Τι σημαίνει το aria στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aria στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aria στο Ιταλικό.
Η λέξη aria στο Ιταλικό σημαίνει άρια, αέρας, αέρας, αίσθηση, νότα, μελωδία, αέρας, αέρας, άνεμος, αέρας, αεροπλάνο, χώρος στον οποίο μπορείς να αναπνεύσεις, αέρια, αέρια, ιδιοσυγκρασία, φυσιογνωμία, αιθέρας, αέρια, κλανιά, πορδή, ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρα, περιβάλλον, κλίμα, κλιματιστικό, αερίζω, αερομεταφερόμενος, βολή από ένα αεροσκάφος προς ένα άλλο, βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριά, αέρος-εδάφους, βαράω διάλυση, εκρήγνυμαι, πυροδοτώ, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια, στην ατμόσφαιρα, στον αέρα, αεροπλάστ, φύσημα, πετάω με ανεμοπλάνο, πετάω με ανεμόπτερο, πετάω, αεροστεγής, που ζαλίζεται, μη ξηραντικός, φυσιολάτρης, κλιματιζόμενος, αερόψυκτος, στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα, στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα, εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος, βλοσυρός, βαρύτερος από τον αέρα, γεμάτος με αέρα, νωθρά, νωχελικά, με κενό βλέμμα, πιθανός, ενδεχόμενος, έξω, εξωτερικά, στον αέρα, στον αέρα, σε ευθεία γραμμή, στο ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα, που επίκειται, πατρονάρισμα, άπλωμα, αποπνικτική ατμόσφαιρα, έλλειψη αέρα, ρεύμα αέρος, ρεύμα αέρα, αεροβόλο, ταχύτητα πτήσης, κλιματιστικό, φίλτρο αέρος, αντιπτέραρχος, αλλαγή σκηνικού, αερόφρενο, φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθρα, ρεύμα αέρα, στόμιο εισόδου αέρα, διαρροή αέρος, κενό αέρα, ρεύμα, αεροβόλο, βαλβίδα αέρος, πεπιεσμένος αέρας, καθαρός αέρας, ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγή, θερμός αέρας, σαμπρέλα ελαστικού, ρεύμα αέρα, σε ανοιχτό χώρο, έξω, ρεύμα αέρα, αεροβόλο, μάζα αέρος, φουσκωτό προστατευτικό, αεραγωγός, κλιματισμός, οπή αερισμού, ναυτία, χλωμάδα, αεροσυμπιεστής, άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aria
άριαsostantivo femminile (musica, opera) (όπερα, σόλο τραγούδι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il cantante si esibì con un'aria dell'opera "Carmen". ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η μητέρα μου πολύ συχνά τραγουδούσε άριες από όπερες. |
αέραςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il prestigiatore sembrava librarsi in aria davanti ai loro occhi. Ο μάγος φαινόταν να αιωρείται στον αέρα μπροστά στα μάτια τους. |
αέραςsostantivo femminile (ατμόσφαιρα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'aria nel bar era densa di fumo. Ο αέρας στο μπαρ ήταν πνιγηρός από τον καπνό. |
αίσθηση, νότα(figurato: sensazione) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η αποχώρησή του άφησε μια νότα θλίψης στη συγκέντρωσή τους. |
μελωδίαsostantivo femminile (musica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il violinista ha suonato una splendida aria irlandese. |
αέρας(aspetto) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il nuovo vestito di Phil gli ha dato un'aria di sicurezza. |
αέρας, άνεμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ho sentito un colpo di vento sul collo. Ένιωσα ένα φύσημα του ανέμου στον λαιμό μου. |
αέρας(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha le sembianze di una spagnola, invece è inglese. |
αεροπλάνο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Negli anni venti del Novecento si iniziò ad attraversare l'oceano in aereo. |
χώρος στον οποίο μπορείς να αναπνεύσειςsostantivo femminile (spazio vitale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Non potrei mai passare ore tra la folla di un concerto rock perché mi sentirei soffocare: mi mancherebbe l'aria. |
αέριαsostantivo femminile (flatulenza) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il mio cane continua a fare aria e la puzza è tremenda. |
αέρια(eufemismo: peto) (μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ο Τζακ άφησε κατά λάθος αέρια την ώρα του μαθήματος. |
ιδιοσυγκρασία(atteggiamento) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha un'aria arrogante nei suoi confronti e non mi piace. |
φυσιογνωμία(esteriore) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αιθέρας(figurato: aria) (ατμόσφαιρα, αέρας, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il fumo delle fabbriche si dissipò mentre si innalzava nell'etere. |
αέρια(flatulenza) (μτφ: στο έντερο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Una terribile flatulenza ha tenuto sveglia Erin per tutta la notte. Η Έριν είχε πολλά αέρια που την κράτησαν ξύπνια όλη τη νύχτα. |
