Τι σημαίνει το sfruttare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sfruttare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sfruttare στο Ιταλικό.

Η λέξη sfruttare στο Ιταλικό σημαίνει εκμεταλλεύομαι, αρπάζομαι από, δράττομαι του, εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι κάποιο εμπορικό προϊόν με αθέμιτο τρόπο, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι, φτάνω στα άκρα, εκμεταλλεύομαι, χρησιμοποιώ αποτελεσματικά, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι από κτ, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ, αρπάζω, εκμεταλλεύομαι στο έπακρο, με οποιοδήποτε τρόπο, κάνω το καλύτερο που μπορώ, εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ, παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, λιώνω, χρησιμοποιώ κτ προς όφελός μου, χρησιμοποιώ με τον καλύτερο τρόπο, επιτρέπω υπερβόσκηση, φορτώνω κτ σε κπ, εκμεταλλεύομαι, νερό στο μύλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sfruttare

εκμεταλλεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le società per azioni hanno sistematicamente sfruttato i propri lavoratori prima dell'istituzione dei sindacati.
Οι εταιρείες εκμεταλλεύονταν συστηματικά τους εργαζομένους τους μέχρι που εκείνοι δημιούργησαν εργατικά σωματεία.

αρπάζομαι από, δράττομαι του, εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκμεταλλεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chi organizza truffe sfrutta la credulità degli utenti di internet.
Όσοι κάνουν απάτες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τους εύπιστους χρήστες του ίντερνετ.

εκμεταλλεύομαι κάποιο εμπορικό προϊόν με αθέμιτο τρόπο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I falsari sfruttano la fama dei marchi.

εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτάνω στα άκρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il suo eccessivo spendere ha sfruttato le sue finanze fino al limite.

εκμεταλλεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il proprietario della miniera fu felice di sapere che i dipendenti stavano sfruttando una nuova vena.

χρησιμοποιώ αποτελεσματικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho un'ora di pausa pranzo e la sfrutto andando al supermercato a fare la spesa.
Θα χρησιμοποιήσω αποτελεσματικά το χρόνο του μεσημεριανού διαλείμματος στη δουλειά και θα πάω στο σούπερ μάρκετ.

εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo si è messo in moto per cercare di utilizzare al meglio le proprie risorse petrolifere.
Η κυβέρνηση εργαζόταν για να βρει τρόπους να εκμεταλλευτεί τους πετρελαϊκούς πόρους της.

εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il nuovo impianto idrico sfruttava l'energia del fiume per fornire di elettricità la città.
Το νέο υδραγωγείο αξιοποιούσε τη δύναμη του ποταμού για να τροφοδοτεί με ηλεκτρικό ρεύμα την πόλη.

εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il manager voleva sfruttare il potenziale del suo team.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha approfittato della sua fama improvvisa per fare soldi.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Πάολα ευχόταν να μπορούσε να αξιοποιήσει τον ενθουσιασμό της Ρέιτσελ.

επωφελούμαι από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Ti esorto a sfruttare quest'opportunità prima che sia troppo tardi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι άνθρωπος που δράττεται (or: επωφελείται) κάθε καλής ευκαιρίας που του δίνεται.

χρησιμοποιώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Πρέπει να χρησιμοποιήσεις τα υλικά που έχεις.

χρησιμοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρπάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (opportunità) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyra ha colto l'opportunità di rappresentare la sua scuola alla conferenza dei laureandi.

εκμεταλλεύομαι στο έπακρο

(προς όφελος μου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Εκμεταλλεύσου στο έπακρο την ευκαιρία να μάθεις από αυτούς τους έμπειρους μάγειρες.

με οποιοδήποτε τρόπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω το καλύτερο που μπορώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ

Abbiamo tratto il meglio dalla nostra vacanza lasciando spenti telefoni e computer.

παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che bella giornata! Colgo l'occasione per sedermi in giardino finché c'è il sole.

λιώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χρησιμοποιώ κτ προς όφελός μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mio padre ha frequentato questa università; perciò sfrutterò questo elemento a mio vantaggio e lo farò presente nel saggio della mia candidatura.

χρησιμοποιώ με τον καλύτερο τρόπο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sfruttate al meglio il tempo per prepararvi agli esami.
Αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο τον χρόνο σου για προετοιμαστείς για τις εξετάσεις.

επιτρέπω υπερβόσκηση

verbo transitivo o transitivo pronominale (armenti: pascoli, prati)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φορτώνω κτ σε κπ

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκμεταλλεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νερό στο μύλο

sostantivo maschile (στην έκφραση grist for the mill)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sfruttare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.