλίζω, φωνάζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω, αναφωνώ, ανακράζω, κραυγάζω, φωνάζω, λέω φωναχτά, φωνάζω, οι φωνές, ανεβάζω τον τόνο της φωνής, ουρλιάζω, τσιρίζω, στριγκλίζω, φωνάζω, τσιρίζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, φωνάζω σε κπ/κτ, φωνάζω σε κπ, επωδός, ουρλιάζω, εξαπατώ, βάζω τις φωνές σε κπ, κινδυνολογώ, κινδυνολογώ για κτ, κλαίγομαι, επευφημώ, φωνάζω πιο δυνατά από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gridare
φωνάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim gridò qualcosa dalla finestra ma non riuscivo a sentire quello che diceva. Ο Τζιμ φώναξε κάτι από το παράθυρο, αλλά δεν μπορούσα να τον ακούσω. |
φωνάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fiona sentiva il capo urlare dall'esterno dell'edificio. Η Φιόνα άκουγε απέξω το αφεντικό που φώναζε. |
φωνάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A giudicare dal modo in cui il capo sta urlando deve essere arrabbiato per qualcosa. Κρίνοντας από τον τρόπο που ωρύεται το αφεντικό πρέπει να έχει ταραχτεί από κάτι. |
φωνάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono proprio accanto a te, non c'è bisogno di gridare (or: urlare). Είμαι ακριβώς δίπλα σου. Δεν χρειάζεται να φωνάζεις! |
φωνάζω, ουρλιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La donna stava gridando insulti al commesso. |
στριγκλίζω, τσιρίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La ragazzina ha gridato quando ha visto i teneri agnellini. Το κοριτσάκι τσίριξε όταν είδε τα γλυκά αρνάκια. |
φωνάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capitano gridò l'ordine ai soldati di aprire il fuoco contro il nemico. Ο λοχαγός φώναξε εντολές στους στρατιώτες για να ξεκινήσουν να ρίχνουν στον εχθρό. |
κραυγάζω, ωρύομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Piantala di gridare e verrò ad aiutarti. |
φωνάζω, κραυγάζω, αναφωνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φωνάζωverbo transitivo o transitivo pronominale La maestra le disse di alzare la mano invece di gridare la risposta. Η δασκάλα της είπε να σηκώνει το χέρι της αντί να φωνάζει την απάντηση. |
στριγκλίζω, τσιρίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Molly strillò quando suo fratello le versò acqua fredda sulla schiena. Η Μόλυ τσίριξε όταν ο αδελφός της της έριξε κρύο νερό στην πλάτη. |
φωνάζω, ουρλιάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Urlò dal dolore. Φώναξε από τον πόνο. |
κραυγάζω, ωρύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qualcuno ha urlato il mio nome, ma non l'ho trovato. |
αναφωνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Sono stanco morto!", gridò, gettandosi sul divano. «Είμαι εξαντλημένη!» αναφώνησε, ενώ σωριάζονταν στον καναπέ. |
φωνάζω κτ σε κπ, ουρλιάζω κτ σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale |
στριγκλίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sentiva il bambino gridare nella stanza a fianco. |
φωνάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Wade aveva una voce così forte che la sentivo gridare anche da lontano. |
ουρλιάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il preside gridò con rabbia. Ο διευθυντής ούρλιαξε με θυμό. |
ουρλιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η Λίλυ ούρλιαξε σα να ήρθε το τέλος του κόσμου όταν χτύπησε το δάκτυλο του ποδιού της. |
φωνάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando il gruppo salì sul palco, i fan cominciarono a urlare di gioia. |
φωνάζω(ad alta voce) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il bimbo chiamò la sua mamma non appena lei lasciò la stanza. Το αγοράκι φώναζε τη μητέρα του, όταν εκείνη βγήκε από το δωμάτιο. Φώναξε για βοήθεια. |
φωνάζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναφωνώ, ανακράζω, κραυγάζω(φωνάζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Proclamò che erano tornati a casa con tre medaglie. |
φωνάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando stava per passare col rosso le ho gridato: "Fermati!" |
λέω φωναχτά, φωνάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οι φωνές
Non è gridando che renderai i tuoi argomenti più convincenti. |
ανεβάζω τον τόνο της φωνής(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non alzare la voce con tua madre, giovanotto. |
ουρλιάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rachel urlò quando vide il ragno. Η Ρέιτσελ τσίριξε, όταν είδε την αράχνη. |
τσιρίζω, στριγκλίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Betty ha urlato e strillato per tutto il tempo sull'ottovolante. Η Μπέτυ ξεφώνιζε και τσίριζε (or: στρίγκλιζε) σε όλη τη διαδρομή με το τρενάκι του λούνα-παρκ. |
φωνάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si capiva, dal modo in cui schiamazzava, che l'uomo era ubriaco. |
τσιρίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il bambino urlò di gioia quando vide il padre che camminava lungo il vialetto. |
ουρλιάζωverbo intransitivo (σε κπ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando il capo di Brian scoprì il suo errore, gli urlò di andare nel suo ufficio. Όταν η αφεντικίνα του Μπράιαν ανακάλυψε το λάθος του, του φώναξε αγριεμένα (or: φώναξε θυμωμένα) να έρθει στο γραφείο της. |
ουρλιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I fan stavano gridando incoraggiamenti dalla linea di touch. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι οπαδοί φώναζαν συνθήματα για να ενθαρρύνουν την ομάδα τους. |
ουρλιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patrick uscì furiosamente dalla casa, gridando che i genitori non l'avrebbero mai rivisto. Ο Πάτρικ όρμηξε έξω από το σπίτι, φωνάζοντας ότι οι γονείς του δεν θα τον ξαναδούν ποτέ. |
ουρλιάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il prigioniero urlava soffrendo mentre lo torturavano. Ο κρατούμενος ούρλιαζε απεγνωσμένα ενώ τον βασάνιζαν. |
φωνάζω σε κπ/κτverbo intransitivo Susan gridò al cane, ma questo continuava ad abbaiare. Η Σούζαν έβαλε τις φωνές στον σκύλο της, αλλά το γάβγισμα συνεχίστηκε. |
φωνάζω σε κπverbo intransitivo Se non urlo ai bambini non mi danno retta. Αν δεν φωνάξω (or: βάλω τις φωνές) στα παιδιά, δεν με προσέχουν. |
επωδός(ripetuto da un coro) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I manifestanti iniziarono a urlare lo slogan: "Vogliamo giustizia". |
ουρλιάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Urlava a squarciagola ma nessuno lo sentiva a causa del rumore della folla. Ok, ti ho sentito: non serve che gridi a squarciagola! |
εξαπατώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: mentire) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando si grida al lupo troppo spesso, poi non si viene più creduti. |
βάζω τις φωνές σε κπverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κινδυνολογώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: falso allarme) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κινδυνολογώ για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: falso allarme) |
κλαίγομαι(ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επευφημώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo il concerto il pubblico si alzò in piedi, gridando bravo per svariati minuti. |
φωνάζω πιο δυνατά από κπverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sembrava che i bambini facessero a gara a chi urlava di più! |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gridare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του gridare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.