Τι σημαίνει το rete στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rete στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rete στο Ιταλικό.

Η λέξη rete στο Ιταλικό σημαίνει δίκτυο, δίχτυ, δίχτυ, δίχτυα, δίκτυο, δίκτυο, σύμπλεγμα, δίκτυο, δίχτυα, δίκτυο, δίκτυο, πλέγμα, γκολ, δικτύωση, διχτυωτό ύφασμα, δίκτυο, δίκτυο, δίκτυο, πλέγμα, δίκτυο, δίχτυα, αρτάνη, κανάλι, σειρά, κενό, άνοιγμα, δικτυώνομαι, πλέκω, εκτός σύνδεσης, χωρίς σύνδεση, ίντερνετ, internet, wifi, που έχει καλές διασυνδέσεις, δίχτυ, ενδοδίκτυο, σκελετός του κρεβατιού, υπόστρωμα box-spring, υπόστρωμα τύπου box-spring, δίχτυ, παρασυρόμενο δίχτυ, παρασυρόμενο απλάδι, δίκτυο τεχνητών καναλιών, συρμάτινος φράχτης, πλεχτή τσάντα, επεξεργασία εκτός δικτύου, offline επεξεργασία, πέπλο μυστηρίου, ασύρματη σύνδεση, δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίας, κοινωνικό δίκτυο, κύκλος, δίχτυ για κρίκετ, ηλεκτρικό δίκτυο, διχτυωτό μπλουζάκι, δικτυωτό μπλουζάκι, διαχειριστής δικτύου, χρόνος λειτουργίας δικτύου, νευρικό δίκτυο, οδικό δίκτυο, δίκτυο αποχέτευσης, δίκτυο υπονόμων, μέσο κοινωνικής δικτύωσης, δίχτυ, συρμάτινο πλέγμα, ασύρματη πιστότητα, ασύρματο ίντερνετ, τσάντα-πουγκάκι, συρματόπλεγμα, τοπικό δίκτυο, εμπόδιο, παρασυρόμενο δίχτυ, εθνικό δίκτυο, συρματόπλεγμα, διχτυωτό καλσόν, δικτυωτό καλσόν, χάνομαι στην πορεία, χάνομαι στο δρόμο, συνδεδεμένος, σαν πλέγμα, δικτύωση, τράτα, δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίας, διχτυωτός, συνδεδεμένος, διαδίκτυο, σύνδεση dial up, διχτυωτό καλσόν, τροφική αλυσίδα, PSTN, του ίντερνετ, κεντρική παροχή, αποχέτευση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τοπικό δίκτυο, δομή εξουσίας, χρήστης του ίντερνετ, δίκτυο backhaul, δίκτυο PSTN, πλεχτός, πλεκτός, δίκτυο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rete

δίκτυο

(informatica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I server dell'azienda sono collegati in rete.
Οι σέρβερ της εταιρείας είναι συνδεδεμένοι σε δίκτυο.

δίχτυ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il pescatore ha preso alcuni pesci nella sua rete.
Ο ψαράς έπιασε μερικά ψάρια στα δίχτυα του.

δίχτυ

sostantivo femminile (sport)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il giocatore di tennis ha colpito la rete.
Ο τενίστας χτύπησε το φιλέ.

δίχτυα

sostantivo femminile (goal)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il giocatore di calcio ha fatto rete.
Ο ποδοσφαιριστής έβαλε την μπάλα στα δίχτυα.

δίκτυο

sostantivo femminile (internet) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rachel si è connessa alla rete per inviare una e-mail.
Η Ρέιτσελ μπήκε στο ίντερνετ για να στείλει ένα email.

δίκτυο, σύμπλεγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'orologio funziona grazie a una rete di leve e ingranaggi.

δίκτυο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I fiumi sono collegati da una rete di canali.

δίχτυα

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il criminale è caduto nella rete della polizia.

δίκτυο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il tecnico informatico ha connesso il computer di lavoro di Sam alla rete locale.

δίκτυο

(TV, radio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il nostro è il network televisivo più grande del paese.
Έχουμε το μεγαλύτερο δίκτυο τηλεόρασης στη χώρα.

πλέγμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La rete era a maglie larghe che lasciavano passare i pesci piccoli.
Το δίχτυ ήταν φτιαγμένο από ένα ανοιχτό πλέγμα που άφηνε τα μικρότερα ψάρια να περνούν.

γκολ

(sport)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La squadra di casa ha segnato tre gol nella partita.
Οι γηπεδούχος ομάδα σημείωσε τρία τέρματα στον αγώνα.

δικτύωση

(informatica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nel campus la rete raggiunge ogni edificio.
Υπάρχει δίκτυο σε κάθε κτίριο της πανεπιστημιούπολης.

διχτυωτό ύφασμα

(tessile)

La zanzariera di rete era vecchia e ammuffita, ma faceva il suo dovere.

δίκτυο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δίκτυο

sostantivo femminile (tessuto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δίκτυο, πλέγμα

(figurato) (κύκλωμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ognuno di noi è parte di una rete di relazioni.
Είμαστε όλοι μέλη ενός δικτύου (or: πλέγματος) γνωριμιών.

δίκτυο

sostantivo femminile (νερό, ρεύμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ben ha installato dei pannelli solari così da non doversi affidare alla rete per la fornitura di corrente elettrica.

δίχτυα

sostantivo femminile (figurato: per criminali) (μεταφορικά: αστυνομίας)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αρτάνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κανάλι

(televisione) (τηλεόρασης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho visto il telegiornale su Canale Cinque.
Αυτό το κανάλι προβάλλει κυρίως ιστορικά ντοκιμαντέρ.

