Τι σημαίνει το testa στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης testa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του testa στο Ιταλικό.

Η λέξη testa στο Ιταλικό σημαίνει κεφάλι, κορώνα, ικανότητα, μυαλό, ψυχραιμία, κεφαλή, κεφαλή, γκλάβα, κεφάλα, φαντασία, γκλάβα, κούτρα, κεφαλή, κεφάλι, λογικά, μυαλό, κεφάλι, καφάσι, καύκαλο, μυαλό, κορφή, κορυφή, εξετάζω, εξετάζω, πειραματίζομαι, κεφαλή κυλίνδρου, προπορευόμενος, άτομο, στο κεφάλι, κάνω κεφαλιά, ρίχνω κεφαλιά, προσγειωμένος, μουρλός, σκέφτομαι, ταπεινά, κουλτουριάρης, τρελός, παλαβός, μουρλός, τούβλο, περιστροφή με το κεφάλι, τρελαίνομαι, ονειροπόλος, τερματικός σταθμός, ανθρωπάκι, μουλάρι, ένα κάρο λεφτά, είμαι ισάξιος, προπορευόμενος, ταραξίας, μεθυστικός, θεότρελος, παλαβός, τρελός, παλαβός, ανεγκέφαλος, τρελάρας, τρελέγκω, τρελός, τρελάρας, παλαβός, ερωτοχτυπημένος, τρελός, παλαβός, προσγειωμένος, χαζός, καλά στα μυαλά μου, παλάβρας, απρόσεκτος, αμελής, με βραχεία κεφαλή, λογικός, συνετός, κουρέλι, ράκος, που έχει πονοκέφαλο, που τον πονάει το κεφάλι του, πεισματάρης, σκληρός, ένας προς έναν, ευέξαπτος, ανόητος, αργόστροφος, ψηλά, πάνω, με το κεφάλι μπροστά, με το κεφάλι, που προηγείται, κατά μέτωπο, κατά μέτωπον, απ' την κορφή ως τα νύχια, δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το, hangover, χανγκόβερ, μαλάκας, σκατοκέφαλος, παπάρας, μαλάκας, μαλάκας, παπάρας, μαλάκας, λεχρίτης, σκατοκέφαλος, προγεφύρωμα στην ακτογραμμή, υποδαυλιστής, υποδαυλίστρια, ζάλη, ζαλάδα, χώρος πάνω από το κεφάλι, βλάκας, χαζός, ηλίθιος, βλάκας, μπουμπούνας, κουφιοκέφαλος, ακέφαλο καρφί, προγεφύρωμα, αγκιστρόδους, κορυφή ιστού, ζώον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης testa

κεφάλι

sostantivo femminile (anatomia) (ανατομία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il collo collega la testa al corpo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ζητούσαν την κεφαλή του επί πίνακι.

κορώνα

sostantivo femminile (di moneta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"Testa o croce?" chiese tirando la monetina.
«Κορώνα ή γράμματα;» ρώτησε στρίβοντας το νόμισμα.

ικανότητα

sostantivo femminile (figurato: intelletto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha una bella testa per le scienze.

μυαλό

sostantivo femminile (figurato: intelligenza)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Usa la tua testa! Puoi trovare un modo creativo per farlo.

ψυχραιμία

sostantivo femminile (figurato: calma)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sebbene fosse matto, non ha perso la testa in pubblico.

κεφαλή

(del martello)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La testa del martello è fatta di metallo rafforzato così non si deforma.

κεφαλή

(estremità)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'estremità dell'osso si incastra nella giuntura.

γκλάβα, κεφάλα

(ανεπίσημο: κεφάλι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φαντασία

sostantivo femminile (immaginazione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho in testa l'immagine di com'è fatta la casa dei miei sogni.

γκλάβα, κούτρα

(καθομ, ειρωνικό: κεφάλι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κεφαλή

sostantivo femminile (a forma di)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κεφάλι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non voglio farlo, riesci a fartelo entrare in testa?
Δεν θέλω να το κάνω. Δεν μπορείς να το βάλεις μέσα στο ξερό το κεφάλι σου;

λογικά

(facoltà di ragionare) (πνευματική υγεία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Deve aver perso la testa!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η αγκαλιά σου, μάγισσα, το νου μου έχει πάρει.

