Τι σημαίνει το porta στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης porta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του porta στο Ιταλικό.
Η λέξη porta στο Ιταλικό σημαίνει προσφέρω, πόρτα, στυλίσκοι, άνοιγμα, τέρμα, θύρα, θέση τερματοφύλακα, πύλη, πύλη, κτ που ανοίγει πόρτες, πιάσε, φέρνω, μεταφέρω, κουβαλάω, κουβαλώ, φέρνω, κουβαλάω κτ μαζί μου, φέρνω, προωθώ, φέρνω, φέρνω, φοράω, φορώ, προσελκύω, πάω, πηγαίνω, πηγαίνω, κουβαλάω στους ώμους μου, φοράω, φορώ, φτιάχνω, έχω, χαρίζω, φέρνω, μετακινώ με τα χέρια, μεταδίδω, μεταφέρω, τοποθετώ, διοχετεύω, προκαλώ κτ σε κπ/κτ, κουβαλάω, φέρνω, πιάνω, πηγαίνω, μεταφέρω, πηγαίνω, πάω, φέρνω, μεταδίδω, πηγαίνω, πάω, δίνω ώθηση σε κτ, έχω, φοράω, φοράω, πείθω, μεταφέρω, κουβαλάω, κουβαλώ, μεταφέρω, μεταφέρω, κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ, μεταφέρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης porta
προσφέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πόρτα(stanze, ecc,) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha aperto la porta ed è entrato nella stanza. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η κεντρική θύρα του αρχοντικού έβλεπε στον δρόμο. |
στυλίσκοιsostantivo femminile (cricket) (κρίκετ) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il battitore ha colpito la porta prendendo lo slancio con la mazza. |
άνοιγμαsostantivo femminile (specifico: del pollaio) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τέρμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dopo aver messo la porta al suo posto, hanno potuto iniziare il gioco. Όταν τοποθέτησαν το τέρμα στη θέση του, ο αγώνας μπορούσε να αρχίσει. |
θύραsostantivo femminile (informatica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sei sicuro di averlo inserito nella porta giusta? Είσαι σίγουρος πως το έχεις βάλει στη σωστή θύρα; |
θέση τερματοφύλακαsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'è un nuovo giocatore in porta. New: Ποιος λες να παίξει τέρμα σήμερα; |
πύληsostantivo femminile (di città fortificata) (συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La porta cittadina veniva chiusa al tramonto. |
πύληsostantivo femminile (figurato, geografia) (μεταφορικά: με γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) St. Louis è la porta verso gli Stati Uniti occidentali. |
κτ που ανοίγει πόρτες(figurato: successo, opportunità) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πιάσεinteriezione (comando per cani) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Laura ha lanciato la palla e ha detto: "Riportala!" Η Λάουρα πέταξε την μπάλα και φώναξε «πιάσε»! |
φέρνω, μεταφέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Potresti portare qui quella sedia? Μπορείς να φέρεις, εδώ, εκείνη την καρέκλα; |
κουβαλάω, κουβαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Johnny ha portato le buste della spesa del suo anziano vicino in cima alle scale. |
φέρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti porto la macchina se poi tu mi accompagni a casa. Αν με πας σπίτι μετά, θα φέρω το αυτοκίνητο στο σπίτι σου. |
κουβαλάω κτ μαζί μουverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φέρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (παίρνω μαζί μου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Porto un po' di vino? Να φέρω κρασί μαζί μου; |
προωθώ(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È stata portata al successo praticamente da un giorno all'altro. Προωθήθηκε στην απόλυτη διασημότητα σχεδόν εν μία νυκτί. |
φέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Visto che passi da casa mia in ogni caso, puoi portarmi quei documenti? |
φέρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (άτομο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Porta un amico quando vieni a cena. Φέρε και κάποιον φίλο σου, όταν έρθεις για το δείπνο. |
φοράω, φορώ(indossare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le coppie sposate portano l'anello. Οι σύζυγοι φοράνε βέρες. |
προσελκύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa nuova vetrina ci porterà molta gente. |
πάω, πηγαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi portare questa lettera all'ufficio postale? |
πηγαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nastro trasportatore porta il pezzo alla postazione seguente. |
κουβαλάω στους ώμους μουverbo transitivo o transitivo pronominale (di persona) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Porto mio figlio in spalla. Βάζω το γιο μου καβάλα στους ώμους μου. |
