Τι σημαίνει το ingresso στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ingresso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ingresso στο Ιταλικό.
Η λέξη ingresso στο Ιταλικό σημαίνει είσοδος, είσοδος, είσοδος, είσοδος, είσοδος, είσοδος, είσοδος, είσοδος, είσοδος, προθάλαμος, εισροή, μαρκίζα, χολ, χωλ, δωματιάκι, προθάλαμος, είσοδος, χωλ, χολ, φουαγιέ, αποδοχή, είσοδος, είσοδος, κατώφλι, πύλη, είσοδος, δρόμος, διείσδυση, παρείσφρηση, εισέρχομαι, μπαίνω, αποκλείω την είσοδο, απαγορεύω την είσοδο, κουδούνι, χαλάκι, σκεπαστή αυλόπορτα εκκλησίας, είσοδος, παράδρομος, ελεύθερη είσοδος, εισιτήριο ελευθέρας εισόδου, δωρεάν εισιτήριο, εξώπορτα, εξέταση αξιολόγησης, εξέταση αξιολόγησης, είσοδος προσωπικού και προμηθευτών, είσοδος ηθοποιών, προϋπόθεση εισόδου, κύρια είσοδος, κεντρική είσοδος, στρατηγική εισόδου στην αγορά, λιμάνι εισαγωγών, είσοδος νερού, πατάκι εισόδου, χαλάκι εισόδου, μπαίνω, ορμάω, ορμώ, γίνομαι δεκτός, αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση, κάνω διάρρηξη, σημείο εισόδου, σκαλιά, κάνω την εμφάνισή μου, κάνω την είσοδό μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ingresso
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Το κτίριο είχε μια μεγάλη είσοδο την οποία μοιράζονταν όλα τα διαμερίσματα. |
είσοδος(porta) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η Τίνα περπάτησε γύρω από όλο το κτίριο ψάχνοντας για την είσοδο. |
είσοδοςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'ingresso in scena dell'attore segnò una nuova fase della trama. Η είσοδος του ηθοποιού στη σκηνή σηματοδοτούσε με νέα φάση της πλοκής. |
είσοδος(atto di entrare) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La presenza di sabbia nelle giunture ha provocato il malfunzionamento del pezzo. |
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dov'è l'ingresso del centro commerciale? |
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tom era un tipo sempre allegro e il suo ingresso ravvivò l'atmosfera nella stanza. Ο Τομ ήταν πάντα ευδιάθετος και η είσοδός του ελάφρυνε την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο. |
είσοδοςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'obiettivo di Javier era l'ingresso nel circolo d'èlite dei critici d'arte. |
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quanto costa l'ingresso allo spettacolo delle 8.00? Πόσο κοστίζει τον εισιτήριο για την παράσταση των οκτώ; |
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pippa aspettava all'ingresso che Mark uscisse. |
προθάλαμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ο Άαρον περίμενε τον φίλο του στο λόμπι του ξενοδοχείου. |
εισροήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il flusso di lavoro in ingresso è aumentato questo mese. Η εισροή δουλειάς αυξήθηκε αυτό το μήνα. |
μαρκίζα(di teatro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ci vediamo all'ingresso, prima dello spettacolo. |
χολ, χωλsostantivo maschile (luogo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δωματιάκι(stanza di abitazione) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
προθάλαμος(stanza) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il vostro atrio è più grande del mio intero appartamento! |
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'ingresso sul retro del bar era chiuso a chiave. Η είσοδος από το πίσω μέρος του μπαρ ήταν κλειδωμένη. |
χωλ, χολsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Jane ha fatto entrare il suo vicino nell'atrio ma non lo ha invitato a procedere oltre. Η Τζέιν άφησε την γειτόνισσά της να μπει στο χολ για να τα πουν, αλλά δεν την κάλεσε να περάσει μέσα. |
φουαγιέ(teatri, cinema) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αποδοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'ammissione al corso dipende dai voti. |
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'entrata della star vestita in modo sgargiante catturò l'attenzione di tutti. |
είσοδος(prezzo d'ingresso) (μεταφορικά: κόστος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'entrata alla discoteca è di venti dollari. |
κατώφλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si è fermato sulla soglia (or: entrata) e ha chiesto se poteva entrare. Στάθηκε στο κατώφλι και ρώτησε εάν μπορούσε να περάσει μέσα. |
πύλη, είσοδος(πόρτα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una volta, il portale del tempio era decorato di oro vero. Η πύλη (or: είσοδος) στον ναό ήταν κάποτε διακοσμημένη με αληθινό χρυσό. |
δρόμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il vialetto d'ingresso alla casa era fiancheggiato da alberi. |
διείσδυση, παρείσφρηση(figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εισέρχομαι, μπαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando la celebre attrice entrò nella stanza tutti si girarono per guardarla. |
αποκλείω την είσοδο, απαγορεύω την είσοδο(σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La discoteca ha espulso Andy per via delle sue sciocche buffonate. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η λέσχη απέβαλε τον Αλέξη, εξαιτίας των ρατσιστικών του προσβολών. |
κουδούνιsostantivo maschile (εισόδου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il campanello di ingresso è rotto, quindi bussa alla porta quando arrivi. |
χαλάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pulisci le scarpe sullo zerbino prima di entrare. |
σκεπαστή αυλόπορτα εκκλησίαςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
είσοδος(κόστος εισόδου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I visitatori devono pagare una quota di ingresso di €2,50. |
παράδρομος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελεύθερη είσοδοςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il biglietto costa 20 dollari; ogni martedì tuttavia il museo è ad ingresso gratuito. |
εισιτήριο ελευθέρας εισόδουsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'offerta comprendeva anche degli ingressi gratuiti alle giostre del luna park. |
δωρεάν εισιτήριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho due biglietti omaggio per il teatro, vuoi venire con me? |
εξώπορταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Solitamente la mia famiglia entra ed esce dalla casa attraverso la cucina, ma preferiamo che gli ospiti usino l'ingresso principale. Οι οικογένειά μου συνήθως μπαινοβγαίνει στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας, αλλά προτιμάμε οι καλεσμένοι να χρησιμοποιούν την μπροστινή πόρτα. |
εξέταση αξιολόγησηςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Diverse scuole richiedono un test d'ingresso per decidere il programma che più si adatta allo studente. Πολλά σχολεία ζητούν μια εξέταση αξιολόγησης, για να αποφασίσουν ποιο πρόγραμμα είναι το καλύτερο για το μαθητή. |
εξέταση αξιολόγησηςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per tutte le nuove matricole facciamo un test d'inquadramento per stabilire il livello in matematica da cui partire. |
είσοδος προσωπικού και προμηθευτών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είσοδος ηθοποιώνsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La band entrò nel club attraverso l'ingresso degli artisti. Le groupies si erano riunite fuori dall'ingresso artisti nella speranza di poter vedere i propri idoli. |
προϋπόθεση εισόδου(σε χώρα, κράτος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κύρια είσοδος, κεντρική είσοδοςsostantivo maschile |
στρατηγική εισόδου στην αγοράsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
λιμάνι εισαγωγών
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
είσοδος νερούsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πατάκι εισόδου, χαλάκι εισόδουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μπαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Charles fece ingresso nello studio. |
ορμάω, ορμώverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γίνομαι δεκτόςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρνούμαι σε κπ την πρόσβασηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi hanno impedito l'ingresso alla suite presidenziale perché sembravo sospetto. |
κάνω διάρρηξηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I ladri hanno forzato l'ingresso della casa e rubato alcuni gioielli. Οι κλέφτες έκαναν διάρρηξη στο σπίτι και πήραν πολλά κοσμήματα. |
σημείο εισόδουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σκαλιάsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Dei ragazzi stavano seduti sulla scalinata d'ingresso e fischiavano alle ragazze. Κάποια αγόρια κάθονταν στα σκαλιά και σφύριζαν στα κορίτσια. |
κάνω την εμφάνισή μου, κάνω την είσοδό μουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il tappeto rosso è il luogo da cui i personaggi famosi fanno il loro ingresso prima delle premiazioni. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ingresso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ingresso
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.