Τι σημαίνει το tracciato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tracciato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tracciato στο Ιταλικό.
Η λέξη tracciato στο Ιταλικό σημαίνει χαράσσω, σχεδιάζω, χαράσσω, καταστρώνω, σχεδιάζω, παρακολουθώ, σχεδιάζω κτ (σε κτ), χαράσσω κτ (σε κτ), σημαδεύω, μαρκάρω, εντοπίζω, σχεδιάζω, περιγράφω, σκιαγραφώ, παρουσιάζω σε διάγραμμα, ανάγω κτ σε κτ, επισημαίνω, χάρτης πορείας πλοίου ή αεροπλάνου, στίβος, που καταδιώκεται, που αναζητείται που καταζητείται, πίστα, παρακολουθώ διαδρομή στο χάρτη, οριοθετώ, προσδιορίζω, σχεδιάζω, σχεδιάζω το περίγραμμα, σχεδιάζω, σκιαγραφώ το προφίλ κάποιου, σκιαγραφώ το προφίλ κάποιου, παρακολουθώ, τραβάω γραμμές, διαγραμμίζω, διαγραμμίζω, κάνω κτ ριγέ, βάφω κτ ριγέ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tracciato
χαράσσω, σχεδιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (πορεία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il navigatore ha tracciato la rotta verso l'isola. Ο πλοηγός χάραξε την πορεία προς το νησί. |
χαράσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capitano ha tracciato la rotta della nave sulla mappa. Ο καπετάνιος χάραξε τη ρότα του πλοίου στον χάρτη. |
καταστρώνω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο στρατηγός με τους συμβούλους του σχεδίασαν τη στρατηγική. |
σχεδιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακολουθώ(spedizioni) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando si acquista su questo sito web è possibile tracciare la spedizione online. |
σχεδιάζω κτ (σε κτ), χαράσσω κτ (σε κτ)verbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Traccia la linea sul grafico. Σχεδίασε την ευθεία στο γράφημα. |
σημαδεύω, μαρκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sentiero era stato tracciato dai boy scout. |
εντοπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha cercato di rintracciare la chiamata dal rapitore, ma questo ha riattaccato troppo in fretta. |
σχεδιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'architetto tratteggiò le tavole con attenzione. Ο αρχιτέκτονας σχεδίασε τα σχέδια με προσοχή. |
περιγράφω, σκιαγραφώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρουσιάζω σε διάγραμμαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανάγω κτ σε κτ
Grace può risalire al suo albero genealogico fino al sedicesimo secolo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι ερευνητές ανάγουν τα ευρήματα στην ελληνιστική περίοδο. |
επισημαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (σε γράφημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bonnie ha disegnato i punti su un grafico. Η Μπόνι επισήμανε τα σημεία στη γραφική παράσταση. |
χάρτης πορείας πλοίου ή αεροπλάνου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il capitano studiò il tracciato con attenzione e decise di modificare la rotta. |
στίβος(da competizione) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ci vai sabato alla pista a vedere la gara? Θα πας στο στίβο το Σάββατο να δεις τον αγώνα; |
που καταδιώκεται, που αναζητείται που καταζητείταιaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'animale tracciato cercò di nascondersi tra i rami di un albero. |
πίστα(sport) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si sentono le macchine sul circuito da sedici chilometri di distanza. Μπορείς να ακούσεις τα αμάξια της πίστας δέκα μίλια μακριά. |
παρακολουθώ διαδρομή στο χάρτηverbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il capitano della nave chiese all'ufficiale di rotta di tracciare una rotta verso la costa. |
οριοθετώ, προσδιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I nuovi proprietari delinearono in modo chiaro i confini della terra. |
σχεδιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σχεδιάζω το περίγραμμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha tracciato il contorno della sua mano sul foglio. Σχεδίασε το περίγραμμα του χεριού του στο χαρτί. |
σχεδιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (σε γράφημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alle medie Jimmy ha dovuto imparare a tracciare un grafico. |
σκιαγραφώ το προφίλ κάποιουverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La polizia sta tracciando un profilo dell'omicida. Η αστυνομία σκιαγραφεί το προφίλ του δολοφόνου. |
σκιαγραφώ το προφίλ κάποιουverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il libro traccia un profilo di alcune star dell'epoca d'oro di Hollywood. Το βιβλίο παρουσιάζει αρκετούς αστέρες της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ. |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante teneva traccia dei miglioramenti dello studente. Η δασκάλα παρακολουθούσε την πρόοδο του μαθητή. |
τραβάω γραμμέςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La maestra ha detto agli alunni di fare delle righe sui loro fogli bianchi prima di scrivervi sopra. Ο δάσκαλος είπε στους μαθητές να τραβήξουν γραμμές στα λευκά φύλλα χαρτιού πριν αρχίσουν να γράφουν. |
διαγραμμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (το χαρτί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per aiutarsi a tracciare delle righe su un foglio si può usare un righello. |
διαγραμμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La stampante ha tracciato le righe sulla carta. |
κάνω κτ ριγέ, βάφω κτ ριγέverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Carol disegnò sulle pareti strisce celesti e gialle. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tracciato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του tracciato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.