κλανιά, πορδή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il cane fece un peto fragoroso. |
ατμόσφαιραsostantivo femminile (μόνο ενικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'atmosfera era densa di fumo dopo l'esplosione. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη καπνό μετά την έκρηξη. |
ατμόσφαιρα(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'atmosfera del ristorante piace ai ricconi. Η ατμόσφαιρα του εστιατορίου απευθύνεται στους πολύ πλούσιους. |
περιβάλλον, κλίμαsostantivo femminile (figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'atmosfera alla cena di John e Rose era rilassata e amichevole. Το περιβάλλον (or: κλίμα) στο πάρτυ του Τζον και της Ρόουζ ήταν χαλαρό και φιλικό. |
κλιματιστικόsostantivo femminile (μηχάνημα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho un po' caldo, quindi accendo l'aria condizionata. Ζεσταίνομαι λίγο, γι' αυτό θα ανοίξω τον κλιματισμό. |
αερίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Apriamo le finestre per arieggiare la casa. |
αερομεταφερόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Se starnutisci senza coprirti la bocca rischi di rilasciare dei germi per via aerea. Αν φτερνιστείς χωρίς να καλύψεις το στόμα σου, τα μικρόβιά σου μπορεί να μεταφερθούν με τον αέρα. |
βολή από ένα αεροσκάφος προς ένα άλλοaggettivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριάaggettivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αέρος-εδάφουςlocuzione aggettivale (arma) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
βαράω διάλυση(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκρήγνυμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πυροδοτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια
Nathan si è rovinato la media quando si è scordato i compiti per casa. |
στην ατμόσφαιρα, στον αέρα(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Την ημέρα των εκλογών υπήρχε μια αίσθηση αισιοδοξίας στον αέρα. |
αεροπλάστ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
φύσημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πετάω με ανεμοπλάνο, πετάω με ανεμόπτερο(con un aliante) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετάω(χάνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Scommetto che sprecherà questa opportunità proprio come ha fatto l'ultima volta. |
αεροστεγής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που ζαλίζεται(στο αεροπλάνο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μη ξηραντικόςlocuzione aggettivale (sostanza) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυσιολάτρηςaggettivo (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κλιματιζόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'albergo ha detto che pagando qualche dollaro in più avremmo potuto avere una camera con aria condizionata. |
αερόψυκτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La maggior parte delle moto ha motori raffreddati ad aria. Il maggiolino Volkswagen fu una delle prime auto con motore raffreddato ad aria. Οι περισσότερες μοτοσικλέτες έχουν αερόψυκτες μηχανές.Το Volkswagen ήταν ένα από τα πρώτα αυτοκίνητα με αερόψυκτο κινητήρα. |
στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στεγνός έπειτα από έκθεση στον αέρα
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέροςaggettivo invariabile (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
βλοσυρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'uomo accigliato sbattè rabbiosamente il pugno sul tavolo. |
βαρύτερος από τον αέραlocuzione aggettivale (velivolo) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
γεμάτος με αέραlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νωθρά, νωχελικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Gli amanti guardavano con aria sognante il cielo stellato sopra di loro. |
με κενό βλέμμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Susan guardava fuori dalla finestra con aria assente. |
πιθανός, ενδεχόμενος(figurato: previsto, probabile) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'è una fusione aziendale in vista, quindi aspetterei a prendere una decisione. |
έξω, εξωτερικάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La campanella della scuola suonò e i bambini si riversarono all'esterno nel cortile. Da quando mi sono trasferito in Spagna, trascorro la maggior parte del mio tempo libero all'aria aperta. Ακούστηκε το σχολικό κουδούνι και τα παιδιά ξεχύθηκαν έξω στο προαύλιο. Από τότε που μετακόμισα στην Ισπανία περνάω το περισσότερο χρόνο μου έξω. |
