Τι σημαίνει το oggetto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης oggetto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του oggetto στο Ιταλικό.

Η λέξη oggetto στο Ιταλικό σημαίνει αντικείμενο, πράγμα, αντικείμενο, αντικείμενο, θέμα, σκοπός, στόχος, αντικείμενο, θέμα, που χρησιμοποιείται ως αντικείμενο, αντικείμενο, αντικείμενο, πράγμα, widget, θέμα, αντικείμενο, υπό επεξεργασία προϊόν, στόχος, ερωτικό ενδιαφέρον, κώνος, δίπτωτος, που τίθεται επί τάπητος, περιφρονημένος, αντίκα, τέρας, χειροτεχνία, χάρμα, μεταλλικό διακοσμητικό αντικείμενο, περίγελος, κόρνα, άμεσο αντικείμενο, αντικείμενο εποχής, αντικείμενο του σεξ, μήλο της έριδας, τζιτζί,σύρμα, τζάμι, σούπερ, έμμεσο αντικείμενο, αριστοτέχνημα, κομψοτέχνημα, κουβέρτα παιδιού που παρέχει ασφάλεια,ανακούφιση ή παρηγοριά, άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο, άχρηστο αντικείμενο, αντικείμενο σε πλατό κινηματογραφικής ταινίας, σημείο αντιπαράθεσης, σημείο διαφωνίας, διαφημιστικό προϊόν, προωθητικό προϊόν, κατασκεύασμα υποδεέστερης αξίας, γραμμή θέματος, απαραίτητος, αναγκαίος, άξιος λόγου, μπιμπελό, βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη, αυτός που τον κοροϊδεύουν, δέχομαι, -, υπό αμφισβήτηση, προεξοχή, αμόνι, ανάθεση, θρησκευτικό μυστήριο, κλουαζονέ, έμβλημα, σήμα, εύθραυστο, μασώμενος, σκαλιστό αντικείμενο, αντικειμενοποιώ, νοικιασμένος, ημικύκλιο, ξεχωρίζω, διεισδυτικός, δέκτης, φιλντισένιος, ελεφάντινος, αντικείμενο που κουνιέται, μπρούτζινο αντικείμενο, πλωτήρας, αιτιατική, κακής ποιότητας, χαμηλής ποιότητας, αντωνυμία ως αντικείμενο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης oggetto

αντικείμενο, πράγμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'è un certo numero di oggetti sul pavimento.
Αρκετά αντικείμενα κείτονται στο πάτωμα.

αντικείμενο

sostantivo maschile (γραμματική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I verbi transitivi hanno un oggetto.
Τα μεταβατικά ρήματα παίρνουν αντικείμενο.

αντικείμενο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il cane di David è l'oggetto del suo affetto.

θέμα

sostantivo maschile (scritti, email)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Oggetto: riunione del consiglio della settimana prossima.

σκοπός, στόχος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'obiettivo di Henry è di diventare amministratore delegato entro i trentacinque anni.
Ο σκοπό του Χένρυ είναι να γίνει CEO μέχρι τα τριανταπέντε του.

αντικείμενο, θέμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il tema della discussione è il rendimento di Alan quest'anno a scuola.

που χρησιμοποιείται ως αντικείμενο

aggettivo invariabile (grammatica: caso)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"Lo" e "la" sono esempi di pronomi con funzione di oggetto.

αντικείμενο

sostantivo maschile (unità)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ci sono tre oggetti nel cestino. Riesci a indovinare quali?
Υπάρχουν τρία αντικείμενα στο καλάθι. Μπορείς να μαντέψεις τι είναι;

αντικείμενο, πράγμα

(oggetto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il negozio aveva un assortimento di molti articoli d'abbigliamento.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Διάφορα πράγματα ήταν αφημένα εδώ και εκεί στο ακατάστατο δωμάτιο.

widget

(informatica) (υπολογιστές)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il widget può essere scaricato dal sito.

θέμα, αντικείμενο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il matrimonio della coppia è stato causa di molti pettegolezzi.

υπό επεξεργασία προϊόν

(su cui si lavora)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στόχος

sostantivo maschile (di scherno, ecc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il presidente è il bersaglio di molte barzellette.

ερωτικό ενδιαφέρον

κώνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il pavimento della grotta era pieno di piccole rocce a forma di cono.
Η σπηλιά είχε κώνους από πέτρες σε όλο το έδαφος.

δίπτωτος

(γραμματική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που τίθεται επί τάπητος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Fu discussa la possibilità di un pacchetto per salvare la banca in fallimento, ma il governo non diede il suo sostegno.
Τέθηκε επί τάπητος η πιθανότητα ενός πακέτου διάσωσης για την προβληματική τράπεζα, αλλά η κυβέρνηση δεν το υποστήριξε.

περιφρονημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αντίκα

sostantivo maschile (πολύτιμο αντικείμενο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I figli litigarono su chi dovesse prendere i pezzi d'antiquariato della nonna.
Τα παιδιά μάλωσαν για το ποιος θα έπαιρνε τις αντίκες της γιαγιάς.

τέρας

(καθομ, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il pesce pescato da Dave era un bestione (or: mastodonte).

χειροτεχνία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il cestino è un bellissimo esempio di oggetto artigianale locale.

χάρμα

(figurato, specifico: persona) (λόγιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτά τα δύο διαμαντάκια είναι οικογενειακά κειμήλια.

μεταλλικό διακοσμητικό αντικείμενο

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περίγελος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κόρνα

sostantivo maschile (generico) (όχι αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άμεσο αντικείμενο

sostantivo maschile (γραμματική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il complemento oggetto viene immediatamente dopo il verbo.

αντικείμενο εποχής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La mostra espone una bellissima collezione di oggetti d'epoca creati durante la dinastia dei Ming.

αντικείμενο του σεξ

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Sono stanco e stufo che tu mi tratti come una sorta di oggetto sessuale.

μήλο της έριδας

(idiomatico) (μεταφορικά)

Il cattivo comportamento di Susie a scuola era il pomo della discordia tra lei e sua madre.

τζιτζί,σύρμα, τζάμι, σούπερ

sostantivo maschile (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έμμεσο αντικείμενο

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nella frase "Ho dato il libro a Giovanni", "a Giovanni" è complemento di termine.

αριστοτέχνημα, κομψοτέχνημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non è un cumulo di spazzatura: ho pagato parecchi soldi per questo oggetto d'arte.

κουβέρτα παιδιού που παρέχει ασφάλεια,ανακούφιση ή παρηγοριά

sostantivo maschile (infanzia) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il bambino non si addormentava senza il suo oggetto transizionale.

άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο

sostantivo maschile (ΑΤΙΑ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Diversi abitanti della cittadina sostengono di aver visto un UFO.

άχρηστο αντικείμενο

αντικείμενο σε πλατό κινηματογραφικής ταινίας

sostantivo maschile (cinematografico)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
L'hanno mandata a cercare una vecchia sedia da utilizzare come oggetto di scena per la sequenza della prigione.

σημείο αντιπαράθεσης, σημείο διαφωνίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διαφημιστικό προϊόν, προωθητικό προϊόν

sostantivo maschile

κατασκεύασμα υποδεέστερης αξίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γραμμή θέματος

(lettere, e-mail)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απαραίτητος, αναγκαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άξιος λόγου

μπιμπελό

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αυτός που τον κοροϊδεύουν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

-

sostantivo maschile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
L'argomento sarà oggetto di discussione nella prossima assemblea.
Το θέμα θα συζητηθεί στην επόμενη συνάντησή μας.

υπό αμφισβήτηση

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La legalità del suicidio assistito è oggetto di discussione in molti paesi.

προεξοχή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sfiorando l'albero di passaggio, la mia manica è rimasta impigliata in un ramo.

αμόνι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανάθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θρησκευτικό μυστήριο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλουαζονέ

sostantivo maschile (decorato con cloisonné) (αντικείμενο)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αγόρασα ένα βάζο κλουαζονέ για να το χαρίσω στη μητέρα μου.

έμβλημα, σήμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εύθραυστο

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
La compagnia di spedizioni ci garantì che tutti i nostri oggetti fragili sarebbero arrivati intatti.

μασώμενος

sostantivo maschile (generico)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σκαλιστό αντικείμενο

sostantivo maschile (metalli)

αντικειμενοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se vuoi una relazione vera, devi smetterla di trattare le donne con cui esci come degli oggetti.

νοικιασμένος

(που έχει νοικιαστεί)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Prenderò un volo per Barcellona, anziché guidare. Dato che non avrò la mia macchina, ne affitterò una all'aeroporto.

ημικύκλιο

sostantivo maschile (πράγμα με αυτό το σχήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξεχωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διεισδυτικός

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δέκτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φιλντισένιος, ελεφάντινος

(π.χ. κόσμημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντικείμενο που κουνιέται

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Το αγοράκι χτύπησε με το δάχτυλό του το κουνιστό πραγματάκι στο ρολόι του παππού.

μπρούτζινο αντικείμενο

sostantivo maschile

La signora ha ordinato alla cameriera di pulire gli oggetti in ottone.

πλωτήρας

(σπάνιο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αιτιατική

sostantivo maschile (grammatica) (γραμματική: πτώση)

Il complemento oggetto indica l'oggetto di un verbo o di una preposizione.

κακής ποιότητας, χαμηλής ποιότητας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αντωνυμία ως αντικείμενο

sostantivo maschile (grammatica)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του oggetto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του oggetto

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.