Τι σημαίνει το fra στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fra στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fra στο Ιταλικό.
Η λέξη fra στο Ιταλικό σημαίνει σε, ανάμεσα σε, ανάμεσα σε, ανάμεσα σε, μεταξύ, ανάμεσα, ανάμεσα σε, μεταξύ, μεταξύ, με, μαζί, εν μέσω, ανάμεσα, μέσα, εν μέσω, ανάμεσα σε, ανάμεσα, αδερφός, ανάμεσα, μεταξύ, μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ, ανάμεσα σε κτ, μέσα σε κτ, ανάμεσα, αναμεταξύ, μεταξύ, εντός ολίγου, συντόμως, αδερφός, ονειροπόλος, πότε, μεσοπολεμικός, μεταξύ μας, σε λιγάκι, σε λίγο, σε λιγάκι, σε λίγο, σύντομα, σε λίγο, δικομματισμός, πετάω στα σύννεφα, κάνω πεζοπορία, συγκαταλέγομαι σε, αρχειοθετώ, ξεχωρίζω, σύντομα, ψαχουλεύω, συμπεριλαμβάνω σε, συγκαταλέγω σε, μπαίνω ανάμεσα, ψάχνω, σε μία εβδομάδα από, σε μία βδομάδα από, τερματίζω στην τρίτη θέση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fra
σε
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Richiamami tra due giorni. Ξαναπάρε με τηλέφωνο σε δυο μέρες. |
ανάμεσα σεpreposizione o locuzione preposizionale Chicago è tra New York e Los Angeles. Το Σικάγο είναι μεταξύ Νέας Υόρκης και Λος Άντζελες. |
ανάμεσα σεpreposizione o locuzione preposizionale (σύνδεση) C'è un ponte tra le due rive. Υπάρχει μια γέφυρα μεταξύ των δύο ακτών. |
ανάμεσα σεpreposizione o locuzione preposizionale Sto cercando di decidere tra la macchina rossa e quella blu. Προσπαθώ να διαλέξω ανάμεσα στο κόκκινο και το μπλε αυτοκίνητο. |
μεταξύ, ανάμεσαpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Divideremo il conto fra noi due. |
ανάμεσα σεpreposizione o locuzione preposizionale (attraverso) Ho camminato tra i turisti cercando un buon posto per mangiare. Περπατούσα ανάμεσα στους τουρίστες, ψάχνοντας ένα καλό μέρος για φαγητό. |
μεταξύpreposizione o locuzione preposizionale (με γενική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non è sempre facile distinguere tra giusto e sbagliato. Δεν είναι πάντοτε εύκολο να κάνεις τον διαχωρισμό ανάμεσα στο καλό και στο κακό. |
μεταξύpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Teniamo questa informazione tra me e te. Ας κρατήσουμε αυτή την πληροφορία μεταξύ μας. |
μεpreposizione o locuzione preposizionale (con l'uno e l'altro) Tra il caldo e l'umidità ora si sta proprio male. |
μαζίpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Abbiamo solo dieci euro in due. Μαζί έχουμε μόνο δέκα ευρώ. |
εν μέσω(με γενική) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ανάμεσα, μέσαpreposizione o locuzione preposizionale (στη μέση) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La fattoria di Josiah è situata tra i campi di mais del Kansas orientale. |
εν μέσωpreposizione o locuzione preposizionale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Come faccio a lavorare in mezzo a questo rumore? Πώς να δουλέψω με όλη αυτήν τη φασαρία; |
ανάμεσα σεpreposizione o locuzione preposizionale |
ανάμεσαpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando iniziarono a litigare, il loro fratellino corse a mettersi tra loro. Όταν άρχισαν να μαλώνουν, ο μικρός τους αδερφός μπήκε ανάμεσα. |
αδερφόςsostantivo maschile (ecclesiastico) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Frate Domenico sta pregando nella cappella. Ο αδερφός Ντόμινικ προσεύχεται στο παρεκκλήσι. |
ανάμεσα, μεταξύpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le perle e le monete d'oro erano tra i tesori nel baule. Fra le vittime del terremoto c'era un uomo di 60 anni. Πέρλες και χρυσά νομίσματα βρίσκονταν μεταξύ των θησαυρών στο σεντούκι. |
μεταξύ, ανάμεσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μεταξύpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La loro musica è diffusa tra gli studenti universitari. Η μουσική τους είναι δημοφιλής μεταξύ των φοιτητών. |
ανάμεσα σε κτ, μέσα σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In mezzo ai grattacieli sorgeva una casetta piccolina. |
ανάμεσα, αναμεταξύ, μεταξύpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I figli hanno diviso tra loro il patrimonio. Abbiamo diviso i biscotti tra tutti i bambini. Τα παιδιά μοίρασαν την περιουσία μεταξύ (or: αναμεταξύ) τους. |
εντός ολίγου, συντόμωςavverbio (λόγιο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αδερφός(anche figurato per amico) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ονειροπόλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Me ne stavo seduto lì tutto sognante quando l'insegnante all'improvviso disse il mio nome. |
πότε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quando puoi partire? Πότε μπορείς να φύγεις; |
μεσοπολεμικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεταξύ μας
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε λιγάκι, σε λίγοlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Per favore prepara la tavola, perché la cena sarà pronta tra poco. |
σε λιγάκι, σε λίγοlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Olivia ha detto che sarebbe arrivata fra poco. |
σύντομαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo finirò tra poco - abbi pazienza. |
σε λίγοavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sarò di ritorno fra poco per prendere il resto delle mie cose. |
δικομματισμόςsostantivo maschile (πολιτική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πετάω στα σύννεφαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quel ragazzo è intelligente, ma non farà molta strada perché ha la testa tra le nuvole. |
κάνω πεζοπορία(σε δάσος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκαταλέγομαι σεverbo intransitivo Questa scuola è tra le dieci migliori scuole del paese. Αυτό το σχολείο συγκαταλέγεται στα δέκα κορυφαία σχολεία της χώρας. |
αρχειοθετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεχωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I gemelli si assomigliano così tanto che è difficile distinguerli. Τα δίδυμα μοιάζουν τόσο πολύ που δεν είναι εύκολο να τα ξεχωρίσεις. |
σύντομαpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Fra quanto riesci ad arrivare? Πόσο γρήγορα μπορείς να είσαι εδώ; |
ψαχουλεύωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμπεριλαμβάνω σε, συγκαταλέγω σε(κάποιον/κάτι σε κάτι) Alcuni credono che Madre Teresa dovrebbe essere inclusa fra i santi. Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Μητέρα Τερέζα θα πρέπει να συμπεριληφθεί στους αγίους. |
μπαίνω ανάμεσαverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) Siamo così buoni amici che niente potrà mettersi fra di noi. Είμαστε τόσο καλές φίλες, που τίποτα δεν μπορεί να μπει ανάμεσά μας. |
ψάχνωverbo intransitivo (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il senzatetto rovistava nei cassonetti in cerca di qualcosa da mangiare. |
σε μία εβδομάδα από, σε μία βδομάδα απόavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mercoledì della settimana prossima è il mio compleanno. Τα γενέθλιά μου είναι την Τετάρτη σε μία εβδομάδα. |
τερματίζω στην τρίτη θέσηverbo intransitivo (corse di cavalli) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ci si aspettava che il cavallo arrivasse nella gara tra i primi tre. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fra στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του fra
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.