φοράω, φορώ(trucco) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quella ragazza è troppo giovane per portare il trucco. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Με εκνευρίζει όταν βλέπω δεκαπεντάχρονα κοριτσάκια να φοράνε κραγιόν. |
φτιάχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (stile) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi piace come porti i capelli. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σου πάει πολύ ο τρόπος που έβαψες τα νύχια σου. |
έχωverbo transitivo o transitivo pronominale (nome, titolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Porta il nome di suo padre. |
χαρίζω(αναγνώριση, δόξα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η πρώτη του ταινία του χάρισε δόξα. |
φέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θέλεις να φέρω μερικά σνακ από το μαγαζί; |
μετακινώ με τα χέρια(a mano) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεταδίδω, μεταφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le pubblicità comunicano un messaggio chiaro. |
τοποθετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sull'isola sono stati impiantati venti cervi per aumentarne il numero. |
διοχετεύω(tramite tubi, condutture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'acqua viene pompata dal rubinetto alla serra. |
προκαλώ κτ σε κπ/κτ
L'uragano ha portato distruzione in parecchi paesi costieri. Η καταιγίδα προκάλεσε καταστροφές σε αρκετές παραλιακές πόλεις. |
κουβαλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi portare questo tavolo dalla cucina alla sala da pranzo? Μπορείς να μεταφέρεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία; |
φέρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi portare quella sedia nel soggiorno? |
πιάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (cani) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim ha addestrato il cane a riportare la palla. Ο Τιμ εκπαίδευσε τον σκύλο να πιάνει την μπάλα. |
πηγαίνω(con veicolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα αργήσω στην παράσταση εκτός αν με πας με το αυτοκίνητο. |
μεταφέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo tubo trasporta acqua. Αυτός ο σωλήνας μεταφέρει νερό. |
πηγαίνω, πάωverbo transitivo o transitivo pronominale (con un veicolo) (κάποιον κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mia mamma accompagnò me e i miei amici al centro commerciale. |
φέρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti porto un altro piatto. Θα σου φέρω άλλο ένα πιάτο. |
μεταδίδωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le zanzare portano la malaria. Τα κουνούπια μεταδίδουν ελονοσία. |
πηγαίνω, πάωverbo transitivo o transitivo pronominale (con un veicolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi potresti portare alla stazione degli autobus? Θα με πάρεις στο σταθμό του λεωφορείου; |
δίνω ώθηση σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il commercio spinge l'economia. Οι δαπάνες δίνουν ώθηση στην οικονομία. |
έχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James ha un bell'occhio nero dopo la rissa con Bob. Ο Τζέιμς έχει ένα μαυρισμένο μάτι μετά τον καυγά του με τον Μπομπ. |
φοράωverbo transitivo o transitivo pronominale (scarpe: misura) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Porto il 40 di stivali, ma il 38 di scarpe. |
φοράωverbo transitivo o transitivo pronominale (abbigliamento: taglia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Che taglia porti? |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ministro ecclesiastico ha portato la congregazione ad uno stato d'animo di esultanza. |
μεταφέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il somaro doveva portare il carico fino al campo. |
κουβαλάω, κουβαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταφέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questi tubi portano l'acqua allo scaldabagno. Αυτοί οι σωλήνες μεταφέρουν νερό στον λέβητα. |
μεταφέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La catena di montaggio trasportava i componenti alla stazione successiva. Η γραμμή συναρμολογήσεως μετέφερε τα εξαρτήματα στην επόμενη θέση. |
κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patrick diresse subito la conversazione sul suo argomento preferito. |
μεταφέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mark è andato a prendere i ragazzi a scuola e li ha portati in piscina. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του porta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του porta
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.