Τι σημαίνει το anno στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης anno στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του anno στο Ιταλικό.

Η λέξη anno στο Ιταλικό σημαίνει έτος, χρόνος, έτος, τάξη, έτος, έτος, χρόνος, χρονών, ετών, χρόνων, χρονών, ετών, χρόνων, βαθμ., επίπεδο, ετήσιος, ετησίως, φέτος, πρωτοχρονιά, της τελευταίας τάξης του λυκείου, τελειόφοιτος, κατ' έτος, ανά έτος, στα μέσα του χρόνου, δευτεροετής, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, ετήσιος, έναντι του περασμένου έτους, διάρκειας ενός έτους, συνεχώς, ποτέ, πέρσι, πέρυσι, δύο φορές τον χρόνο, ετήσια, κάθε χρόνο, του χρόνου, όλο το χρόνο, επιστροφή στο σχολείο, δευτεροετής, σαββατική άδεια, χρονιάρικο άλογο, πρωτοετής στρατιωτικής σχολής, δίσεκτο έτος, δημοσιονομικό έτος, πρώτο έτος σχολής, σεληνιακό έτος, νέο έτος, Πρωτοχρονιά, σχολική χρονιά, ηλιακό έτος, ετήσια επανάληψη, ακαδημαϊκό έτος, ημερολογιακό έτος, διάλειμμα ενός χρόνου από τις σπουδές, καλή χρονιά, τρέχουσα χρονιά, ερχόμενος χρόνος, επόμενος χρόνος, τελευταίο έτος, δευτέρα λυκείου, περίοδος των ισχνών αγελάδων, έτος φωτός, τελευταίο έτος, έξοχη χρονιά, παρέλαση στο πλαίσιο ενός εορτασμού για την υποδοχή παλαιών απόφοιτων ενός σχολείου, τάξη αποφοιτούντων, αυτός που κάνει διάλειμμα έναν χρόνο μεταξύ σχολείου και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείου, σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά ηλικίας 16-19 ετών, τρίτη δημοτικού, πέμπτη τάξη, όγδοη τάξη, δέκατη τάξη, ενδέκατη τάξη, οικονομικό έτος, ακαδημαϊκό έτος, επαναλαμβάνω ένα έτος, γιορτάζω την Πρωτοχρονιά, που σχετίζεται με την επιστροφή στο σχολείο, σε σαββατική άδεια, Καλή Χρονιά!, τρίτο έτος, οικονομικό έτος, Καλή Χρονιά!, δευτεροετής, δευτεροετής, που είναι στην πρώτη τάξη, τριτοετής, πρωτοετής, ενός, του τέλος του έτους, τελειόφοιτος, τελειόφοιτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης anno

έτος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ci sono dodici mesi in un anno.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι χρονιά και αυτή! Περάσαμε πολλά.

χρόνος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Questo progetto ci metterà almeno un anno per essere portato a termine.
Αυτό το σχέδιο θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα χρόνο για να τελειώσει.

έτος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'anno scolastico inizia a settembre e finisce a giugno.

τάξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nostra classe è dell'anno 2010.
Εμείς ήμαστε η τάξη του 2010.

έτος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έτος, χρόνος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χρονών, ετών, χρόνων

sostantivo maschile

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Domani compirò ventidue anni.
Αύριο γίνομαι είκοσι δύο ετών (or: χρόνων).

χρονών, ετών, χρόνων

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Bisogna assistere le persone anziane.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πόσο χρονών πρέπει να είναι κανείς για να μπορεί να οδηγήσει;

βαθμ.

abbreviazione

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

επίπεδο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sto studiando per il sesto livello di violino.
Μελετάω για την έκτη βαθμίδα στο πιάνο.

ετήσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ετησίως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pago una rata di 100 Euro al mese, per un totale di 1.200 Euro all'anno.

φέτος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hanno deciso di sposarsi quest'anno.
Αποφάσισαν να παντρευτούν φέτος.

πρωτοχρονιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Buon capodanno!
Καλή πρωτοχρονιά!

της τελευταίας τάξης του λυκείου

(scuola)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli studenti maturandi stanno ripassando per gli esami.
Οι μαθητές της τελευταίας τάξης του λυκείου κάνουν επανάληψη για τις εξετάσεις.

τελειόφοιτος

(università)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli studenti laureandi stanno iniziando a vedere quali lavori potrebbero essere disponibili dopo la laurea.
Οι τελειόφοιτοι φοιτητές αρχίζουν να βλέπουν δουλειές που ίσως να είναι διαθέσιμες μετά την αποφοίτησή τους.

κατ' έτος, ανά έτος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στα μέσα του χρόνου

locuzione aggettivale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δευτεροετής

sostantivo maschile (USA: università) (πανεπιστήμιο, δεύτερο έτος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθ' όλη τη διάρκεια του έτους

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ετήσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Molti studenti si oppongono ai progetti che intendono implementare la scuola per tutto l'anno.

έναντι του περασμένου έτους

(επίσημο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

διάρκειας ενός έτους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sentiamo le stesse lamentele anno dopo anno.
Ακούμε τα ίδια παράπονα συνεχώς.

ποτέ

avverbio (figurato, informale: mai) (ιδιωματισμός)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stai sognando! - sarà finito nell'anno del mai.

πέρσι, πέρυσι

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'anno scorso sono stato in vacanza in Italia.
Πέρυσι πήγα διακοπές στην Ιταλία.

δύο φορές τον χρόνο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ετήσια, κάθε χρόνο

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Festeggiamo il Natale ogni anno.
Τα Χριστούγεννα γιορτάζονται κάθε χρόνο.

του χρόνου

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Speriamo di rivedervi l'anno prossimo.
Ελπίζουμε να σε ξαναδούμε του χρόνου.

όλο το χρόνο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mi piacerebbe vivere in un clima dove si può fare giardinaggio tutto l'anno.

επιστροφή στο σχολείο

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δευτεροετής

(università) (πανεπιστήμιο)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν το κύριο αντικείμενο σπουδών όταν είναι δευτεροετείς.

σαββατική άδεια

sostantivo maschile

Questo semestre il mio professore preferito si prenderà un anno sabbatico.

χρονιάρικο άλογο

sostantivo maschile (ενός έτους άλογο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρωτοετής στρατιωτικής σχολής

sostantivo maschile (USA, militare)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δίσεκτο έτος

sostantivo maschile

Gli anni bisestili cadono sempre in anni pari.

δημοσιονομικό έτος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Per la nostra amministrazione l'anno finanziario inizia da ottobre. Il presidente dell'azienda era lieto di comunicare che quell'anno fiscale aveva comportato profitti senza precedenti.

πρώτο έτος σχολής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Durante il primo anno di università, i miei voti erano bassissimi.

σεληνιακό έτος

sostantivo maschile (astronomia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il calendario islamico si basa sull'anno lunare.

νέο έτος

sostantivo maschile

L'anno nuovo comincia il 1° gennaio.
Το νέο έτος ξεκινάει την πρώτη Ιανουαρίου.

Πρωτοχρονιά

sostantivo maschile (primo giorno dell'anno, 1° gennaio)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

σχολική χρονιά

sostantivo maschile (σχολείο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'anno scolastico 2009/2010 è iniziato il 25 agosto.

ηλιακό έτος

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ετήσια επανάληψη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ακαδημαϊκό έτος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'anno accademico inizia a settembre.

ημερολογιακό έτος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questo biglietto deve essere usato entro un anno civile.

διάλειμμα ενός χρόνου από τις σπουδές

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Pensiamo noi alla sistemazione degli studenti durante l'anno sabbatico. Non so ancora come passerò il mio anno sabbatico.
Προσφέρουμε πρακτική άσκηση επί πληρωμή για τους φοιτητές που κάνουν διάλειμμα ενός χρόνου απ' τις σπουδές τους.

