Τι σημαίνει το è στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης è στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του è στο Ιταλικό.
Η λέξη è στο Ιταλικό σημαίνει και, Ε, με, και, και, Ε, και, και, ολόκληρος, και, και, e-, είναι, 'ναι, και, και, και, στη συνέχεια, αυτός είναι, θα, θα ήταν, ον, πλάσμα, είσαι, είναι, είμαι, είχε, ύπαρξη, ύπαρξη, -, είναι, είμαι, είναι, -, είμαι, είμαι, είμαι, βρίσκομαι, είμαι, είμαι, -, κάνω, πηγαίνω, βρίσκομαι, να είσαι, να είστε, είμαι, είμαι, είναι, είναι, όπου, εκεί όπου, αφοσιωμένος, μιας χρήσης, μιας χρήσεως, σε διάσταση, εγγράμματος, γραμματισμένος, άθικτος, αλώβητος, γιούνισεξ, φιλικός, κοκαλιάρης, λιγνός, αδύνατος, εναλλασσόμενος, κώλος και βρακί, τριαδικός, συνταξιούχος, που μένει πίσω, ομολογουμένως, πρόθυμα, μόλις, στο περίπου, πάνω - κάτω, πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά, προ Χριστού, ή/και, τι είναι, άνω-κάτω, Τι παίζει;, Τι τρέχει;, υπάρχει, γραφή και ανάγνωση, άτομο που επιστρέφει στο εκπαιδευτικό σύστημα, αναμεταδότης, εφοδιαστική αλυσίδα, προστατευτική και στοργική συμπεριφορά, ηλεκτρονική μάθηση, Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων, Υπουργείο Μεταφορών, ΟΟΣΑ, Ο.Ο.Σ.Α.. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης è
καιcongiunzione (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Ho comprato birra e vino. Αγόρασα μπίρα και κρασί. |
Εsostantivo femminile (quinta lettera dell'alfabeto) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Nel tuo cognome ci sono due E o una? Το επίθετό σου έχει δύο Ε ή ένα; |
μεcongiunzione Vorrei un po' di fragole e panna. Θα ήθελα φράουλες με σαντιγί. |
καιcongiunzione (ως αποτέλεσμα) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Prova ancora e ci riuscirai. Προσπάθησε περισσότερο και θα τα καταφέρεις. |
καιcongiunzione (έπειτα) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Mi sono vestito e sono sceso al piano di sotto. Ντύθηκα και κατέβηκα κάτω. |
Ε(Regno Unito, scuola: insufficienza) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
καιcongiunzione (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Devo scegliere tra camminare e guidare. Πρέπει να διαλέξω μεταξύ του να πάω με τα πόδια και του να οδηγήσω. |
καιcongiunzione (συνάμα) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Questo ti terrà caldo e comodo. |
ολόκληροςcongiunzione (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Camminò per miglia e miglia. Περπάτησε μίλια ολόκληρα. |
καιcongiunzione (άλλη ποιότητα, ικανότητα) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Ci sono gli insegnanti e poi ci sono i professori! Υπάρχουν καθηγητές και καθηγητές! |
καιcongiunzione (αλλαγή θέματος) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) La polizia ha esaminato le prove e credo abbia arrestato qualcuno per il crimine. |
e-(prefisso: digitale, internet) Per esempio: email, e-book. |
είναιverbo intransitivo (verbo essere) (αυτό είναι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È quasi ora che ce ne andiamo. Είναι σχεδόν ώρα να φύγουμε. |
'ναιverbo (σντμ του είναι, καθομ, λογοτεχνία) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είχε ζαλιστεί και έλεγε ό,τι να 'ναι. |
καιcongiunzione (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Ha un lavoro come traduttore e assistente dell'amministrazione. Βρήκε δουλειά ως μεταφράστρια-βοηθός διαχειριστή. |
καιcongiunzione (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
καιcongiunzione (nel dire l'ora) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Ci vediamo alle quattro e cinque oggi pomeriggio. È mezzanotte passata. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα σε δω στις τέσσερις και πέντε το απόγευμα. |
στη συνέχειαcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La cena è finita signore e signori. Passiamo dunque al prossimo tema in agenda. Το δείπνο τελείωσε κυρίες και κύριοι, και προχωράμε στο επόμενο θέμα στην ατζέντα. |
αυτός είναι(terza persona singolare maschile) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Adoro mio zio: è la persona più gentile che io conosca. |
θα(condizionale, terza persona singolare) (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Wayne odia vivere in questa città; sarebbe disposto a tutto pur di andarsene. |
