Τι σημαίνει το porro στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης porro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του porro στο Ιταλικό.
Η λέξη porro στο Ιταλικό σημαίνει θέτω, προκαλώ, δημιουργώ, ρωτάω, ρωτώ, σχεδιάζω, κανονίζω, τοποθετώ, ενσωματώνω, πράσο, πράσο, αυτός που σταματά κτ, κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω, παύω, σταματώ, θέτω όρια/περιορισμούς, θέτω όριο, δίνω ένα τέλος σε κτ, υπογραμμίζω, τονίζω, κάνω το πρώτο βήμα, επανορθώνω, βάζω ένα τέλος σε κτ, σταματάω, σταματώ, απομακρύνω κτ από κπ/κτ, κλείνω, τερματίζω, λήγω, παύω, σταματώ, εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω, επανορθώνω για κτ, ασκώ το δικαίωμα αρνησικυρίας, ασκώ βέτο, προβάλλω βέτο, ασκώ βέτο, προβάλλω βέτο, βάζω τέλος, κάνω ευθανασία σε κπ/κτ, τελειώνω, διατίθεμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης porro
θέτω(formale: domande.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emily ha posto la domanda sul perché tutti dovevano obbedire a Paul. Η Έμιλυ έθεσε το ερώτημα γιατί έπρεπε όλοι να υπακούουν στον Πωλ. |
προκαλώ, δημιουργώ(formale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρωτάω, ρωτώverbo transitivo o transitivo pronominale (domande) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Posso porti questa domanda: come si sono evoluti gli uccelli? |
σχεδιάζω, κανονίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Isabelle ha disposto le stoviglie per la cena. |
τοποθετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prudence ha messo il vaso di fiori al centro del tavolo. // L'artista ha sistemato il suo modello nella posa esatta che desiderava dipingere. |
ενσωματώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Metteremo personale esperto nella squadra. |
πράσοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Kate ha aggiunto del porro allo stufato. Η Κέιτ έβαλε λίγα πράσα στο γιαχνί. |
πράσοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I soldati gallesi indossavano un porro sui loro elmetti per identificarsi. |
αυτός που σταματά κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'insegnante pose fine ai nostri divertimenti e quando entrò in aula piombò un silenzio tombale. |
κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando la serata giungeva al termine l'orchestra suonò un ultimo valzer. Καθώς τελείωνε η βραδιά, η ορχήστρα έπαιξε ένα τελευταίο βαλς. |
παύω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È il momento di porre fine ai combattimenti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το μηχάνημα χάλασε κι έτσι ο εργοδηγός έβαλε τέρμα στην εργασία. |
θέτω όρια/περιορισμούςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέτω όριοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω ένα τέλος σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una rapida azione delle autorità pose fine ai disordini di strada dopo la partita di calcio. |
υπογραμμίζω, τονίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω το πρώτο βήμα(figurato: ottenere un primo successo) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επανορθώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda era eccellente nel servizio alla clientela perché rimediava sempre alle lamentele dei clienti. |
βάζω ένα τέλος σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La caduta pose fine alla sua carriera sciistica. Metterò immediatamente fine a queste sciocchezze. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È ora di porre fine a tutte queste voci aggressive. |
απομακρύνω κτ από κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale La mamma ha messo il bicchiere lontano dalla portata del bambino. |
κλείνω, τερματίζω, λήγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo un'ora al telefono, pose fine alla conversazione. |
παύω, σταματώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il triplice fischio dell'arbitro pone fine all'incontro |
εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω(figurato) (ιδέα, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suo rendimento nel test distrusse i suoi piani per una carriera in campo legale. |
επανορθώνω για κτ
La società ha rimediato al suo errore sostituendo i prodotti difettosi. Η εταιρεία διόρθωσε το λάθος της αντικαθιστώντας τα ελαττωματικά προϊόντα. |
ασκώ το δικαίωμα αρνησικυρίας, ασκώ βέτο, προβάλλω βέτοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il governatore ha affermato che avrebbe posto il veto sul disegno di legge per i matrimoni gay. |
ασκώ βέτο, προβάλλω βέτο(figurato) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η μαμά πρόβαλε βέτο στην ιδέα να μείνουμε ένα ακόμη βράδυ. |
βάζω τέλος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω ευθανασία σε κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (eufemistico: uccidere) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il cane era così malato che il veterinario disse che sarebbe stato più umano porre fine alle sue sofferenze. |
τελειώνω(figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dovremmo lasciare cadere la questione. |
διατίθεμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ενοίκιο ή πώληση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La casa è stata messa in vendita per centonovantamila dollari. Το σπίτι διατίθεται προς 190.000 δολάρια. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του porro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του porro
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.