Τι σημαίνει το dura στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dura στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dura στο Ιταλικό.

Η λέξη dura στο Ιταλικό σημαίνει διαρκώ, κρατάω, αντέχω, κρατάω, φτάνω, αρκώ, επαρκώ, αντέχω, φτάνω, διάρκεια, διαρκώ, επαρκώ, αντέχω, ζωή, όφελος, σκληρός, σκληρός, σκληραγωγημένος, άσπλαχνος, άκαρδος, σκληρός, ανάλγητος, ασυγκίνητος, δριμύς, σκληρός, κακοτράχαλος, σκληρός, σκληρός, σκληρός, σκληρός, τραχύς, σκληρός, άπονος, άκαρδος, άθραυστος, σκληρός, άκαρδος, άπονος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, στητός, σκληρός, σκληρός, τραχύς, τραμπούκος, σκληρός, βασανιστικός, αμαζόνα, δύσκολος, απαιτητικός, σκληρός, σκληρός, πέτρινος, σκληρός, δύσκολος, φτωχικός, φτωχός, σφικτός, αυστηρός, σκληρός, σκληρόκαρδος, σκληρός, ξεραίνομαι, σκληρός, συμπυκνωμένος, συμπιεσμένος, που μαγκώνει, καυστικός, δριμύς, σοβαρός, κουραστικός, κουραστικός, κοπιαστικός, αδυσώπητος, ανελέητος, κοπιαστικός, κουραστικός, αγροίκος, σκληρό καρύδι, γεφυρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dura

διαρκώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il discorso è durato trenta minuti.
Η ομιλία συνεχίστηκε για τριάντα λεπτά.

κρατάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il tempo piovoso è durato per dieci giorni di seguito.
Ο βροχερός καιρός διήρκεσε δέκα συνεχόμενες μέρες.

αντέχω, κρατάω

verbo intransitivo (μτφ: αντέχω στη φθορά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questa camicia ti durerà anni, è fatta così bene.
Αυτό το πουκάμισο θα αντέξει (or: κρατήσει) χρόνια, είναι πολύ καλοφτιαγμένο.

φτάνω, αρκώ, επαρκώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le scorte di cibo dovrebbero bastarci per due settimane.
Τα τρόφιμα θα πρέπει να μας φτάσουν για δύο εβδομάδες.

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non sono sicuro se riuscirò a resistere fino alla fine della giornata di lavoro. Potrei addormentarmi prima.
Δεν είμαι σίγουρος αν θα αντέξω μέχρι το τέλος της μέρας. Μπορεί να με πάρει ο ύπνος μέχρι τότε.

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le scorte di mangime non dureranno fino a Natale; bisogna ordinarne ancora.
Δεν πιστεύω να φτάσει η ζωοτροφή μέχρι τα Χριστούγεννα, πρέπει να παραγγείλουμε κι άλλη.

διάρκεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il film dura tre ore.
Η ταινία διαρκεί (or: κρατάει) τρεις ώρες.

διαρκώ

(continuare a essere attivo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il programma dura due anni

επαρκώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ζωή

(durata) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha ancora molta vita davanti a sé questo cappotto.
Αυτό το χειμωνιάτικο μπουφάν έχει πολλά ψωμιά ακόμα.

όφελος

(di utilizzo) (από τη μεγάλη χρήση ενός πράγματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν υπάρχει ουσία στα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης.

σκληρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Appoggia la scala su una superficie rigida.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το κρεβάτι έχει σκληρό στρώμα.

σκληρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La bistecca era troppo dura.
Η μπριζόλα ήταν πολύ σκληρή.

σκληραγωγημένος

(figurato)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

άσπλαχνος, άκαρδος, σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανάλγητος, ασυγκίνητος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non aspettarti simpatia da lui, è un tipo duro.

δριμύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli inverni duri rendono il Maine un posto difficile in cui vivere.
Οι δριμείς χειμώνες καθιστούν το Μέιν ένα δύσκολο μέρος να ζήσει κανείς.

σκληρός

(acqua) (νερό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Emily fece una brutta faccia al sapore duro dell'acqua.

κακοτράχαλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo percorso è davvero duro, tra rocce e macigni.

σκληρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρός

aggettivo (nelle parole)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sua ragazza ha avuto parole dure per lui quando ha saputo dei suoi progetti.

σκληρός

(figurato: persona) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρός, τραχύς

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'anziana signora aveva un aspetto coriaceo per aver trascorso troppo tempo al sole.

σκληρός, άπονος, άκαρδος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άθραυστος

(formale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκληρός, άκαρδος, άπονος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος

(λόγια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È stato un commento davvero insensibile verso una persona in difficoltà.