θα ήταν(esprime condizionale, terza persona) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Credo che sia meglio se te ne vai. |
ον, πλάσμαsostantivo maschile (individuo) (ζωντανός οργανισμός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Molti credono che la galassia sia piena di esseri intelligenti. Πολλοί πιστεύουν ότι ο γαλαξίας είναι γεμάτος από νοήμονα όντα. |
είσαιverbo (β' ενικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dove sono loro? Dici sul serio? Πού είναι αυτοί; |
είναιverbo intransitivo (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Lei è un genio. Αυτή είναι διάνοια. |
είμαιverbo intransitivo (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Mia madre è bassa. Η μητέρα μου είναι κοντή. |
είχε(passato, terza persona singolare) (υπερσυντέλικος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando la sua caviglia cominciò a gonfiarsi, Gavin si rese conto che era rotta. |
ύπαρξηsostantivo maschile (esistenza) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I filosofi ragionano sul senso dell'essere. Οι φιλόσοφοι εξετάζουν τη σημασία της ύπαρξης. |
ύπαρξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων επέτρεψε το άνοιγμα της υπόθεσης και πάλι. |
-verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Dove sei stasera? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι κάνεις απόψε; |
είναιverbo intransitivo (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) "È sua questa macchina, signore?" chiese il poliziotto. «Aυτό είναι το αυτοκίνητό σας κύριε;» ρώτησε ο αστυνομικός. |
είμαι
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Barry è malato. Ο Μπάρι είναι άρρωστος. |
είναιsostantivo maschile (io) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Teresa odia i bugiardi con ogni fibra del suo essere. Η Τερέζα μισεί τους ψεύτες με όλο της το είναι. |
-verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) È accusato di furto dal suo capo. Κατηγορείται από το αφεντικό του για κλοπή. |
είμαιverbo intransitivo (esistere) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) C'è una donna di 101 anni nella casa di fronte. Στο απέναντι σπίτι είναι μια γυναίκα 101 ετών. |
είμαι(schierarsi) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Sono a favore della nuova legge. Τάσσομαι υπέρ του νέου νόμου. |
είμαι, βρίσκομαι(trovarsi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il burro è sul tavolo. Το βούτυρο είναι (or: βρίσκεται) πάνω στο τραπέζι. |
είμαιverbo intransitivo (accadere) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Lo spettacolo è alle otto in punto. Το έργο είναι στις οχτώ. |
είμαι(identifica la professione) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Lei è una poliziotta. Είναι αστυνομικός. |
-verbo intransitivo (forma passiva) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ieri mi è stato rubato il portafoglio. Το πορτοφόλι μου εκλάπη χθες. |
κάνω(prezzi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono sette dollari. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κάνει εφτά δολάρια. |
πηγαίνω, βρίσκομαιverbo intransitivo (andare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono stato a Roma. Έχω πάει (or: βρεθεί) στη Ρώμη. |
να είσαι, να είστε(προστακτική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sii ragionevole! |
είμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η Άγκνες είναι 1,52 χωρίς τα παπούτσια της. |
είμαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ero nel torto. |
είναιverbo intransitivo (γ' πρόσωπο: η ώρα) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Sono le otto e mezza. |
είναι
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
όπου, εκεί όπου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dov'è la strada più vicina che va verso nord? |
αφοσιωμένοςaggettivo (che ha preso impegno) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Doris è impegnata nel volontariato da quarant'anni. Η Ντόρις είναι μια αφοσιωμένη στην φιλανθρωπική δράση της εδώ και 40 χρόνια. |
μιας χρήσης, μιας χρήσεωςaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Όταν κάνουμε πάρτι πάντοτε χρησιμοποιούμε πιάτα και ποτήρια μιας χρήσης για να είναι λίγο πιο εύκολο το μετέπειτα συγύρισμα. |
σε διάστασηaggettivo (ζευγάρι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εγγράμματος, γραμματισμένοςaggettivo (μπορεί να διαβάσει και να γράψει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ci sono pochissimi posti per lavoratori non alfabetizzati. Υπάρχουν πολύ λίγες δουλειές για εργάτες που δεν είναι εγγράμματοι. |