καλή χρονιά

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tutti fecero un brindisi coi bicchieri augurandosi buon anno.
Όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια και ευχήθηκαν καλή χρονιά.

τρέχουσα χρονιά

Il nostro reddito è diminuito dall'inizio dell'anno. Quante tasse hai già pagato a partire dall'inizio dell'anno?

ερχόμενος χρόνος, επόμενος χρόνος

sostantivo maschile

L'anno prossimo intende viaggiare in quattro continenti.

τελευταίο έτος

(σπουδές)

Mary è ormai all'ultimo anno scolastico, in autunno si iscriverà al college.

δευτέρα λυκείου

(USA)

περίοδος των ισχνών αγελάδων

sostantivo maschile (informale) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il 2009 è stato un anno di magra per la nostra azienda.

έτος φωτός

sostantivo maschile (astronomia) (αστρονομία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La stella di Barnard dista 5,96 anni luce dalla Terra.

τελευταίο έτος

(πανεπιστήμιο)

έξοχη χρονιά

παρέλαση στο πλαίσιο ενός εορτασμού για την υποδοχή παλαιών απόφοιτων ενός σχολείου

sostantivo femminile (evento sportivo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τάξη αποφοιτούντων

sostantivo femminile (scuola)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αυτός που κάνει διάλειμμα έναν χρόνο μεταξύ σχολείου και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείου

(sixth form: Regno Unito) (εκπαιδευτικό σύστημα Ηνωμένου Βασιλείου)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Lucy frequenta il quarto anno di scuola superiore e si prepara per l'esame finale.

σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά ηλικίας 16-19 ετών

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τρίτη δημοτικού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πέμπτη τάξη

(corrispettivo italiano)

όγδοη τάξη

(corrispettivo italiano)

δέκατη τάξη

sostantivo maschile (στις ΗΠΑ)

ενδέκατη τάξη

(corrispettivo italiano) (σύστημα ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οικονομικό έτος

(anno finanziario)

ακαδημαϊκό έτος

επαναλαμβάνω ένα έτος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mark è stato bocciato agli esami, perciò dovrà ripetere un anno al college.

γιορτάζω την Πρωτοχρονιά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που σχετίζεται με την επιστροφή στο σχολείο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σε σαββατική άδεια

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Καλή Χρονιά!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Buon anno!" Gridarono tutti un po' brilli.

τρίτο έτος

(USA) (πανεπιστήμιο)

Molti istituti accademici offrono agli studenti l'opportunità di trascorrere il terzo anno di università all'estero.

οικονομικό έτος

sostantivo maschile

Καλή Χρονιά!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δευτεροετής

(generico) (άτομο στη δεύτερη χρονιά)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Gli avvocati dello studio al loro secondo anno hanno un carico di lavoro gravoso.

δευτεροετής

locuzione aggettivale (università)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ci siamo conosciuti come studenti del secondo anno e ci siamo sposati tre anni dopo.

που είναι στην πρώτη τάξη

(scuola USA) (μαθητής)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τριτοετής

locuzione aggettivale (USA)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gary è uno studente al terzo anno di università e sta cercando di decidere se iscriversi alla scuola di specializzazione.

πρωτοετής

(università USA)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli studenti del primo anno possono fare parte delle squadre sportive universitarie.
Οι πρωτοετείς αθλητές μπορούν να δοκιμάσουν να μπουν στις μικρές ομάδες του πανεπιστημίου.

ενός

sostantivo maschile (età)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'elefante morì tragicamente quando aveva soltanto un anno.

του τέλος του έτους

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελειόφοιτος

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I maturandi non vedono l'ora di diplomarsi alle scuole superiori.

τελειόφοιτος

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I laureandi stanno ripassando per gli esami.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του anno στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του anno

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.