Τι σημαίνει το pungente στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pungente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pungente στο Ιταλικό.

Η λέξη pungente στο Ιταλικό σημαίνει δριμύς, οξύς, καυστικός, τσουχτερός, δριμύς, τσουχτερός, έντονος, διαπεραστικός, διαπεραστικός, εξαιρετικά ψυχρός, δριμύτατα τσουχτερός, δριμύς, καυστικός, κοφτερός, διαπεραστικός, καυστικός, οξύς, καυστικός, οξύς, δροσερός, σκωπτικός, ξεκάθαρος, δηκτικός, οξύς, κρύος, με γεύση τζίντερ, πικάντικος, δυνατός, έντονος, προκλητικός, κρίσιμος, ζωτικός, καίριος, καυστικός, δηκτικός, καυστικός, δριμύς, οξύς, έντονος, ξερός, δηκτικός, καυστικός, εύστοχος, τσιμπάω, τσιμπώ, τσιμπάω, τρυπάω, τρυπώ, σκουντώ, τσιμπάω, τσιμπώ, τρυπάω, τρυπώ, πονάω, τρυπάω, κρύος, παγωμένος, στεγνό χιούμορ, ψύχρα, περόνιασμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pungente

δριμύς, οξύς, καυστικός

aggettivo (figurato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I suoi commenti pungenti fecero presto piangere la cameriera.
Τα καυστικά σχόλιά του σύντομα προκάλεσαν τα δάκρυα της σερβιτόρας.

τσουχτερός

aggettivo (freddo) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il freddo pungente si infilò dentro i nostri cappotti pesanti e ci gelò.

δριμύς, τσουχτερός

aggettivo (vento, temperatura)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era un vento pungente che soffiava da nord.

έντονος, διαπεραστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non mangerei mai una cosa con un odore così pungente.

διαπεραστικός

aggettivo (figurato: gelido) (το κρύο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξαιρετικά ψυχρός, δριμύτατα τσουχτερός

(freddo) (για ψύχος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La scorsa settimana c'è stato un freddo pungente ogni giorno.
Ο καιρός την προηγούμενη εβδομάδα ήταν εξαιρετικά ψυχρός κάθε μέρα.

δριμύς, καυστικός

aggettivo (figurato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il comico è conosciuto per il suo umorismo pungente.

κοφτερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il critico è conosciuto per le sue opinioni decise e i suoi commenti sono spesso pungenti.

διαπεραστικός

aggettivo (freddo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il freddo pungente in Siberia rende difficile la vita quotidiana.

καυστικός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era una recensione cattiva e piena di insulti taglienti.

οξύς

aggettivo (figurato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'umorismo pungente di questo comico non piace a tutti.

καυστικός, οξύς

aggettivo (figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Uno trovava il suo umorismo acido molto divertente, purché non stesse parlando di lui.

δροσερός

aggettivo invariabile (ευχάριστο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il vento era pungente e Miles era contento di aver preso la giacca.

σκωπτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεκάθαρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dall'appartamento accanto si sentiva il suono di voci taglienti.

δηκτικός

(critica, commento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I giornali di oggi sono pieni di critiche feroci al mio libro.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι εφημερίδες σήμερα είναι γεμάτες από δριμείες κριτικές για το βιβλίο μου. Ο κ. Μπράντον μπορεί να γίνει πολύ δηκτικός· χθες τα σχόλιά του έκαναν μερικούς μαθητές να ξεσπάσουν σε κλάματα.

οξύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρύος

(καιρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με γεύση τζίντερ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πικάντικος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dave preparò un curry piccante per i suoi ospiti.
Ο Ντέιβ έφτιαξε ένα πικάντικο κάρυ για τους καλεσμένους του.

δυνατός, έντονος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa pietanza ha un odore forte.
Αυτό το φαγητό έχει πολύ δυνατή (or: έντονη) μυρωδιά.

προκλητικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il film è un raffigurazione provocatoria della violenza domestica.

κρίσιμος, ζωτικός, καίριος

aggettivo (testi, discorsi: critico) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Con un feroce attacco disse che quelle misure avrebbero portato alla rovina economica.

καυστικός

(critico) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δηκτικός, καυστικός, δριμύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οξύς, έντονος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho un dolore acuto alla schiena.
Έχω έναν οξύ (or: έντονο) πόνο στην πλάτη.

ξερός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non tutti capiscono il suo umorismo caustico.

δηκτικός, καυστικός

aggettivo (potenzialmente pericoloso) (για ύφος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aveva una lingua molto affilata.
Υπήρχε ένας δηκτικός (or: καυστικός) τόνος στα λόγια της.

εύστοχος

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tutti a tavola rimasero colpiti dall'umorismo pungente del padrone di casa.

τσιμπάω, τσιμπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non toccare quella pianta, punge.
Μην αγγίζεις εκείνο το φυτό, τσιμπάει.

τσιμπάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ahi! Queste spine pungono!

τρυπάω, τρυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La spilla ha punto il dito di Marta.
Η καρφίτσα τρύπησε το δάκτυλο της Μάρθας.

σκουντώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (ανάλογα με την περίπτωση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσιμπάω, τσιμπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vespa punse Maggie sul piede.
Η σφήκα τσίμπησε τη Μάγκι στο πόδι.

τρυπάω, τρυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily ha preso uno spillo e ha bucato il palloncino facendolo sgonfiare.

πονάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρυπάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julia ha perforato la plastica per far defluire l'acqua.

κρύος, παγωμένος

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nonostante la stagione, di notte fa ancora un freddo pungente.

στεγνό χιούμορ

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψύχρα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È meglio che ti metti il cappotto: fa un freddo pungente stasera.

περόνιασμα

sostantivo femminile (άνεμος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
D'inverno si sente davvero la morsa pungente del vento.
Τον χειμώνα, μπορείς, πραγματικά, να νιώσεις τον άνεμο να σε περονιάζει.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pungente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.