άθικτος, αλώβητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γιούνισεξ
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Nella strada principale ha appena aperto un salone di bellezza unisex. |
φιλικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kate è amichevole con tutti i colleghi. |
κοκαλιάρης, λιγνός, αδύνατος(figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εναλλασσόμενοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I genitori si alternano la custodia; il padre vede la figlia a fine settimana alterni. |
κώλος και βρακίaggettivo (αργκό: θετική έννοια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Smetti i seguirmi dappertutto! Non siamo inseparabili sai? |
τριαδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συνταξιούχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που μένει πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ομολογουμένωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) John ha certamente fatto male il compito ma l'insegnante non aveva il diritto di rimproverarlo di fronte a tutta la classe come ha fatto. Ομολογουμένως ο Τζον τα πήγε άσχημα στο τεστ, αλλά ο δάσκαλος δεν είχε δικαίωμα να τον επιπλήξει έτσι μπροστά στην τάξη. |
πρόθυμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Michelle acconsentì prontamente ad aiutare. Η Μισέλ συμφώνησε πρόθυμα να βοηθήσει. |
μόλις
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tim era un brillante imprenditore, aveva appena vent'anni quando ha guadagnato il suo primo milione. Ο Τιμ ήταν εξαιρετικός επιχειρηματίας. Ήταν με το ζόρι είκοσι χρονών όταν έβγαλε το πρώτο του εκατομμύριο. |
στο περίπου, πάνω - κάτω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Sul mio albero ci sono approssimativamente quattro dozzine di mele.
I costi di costruzione della tua casa saranno approssimativamente di 100.000 dollari. Υπάρχουν περίπου (or: πάνω-κάτω) τέσσερις δωδεκάδες μήλα στο δέντρο μου. Το κόστος για να χτίσεις το σπίτι σου θα είναι 100.000 δολάρια, στο περίπου. |
πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά(figurato) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Charles non vivrebbe mai all'estero, è proprio inglese dentro! |
προ Χριστού(avanti era volgare) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ή/καιcongiunzione (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
τι είναι(abbr. di what is) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cos'è quell'odore? |
άνω-κάτω(καθομιλουμένη, μτφ) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Όταν πέθανε ο πατέρας της εκείνη ήταν άνω κάτω. |
Τι παίζει;, Τι τρέχει;(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν δουλεύει καθόλου και τώρα ορίστηκε διευθύντριά μας. Πώς έγινε αυτό; |
υπάρχειverbo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'è una banca dall'altra parte della strada. Ακριβώς απέναντι υπάρχει μια τράπεζα. |
γραφή και ανάγνωση(αυτό που διδάσκω) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il tasso di alfabetismo negli Stati Uniti non è cambiato negli ultimi dieci anni. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Ριάννα διδάσκει γραφή και ανάγνωση σε παιδιά με ειδικές ανάγκες. |
άτομο που επιστρέφει στο εκπαιδευτικό σύστημα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αναμεταδότης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εφοδιαστική αλυσίδα(merci, commercio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Basta uno sciopero dei camionisti per interrompere tutta la filiera. Μια απεργία των φορτηγατζήδων φτάνει για να σπάσει την εφοδιαστική αλυσίδα. |
προστατευτική και στοργική συμπεριφορά(psicologia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ηλεκτρονική μάθησηsostantivo maschile |
Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων(Food and Drug Administration) (των ΗΠΑ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Υπουργείο Μεταφορών(abbreviazione) (των ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ΟΟΣΑ, Ο.Ο.Σ.Α.(συντομογραφία) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του è στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του è
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.