Τι σημαίνει το cavallo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cavallo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cavallo στο Ιταλικό.
Η λέξη cavallo στο Ιταλικό σημαίνει άλογο, καβάλος, άλογο, αρσενικό άλογο, ιπποδύναμη, άλογο, αλογάκι, μέσο, Σιγά, ιδιαίτερη ικανότητα, καμτσίκι, ιππεύω, υψηλός, αλογίσιος, θεότρελος, θεοπάλαβος, κοιμήσου, κοιμήσου όρθιος, πέταλο, αλογοουρά, έφιππος αστυνομικός, άλογο, άλογο κούρσας, έφιππος αστυνομικός, ατίθασο άλογο, αδάμαστο άλογο, καθαρόαιμα άλογα, άλογο, άλογο, στικτό, πιτσιλωτό, παρδαλό άλογο, άλογο με κομμένη ουρά, άλογο, ιππέας, αλογότριχα, δέρμα αλόγου, σκατά, άλογο που καλπάζει, άλογο με παρδαλό τρίχωμα, άλογο που βρίσκεται στον ίδιο στάβλο, Βρετανικό σώμα εθελοντών ιππέων, κουνιστό αλογάκι, υποζύγιο, Δούρειος Ίππος, άγριο άλογο, κοπριά αλόγου, πεταλοειδής αψίδα, ιππουρίδα, άλογο μινιατούρα, Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία, ξιφόσουρα, άμαξα, φριζικός, άλογο επιδείξεων, πεταχτά δόντια, καβάλα, κάνω ιππασία, πάω για ιππασία, κάνω ιππασία, έφιππος, μικρόσωμο δυνατό άλογο, δέρμα αλόγου, Δούρειος Ιππος, είδος αλόγου που αγωνίζεται καλύτερα σε βρεγμένο ή λασπώδες έδαφος, κπ που περιποιείται το τρίχωμα των αλόγων, καστανοκόκκινο άλογο, καστανόχρωμο άλογο, άλογο ιπποδρομίας, από δέρμα αλόγου, άλογο ελάσεως, πέταλο, ανάβαση, άλογο κούρσας, γκρι άλογο, γέρικο άλογο, υποζύγιο, ίππος, άλογο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cavallo
άλογοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Molti cowboy andavano a cavallo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο ιππότης την πλησίασε πάνω στο άσπρο άλογό του. |
καβάλοςsostantivo maschile (di pantaloni) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Paul ha aggiustato la cucitura sul cavallo dei suoi pantaloni. Ο Πωλ έραψε τη ραφή στον καβάλο του παντελονιού του. |
άλογοsostantivo maschile (scacchi) (σκάκι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peter ha usato un cavallo per mangiare la regina. Ο Πήτερ χρησιμοποίησε ένα άλογο για να πάρει τη βασίλισσα. |
αρσενικό άλογοsostantivo maschile Il cavallo si è accoppiato con la giumenta. |
ιπποδύναμη(unità di misura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άλογο, αλογάκιsostantivo maschile (σε παιδική γλώσσα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μέσοsostantivo maschile (μετακίνησης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il cavaliere aveva bisogno di un cavallo nuovo perché il suo zoppicava. Ο αναβάτης χρειαζόταν ένα νέο άλογο γιατί το δικό του ήταν κουτσό. |
Σιγά(καθομ, εμφατικός τύπος) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ah! È scarsa la possibilità che ti ridia i soldi. Α! Δεν το βλέπω να σε ξεπληρώσει ποτέ. |
ιδιαίτερη ικανότητα(punto forte) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Essere sensibile nei confronti dei suoi affittuari non è proprio il suo forte. |
καμτσίκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ιππεύω(equitazione) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le piace cavalcare e ha un cavallo suo. Της αρέσει να κάνει ιππασία και έχει δικό της άλογο. |
υψηλός(febbre) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sua febbre era alta. Più di 103 gradi Fahrenheit. |
αλογίσιοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θεότρελος, θεοπάλαβοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non credere a una sola cosa che dice, è matto come un cavallo. |
κοιμήσου, κοιμήσου όρθιος(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Un giorno diventerò milionaria", disse Kate. "Campa cavallo!" rispose Sarah. |
πέταλοsostantivo maschile (equitazione) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mia madre ha appeso un ferro di cavallo alla porta come portafortuna. |
αλογοουράsostantivo femminile (acconciatura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ai cuochi con i capelli lunghi era richiesta la coda di cavallo per lavorare. |
έφιππος αστυνομικόςsostantivo maschile Una coppia di agenti a cavallo erano sul luogo per assicurare l'ordine pubblico. |
άλογοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una volta i cavalli da tiro aravano i campi. |
άλογο κούρσαςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quel cavallo da corsa non ha mai perso. |
έφιππος αστυνομικόςsostantivo maschile (Canada) |
ατίθασο άλογο, αδάμαστο άλογοsostantivo maschile |
καθαρόαιμα άλογαsostantivo maschile |
άλογοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άλογοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στικτό, πιτσιλωτό, παρδαλό άλογοsostantivo maschile (για άλογο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