μυαλό

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il pover'uomo ha perso la testa.
Ο καημένος ο άνθρωπος έχασε τα μυαλά του.

κεφάλι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καφάσι, καύκαλο

(αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μυαλό

(intelligenza)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Βάλε το νου σου να δουλέψει και είμαι σίγουρος πως κάτι θα σκεφτείς.

κορφή, κορυφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nancy indossava un fiocco brillante sul cocuzzolo.
Η Νάνσυ φορούσε έναν ζωηρόχρωμο φιόγκο στην κορυφή του κεφαλιού της.

εξετάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (medicina)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dottore ha testato Mark per la tubercolosi.
Ο γιατρός έκανε εξετάσεις φυματίωσης στον Μαρκ.

εξετάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (veicolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πειραματίζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (με κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il dottore sta sperimentando diverse combinazioni di farmaci per trovare il trattamento corretto per il paziente.

κεφαλή κυλίνδρου

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προπορευόμενος

locuzione aggettivale (davanti)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il corridore di testa stava cominciando a rallentare.

άτομο

locuzione avverbiale (per ognuno)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vogliono cinque dollari a testa per farci entrare nella discoteca.

στο κεφάλι

locuzione aggettivale (anatomia)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I dottori lo hanno tenuto in ospedale in osservazione dopo il suo trauma alla testa.

κάνω κεφαλιά, ρίχνω κεφαλιά

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il calciatore ha colpito di testa la palla mandandola in rete.

προσγειωμένος

(persona) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Marilyn è una persona molto semplice: sarà di vantaggio nella crisi in arrivo.
Η Μέριλιν είναι πολύ προσγειωμένο άτομο. Θα φανεί πολύ χρήσιμη στην επερχόμενη κρίση.

μουρλός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
George è pazzo a pensare che qualcuno possa seguire i suoi piani strampalati.
Ο Τζορτζ είναι μουρλός, εάν νομίζει ότι ο κόσμος θα συμφωνήσει με το παράτολμο σχέδιό του.

σκέφτομαι

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ultimamente ho pensato molto a questa faccenda.

ταπεινά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I titolari di impresa colpiti dalla pandemia furono costretti a chiedere umilmente gli aiuti statali.

κουλτουριάρης

(ειρωνικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Chiedi a Melvin di aiutarti con i compiti: è uno scienziato dalla testa ai piedi.

τρελός, παλαβός, μουρλός

(colloquiale) (αργκό, υποτιμητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τούβλο

(figurato, offensivo) (μτφ, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περιστροφή με το κεφάλι

(break dance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρελαίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ονειροπόλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me ne stavo seduto lì tutto sognante quando l'insegnante all'improvviso disse il mio nome.

τερματικός σταθμός

(trasporti)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Il treno terminò il proprio viaggio al capolinea.

ανθρωπάκι

(figurato: persona) (υποτιμητικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo trattavano tutti come uno zerbino, ma lui non ci faceva caso.

μουλάρι

(figurato) (μεταφορικά, ξεροκέφαλος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ένα κάρο λεφτά

(soldi) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È una macchina incredibile: ti deve essere costata una fortuna!

είμαι ισάξιος

(essere allo stesso livello di [qlcs], [qlcn])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La zuppa di pollo di mia madre era la migliore; la mia non avrebbe mai potuto eguagliarla.

προπορευόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Il primo corridore era in seconda base.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο προπορευόμενος δρομέας κοντεύει να φτάσει στη γραμμή του τερματισμού.

ταραξίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quel vecchio sbandato è nuovamente ubriaco.

μεθυστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bevvero in rapida successione bevande forti e ubriacanti.

θεότρελος, παλαβός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vuoi uscire a ballare sulla neve? Sei pazzo.

τρελός, παλαβός

aggettivo (informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Graham deve essere suonato a uscire con questa pioggia senza il suo ombrello.

ανεγκέφαλος

(figurato, spregiativo) (χαζός, ηλίθιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
George è carino, ma con la testa piuttosto vuota.

τρελάρας, τρελέγκω

(καθομιλουμένη: μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

τρελός, τρελάρας, παλαβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ερωτοχτυπημένος

locuzione aggettivale (figurato, informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελός, παλαβός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσγειωμένος

(figurato) (μτφ, καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χαζός

(figurato, spregiativo) (καθομ, μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλά στα μυαλά μου

aggettivo (ανεπίσημο: είμαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È un tipo simpatico, ma non credo che sia del tutto a posto con la testa.