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κενό, άνοιγμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tom ha preso un pesce, che è però riuscito a scappare dalla maglia della rete mentre lo estraeva.

δικτυώνομαι

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il mio capo sta andando a un pranzo con l'intento di formare una rete di consulenza con altri manager.

πλέκω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tutta la mattina il pescatore ha confezionato una rete seduto sullo sgabello.

εκτός σύνδεσης, χωρίς σύνδεση

(υπολογιστές, πληροφορική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ίντερνετ, internet

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Oggigiorno, internet è collegato ai computer in tutti i paesi del mondo.
Το διαδίκτυο πλέον συνδέει υπολογιστές από όλες τις χώρες του κόσμου.

wifi

(rete wireless)

Al giorno d'oggi sembra che la maggior parte dei bar offra il wifi.
Τα περισσότερα καφέ διαθέτουν wifi στην εποχή μας.

που έχει καλές διασυνδέσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίχτυ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La nave è equipaggiata con diverse reti da pesca.

ενδοδίκτυο

sostantivo femminile (informatica) (Η/Υ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La rete intranet della nostra azienda contiene molti file e documenti privati.

σκελετός του κρεβατιού

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπόστρωμα box-spring, υπόστρωμα τύπου box-spring

sostantivo femminile (di letto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίχτυ

sostantivo femminile (pesca) (για ψάρια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παρασυρόμενο δίχτυ, παρασυρόμενο απλάδι

sostantivo femminile (pesca) (ψάρεμα)

δίκτυο τεχνητών καναλιών

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La Francia è attraversata da una rete di canali.

συρμάτινος φράχτης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Solitamente i campi da tennis sono circondati da reti metalliche.

πλεχτή τσάντα

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una borsa di rete riutilizzabile è una validissima alternativa allo spreco delle borse di plastica.

επεξεργασία εκτός δικτύου, offline επεξεργασία

sostantivo femminile (informatica)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πέπλο μυστηρίου

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ασύρματη σύνδεση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una rete di sicurezza è stata montata sotto la fune.

κοινωνικό δίκτυο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Delle centinaia di contatti della mia rete sociale solo pochi di questi sono davvero degli amici.

κύκλος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ho sempre avuto un ampio giro di amicizie.
Πάντα είχα μεγάλο κύκλο.

δίχτυ για κρίκετ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηλεκτρικό δίκτυο

sostantivo femminile

διχτυωτό μπλουζάκι, δικτυωτό μπλουζάκι

sostantivo femminile

διαχειριστής δικτύου

sostantivo maschile (computer) (υπολογιστές)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Solo l'amministratore di rete può autorizzare questo.

χρόνος λειτουργίας δικτύου

(υπολογιστές)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νευρικό δίκτυο

sostantivo femminile

οδικό δίκτυο

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δίκτυο αποχέτευσης, δίκτυο υπονόμων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μέσο κοινωνικής δικτύωσης

(Internet)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δίχτυ

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συρμάτινο πλέγμα

sostantivo femminile

ασύρματη πιστότητα

sostantivo femminile

ασύρματο ίντερνετ

sostantivo femminile

τσάντα-πουγκάκι

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συρματόπλεγμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τοπικό δίκτυο

sostantivo femminile (computer)

εμπόδιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παρασυρόμενο δίχτυ

εθνικό δίκτυο

sostantivo femminile

συρματόπλεγμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διχτυωτό καλσόν

sostantivo plurale femminile

δικτυωτό καλσόν

sostantivo plurale femminile

χάνομαι στην πορεία, χάνομαι στο δρόμο

verbo intransitivo (email) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνδεδεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sharon ha scaricato l'album per poterlo ascoltare senza dover essere online.

σαν πλέγμα

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικτύωση

(κοινωνική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Στηρίζεται στην δικτύωσή του για να βρει νέα δουλειά.

τράτα

sostantivo femminile (μεγάλο δίχτυ ψαρέματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il peschereccio è attrezzato con due sciabiche, frigoriferi e altro equipaggiamento.

δίχτυ ασφαλείας, δίχτυ προστασίας

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il sistema di previdenza sociale è una rete di protezione per coloro che non sono in grado di lavorare o che perdono il lavoro.

διχτυωτός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La donna portava una borsa blu con un motivo a rete.

συνδεδεμένος

(essere collegato alla rete elettrica)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ci siamo appena trasferiti nella nuova casa. Speriamo di avere la corrente in qualche giorno.

διαδίκτυο

(internet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho comprato I biglietti su internet (or: web).
Αγόρασα τα εισιτήρια στο διαδίκτυο.

σύνδεση dial up

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διχτυωτό καλσόν

sostantivo plurale femminile

τροφική αλυσίδα

sostantivo femminile

PSTN

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

του ίντερνετ

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κεντρική παροχή

La rete elettrica era fuori uso a causa della tempesta.
Η κεντρική παροχή του ρεύματος ήταν εκτός λειτουργίας εξαιτίας της καταιγίδας.

αποχέτευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nostra rete fognaria termina in una fossa biologica privata poiché non è connessa alla fognatura principale.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo femminile (basket)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo femminile (hockey)

τοπικό δίκτυο

sostantivo femminile (telecomunicazioni)

δομή εξουσίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρήστης του ίντερνετ

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δίκτυο backhaul

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δίκτυο PSTN

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πλεχτός, πλεκτός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alice portava delle arance in una borsa di rete.

δίκτυο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La rete elettrica è stata interrotta per ore e centinaia di residenti non possono utilizzarla.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rete στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.