άλογο με κομμένη ουράsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
άλογοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ιππέαςsostantivo maschile (στρατός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αλογότριχαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δέρμα αλόγουsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκατά(informale) (χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
άλογο που καλπάζειsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
άλογο με παρδαλό τρίχωμαsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άλογο που βρίσκεται στον ίδιο στάβλοsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Βρετανικό σώμα εθελοντών ιππέωνsostantivo femminile (storico) (ιστορικό) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κουνιστό αλογάκιsostantivo maschile (giocattolo) Charlie continua a cadere dal cavallo a dondolo che gli abbiamo comprato. |
υποζύγιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Per il trasporto delle salmerie usarono cavalli da soma. |
Δούρειος Ίπποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I soldati greci erano nascosti nella pancia del cavallo di Troia. |
άγριο άλογοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un brumby è un cavallo selvatico australiano. |
κοπριά αλόγουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Aggiunse sterco di cavallo per riscaldare il suo cumulo di compost. |
πεταλοειδής αψίδαsostantivo maschile (architettura) |
ιππουρίδαsostantivo femminile (φυτολογία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άλογο μινιατούραsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομίαsostantivo femminile (αστυνομία Καναδά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il suo passato nella difesa della legge e la sua esperienza con i cavalli ne facevano un candidato eccellente per la regia polizia a cavallo canadese. |
ξιφόσουραsostantivo maschile (Limulidae) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άμαξαsostantivo maschile (asiatico) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φριζικόςsostantivo maschile (razza equina) (άλογο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άλογο επιδείξεωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πεταχτά δόντιαsostantivo plurale maschile (ιδιομορφία δοντιών) |
καβάλα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il fantino era seduto a cavalcioni di un cavallo dal mantello castagno. |
κάνω ιππασία, πάω για ιππασίαverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ti va di andare a cavallo questo pomeriggio? |
κάνω ιππασίαverbo intransitivo (per svago) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In molti agriturismi c'è l'opportunità di andare a cavallo. |
έφιπποςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quattro uomini erano a cavallo e uno guidava un carro. |
μικρόσωμο δυνατό άλογοsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una volta i carri di carbone erano trainati da cavallini. |
δέρμα αλόγουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Δούρειος Ιπποςsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
είδος αλόγου που αγωνίζεται καλύτερα σε βρεγμένο ή λασπώδες έδαφοςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κπ που περιποιείται το τρίχωμα των αλόγωνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καστανοκόκκινο άλογο, καστανόχρωμο άλογοsostantivo maschile Un cavallo sauro e un pezzato correvano nel campo. |
άλογο ιπποδρομίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
από δέρμα αλόγου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άλογο ελάσεωςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πέταλοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il cavallo ha bisogno di nuovi ferri, chiama il maniscalco. |
ανάβασηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tutti guardavano Alan per via della sua maniera stramba di andare in bicicletta. |
άλογο κούρσαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γκρι άλογοsostantivo maschile Jenny aveva sempre desiderato un cavallo e una volta compiuti i 15 anni il suo zio facoltoso le regalò un bellissimo cavallo grigio opaco. |
γέρικο άλογοsostantivo maschile Il contadino ha messo l'aratro al vecchio cavallo e ha iniziato a lavorare. |
υποζύγιο(κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ίπποςsostantivo maschile (γυμναστική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άλογοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cavallo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του cavallo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.