παλάβρας

aggettivo (colloquiale) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bisogna essere fuori di testa a inoltrarsi nella giungla senza una guida.

απρόσεκτος, αμελής

(idiomatico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Scusa, non ho capito cosa volevi. Ero distratto.

με βραχεία κεφαλή

avverbio (figurato: alla pari)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questi due candidati sono testa a testa nella selezione per il posto di lavoro.

λογικός, συνετός

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi stupisce che si sia fatto prendere dal panico: in genere è uno con la testa sulle spalle.

κουρέλι, ράκος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Da quando è tornato dalla guerra totalmente sconvolto, Dan non è più lo stesso.
Ο Νταν γύρισε απ' τον πόλεμο εντελώς κουρέλι, δεν είναι πια ο ίδιος.

που έχει πονοκέφαλο, που τον πονάει το κεφάλι του

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεισματάρης

(figurato, informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρός

locuzione aggettivale (figurato) (για ανθρώπους)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ένας προς έναν

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ευέξαπτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανόητος, αργόστροφος

(figurato, peggiorativo: stupido)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψηλά, πάνω

locuzione aggettivale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La folla ha guardato in alto gli aerei che volteggiavano in cielo.
Το πλήθος κοιτούσε ψηλά τα αεροπλάνα που έκαναν κύκλους από πάνω τους.

με το κεφάλι μπροστά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
L'uomo si tuffò in acqua di testa.

με το κεφάλι

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Max si tuffò in acqua a testa in avanti.

που προηγείται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con 13 punti di vantaggio sugli odiatissimi Bears, i Wolves sono ora in testa.

κατά μέτωπο, κατά μέτωπον

avverbio (figurato: in competizione diretta)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απ' την κορφή ως τα νύχια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pioveva così forte che in un attimo mi ritrovai bagnato dalla testa ai piedi.

δεν υπάρχει περίπτωση, ξέχασε το

(colloquiale: assolutamente no)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Dovrei lavare i piatti anche stasera? Scordatelo!

hangover, χανγκόβερ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Dopo aver bevuto mezza bottiglia di vodka durante la notte, Jim avrebbe certamente avuto dei tremendi postumi della sbornia il giorno dopo.
Αφού ήπιε μισό μπουκάλι βότκα εκείνο το βράδυ, ο Τζιμ επρόκειτο να έχει ένα τεράστιο χανγκόβερ την επομένη.

μαλάκας, σκατοκέφαλος, παπάρας

(volgare, offensivo) (ηλίθιος: αργκό, χυδαίο, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Chi è la testa di cazzo che è andata addosso al mio camion?

μαλάκας

sostantivo femminile (offensivo, volgare) (ηλίθιος, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Qualche testa di cazzo ha parcheggiato sul mio posto.

μαλάκας, παπάρας

(volgare, offensivo) (προσβλητικό, χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαλάκας, λεχρίτης, σκατοκέφαλος

(volgare, offensivo) (προσβλητικό, χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In realtà Harry pensava che il suo capo fosse uno stronzo.

προγεφύρωμα στην ακτογραμμή

sostantivo femminile (militare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποδαυλιστής, υποδαυλίστρια

(figurato, informale)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ζάλη, ζαλάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un improvviso senso di vertigine colse JoAnne, che si sedette rapidamente.

χώρος πάνω από το κεφάλι

sostantivo maschile (a disposizione)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La nuova auto non ha molto spazio sopra alla testa.

βλάκας, χαζός, ηλίθιος

(possibilmente offensivo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Parigi non è la capitale della Spagna, testa vuota che non sei altro!

βλάκας, μπουμπούνας, κουφιοκέφαλος

(αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il bambino che ha vandalizzato la scuola è un vero zuccone.

ακέφαλο καρφί

sostantivo maschile (carpenteria)

προγεφύρωμα

sostantivo femminile (militare: zona strategica conquistata) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγκιστρόδους

sostantivo maschile (tipo di serpente)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κορυφή ιστού

(nautica)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ζώον

(offensivo, colloquiale) (μεταφορικά μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του testa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του testa

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.