στον αέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στον αέραlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σε ευθεία γραμμή
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) In linea d'aria, vivo a soli 200 metri da casa tua. |
στο ύπαιθρο, στον καθαρό αέραavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chissà perché i panini mangiati all'aria aperta durante un picnic sembrano più buoni. |
που επίκειταιverbo (figurato: imminente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È evidente che c'è aria di elezioni. |
πατρονάρισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Krista non poteva più sopportare la costante aria di superiorità del suo capo. |
άπλωμαsostantivo femminile (ρούχων) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αποπνικτική ατμόσφαιραsostantivo femminile (figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I due uomini entrarono nell'aria viziata del bar per fumatori di sigaro. |
έλλειψη αέραsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) L'aria viziata nella stanza metteva a disagio la folla. |
ρεύμα αέρος, ρεύμα αέραsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αεροβόλο(specifico: fucile) (όπλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταχύτητα πτήσηςsostantivo femminile (aeronautica) (αεροσκάφος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κλιματιστικόsostantivo femminile (η συσκευή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Accendo l'aria condizionata solo nei giorni più caldi. |
φίλτρο αέροςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È importante pulire regolarmente il filtro dell'aria per mantenere il funzionamento corretto della tua moto. |
αντιπτέραρχοςsostantivo maschile (UK) (της Βρετανικής αεροπορίας) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Johnson ha il grado di maresciallo dell'aria. |
αλλαγή σκηνικούverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jake voleva cambiare aria e ha deciso di fare domanda per un lavoro all'estero. |
αερόφρενο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρεύμα αέρα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στόμιο εισόδου αέραsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il filtro della presa d'aria è sporco e va cambiato. |
διαρροή αέρος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κενό αέρα, ρεύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αεροβόλο(όπλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βαλβίδα αέροςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πεπιεσμένος αέραςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καθαρός αέραςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dopo otto ore chiusa in ufficio non vedo l'ora di uscire a respirare un po' di aria fresca. |
ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγή(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'arrivo del nuovo direttore è stato una ventata di aria fresca. Ο ερχομός του νέου διευθυντή ήταν μια ευπρόσδεκτη αλλαγή. |
θερμός αέραςsostantivo femminile (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'aria calda generata dai forni rendeva la cucina molto calda. |
σαμπρέλα ελαστικούsostantivo femminile (pneumatici) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alcuni ciclisti portano con sé una camera d'aria di scorta da utilizzare in caso di foratura. |
ρεύμα αέραsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σε ανοιχτό χώρο, έξω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il mio passatempo preferito è camminare in montagna; mi è sempre piaciuta l'aria aperta. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το φαγητό πάντα έχει καλύτερη γεύση όταν το τρως έξω. |
ρεύμα αέραsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho aperto la finestra e un getto d'aria è entrato nella stanza. |
αεροβόλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μάζα αέροςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φουσκωτό προστατευτικόsostantivo maschile |
αεραγωγόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κλιματισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
οπή αερισμούsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ναυτίαsostantivo maschile (στο αεροπλάνο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χλωμάδα(σαν φάντασμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αεροσυμπιεστήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aria στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του aria
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.