στητός

(formale: capezzolo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il freddo aveva reso i capezzoli di Kevin duri in modo disagevole.

σκληρός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La squadra locale ha affrontato un'agguerrita competizione quando ha giocato contro quella in testa al campionato.
Η τοπική ομάδα αντιμετώπισε σκληρό ανταγωνισμό, όταν έπαιξε με τους πρωταθλητές.

σκληρός, τραχύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La tua voce è molto stridula quando parli di cose che ti fanno infuriare.

τραμπούκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
C'erano alcuni malviventi all'angolo della strada.

σκληρός

aggettivo (nei modi) (τρόποι: κακός, συμπεριφορά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È stata abbastanza dura con i bambini. Dovrebbe essere più gentile con loro.
Ήταν πολύ σκληρή με τα παιδιά. Θα έπρεπε να τους φέρεται καλύτερα.

βασανιστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il duro allenamento del corso lasciò Mary dolorante per giorni.

αμαζόνα

aggettivo (figurato: donna) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δύσκολος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questi sono tempi duri per una squadra che ha appena perso l'allenatore e i giocatori migliori. Le persone si preoccupano dell'abilità del governo di trattare queste situazioni difficili.
Αυτές είναι δύσκολες στιγμές για μια ομάδα που μόλις έχασε τον προπονητή και τον καλύτερό της παίκτη.

απαιτητικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Essere a capo di un paese è un compito arduo.
Το να είσαι αρχηγός μιας χώρας είναι μια απαιτητική δουλειά.

σκληρός

sostantivo maschile (figurato: uomo coraggioso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vuole che tutti lo considerino un duro.

σκληρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il letto era duro, ma comodo.
Το κρεβάτι ήταν σκληρό, αλλά άνετο.

πέτρινος

(μεταφορικά, λόγιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Timothy ha dato ai bambini rumorosi una dura occhiata.

σκληρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il paziente presenta un foruncolo duro sul gomito.
Η ασθενής έχει ένα τυλώδες σημείο στον αγκώνα της.

δύσκολος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho passato momenti molto duri all'università.
Το πανεπιστήμιο ήταν πολύ δύσκολη εποχή για μένα.

φτωχικός, φτωχός

(figurato: difficile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questi sono tempi duri per molte persone: i prezzi salgono e i redditi diminuiscono.
Αυτά τα χρόνια είναι φτωχικά για πολλούς ανθρώπους, καθώς οι τιμές αυξάνονται και οι μισθοί πέφτουν.

σφικτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Frustare le uova fino a quando non diventano dure.
Χτύπα τα ασπράδια του αβγού μέχρι να γίνουν σφικτά.

αυστηρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli ha lanciato uno sguardo duro.

σκληρός, σκληρόκαρδος

(figurato: insensibile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η ηλικιωμένη γυναίκα σπάνια εκδήλωνε συναισθήματα και ο κόσμος τη θεωρούσε σκληρόκαρδη.

σκληρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sua faccia ha i lineamenti duri.

ξεραίνομαι

aggettivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ellen ha usato il pane del giorno prima per preparare il pane grattugiato.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν σου φαίνεται ξερό (or: ξεραμένο) το ψωμί, μπορείς να το βουτήξεις στο γάλα σου.

σκληρός

aggettivo (fonetica) (τρόπος προφοράς)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dovresti pronunciare questa parola con la "c" dura e non con quella dolce.

συμπυκνωμένος, συμπιεσμένος

(neve)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La neve compatta forniva una superficie liscia su cui sciare.

που μαγκώνει

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questa maniglia è inceppata, è difficile aprire la porta.

καυστικός, δριμύς

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σοβαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Josh soffriva di una grave influenza e era dovuto andare a casa.
Ο Τζος είχε άσχημη γρίπη και έπρεπε να πάει σπίτι.

κουραστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non iniziare subito con esercizi pesanti dopo la tua malattia.
Μην αρχίσεις με κουραστική άσκηση αμέσως μετά την ασθένειά σου.

κουραστικός, κοπιαστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nostra escursione, salendo lungo il ripido sentiero di montagna sotto al sole cocente, è stata faticosa.

αδυσώπητος, ανελέητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le dure condizioni dell'Antartico mettono a dura prova qualunque esploratore.

κοπιαστικός, κουραστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγροίκος

(informale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκληρό καρύδι

(colloquiale) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mia madre è una tosta: si è laureata crescendo quattro figli e lavorando part-time come cameriera.

γεφυρώνω

(come intervallo di tempo) (χορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sua lunga attività da allenatore ha coperto tre generazioni.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dura στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.