Τι σημαίνει το combattere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης combattere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του combattere στο Ιταλικό.
Η λέξη combattere στο Ιταλικό σημαίνει πολεμάω, πολεμώ, πολεμάω, πολεμώ, παλεύω, μάχομαι, αντιμάχομαι, πολεμάω, καταπολεμώ, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, παλεύω, παίρνω μέρος, πολεμώ, παλεύω, αντιμετωπίζω, πολεμάω, πολεμώ, περιορίζω, πολεμάω, πολεμώ, εν μέσω, παλεύω με κτ, αγωνίζομαι με νύχια και με δόντια, υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα, κτ είναι χαμένος κόπος, κτ είναι άδικος κόπος, πολεμώ για τη χώρα μου, πολεμώ για την πατρίδα μου, αγωνίζομαι για να επιτύχω κτ, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, είμαι έτοιμος για καβγά, αντιμετωπίζω, πολεμώ, πολεμάω, μάχομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, συγκρούομαι, παλεύω με κτ/κπ, αντιτίθεμαι σε κπ, παλεύω, κάνω εκστρατεία, κάνω καμπάνια, κάνω εκστρατεία ενάντια σε κτ, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, διεκδικώ, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, παλεύω, αγωνίζομαι, αντιμετωπίζω, κόβω, μπλοκάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης combattere
πολεμάω, πολεμώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hanno combattuto laggiù per due settimane e hanno distrutto gran parte della città. Πολέμησαν εκεί για δύο εβδομάδες εκεί και κατέστρεψαν μεγάλο μέρος της πόλης. |
πολεμάω, πολεμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno combattuto contro il nemico per due settimane. Πολεμούσαν τον εχθρό για δύο εβδομάδες. |
παλεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha dovuto combattere il suo aggressore con un bastone. Χρειάστηκε να απωθήσει τον επιτιθέμενο με ένα ξύλο. |
μάχομαι, αντιμάχομαι, πολεμάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stiamo combattendo l'opposizione da parte della stampa ostile. |
καταπολεμώverbo transitivo o transitivo pronominale (infezione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I medici si stanno rendendo conto che per combattere la sinusite i farmaci da soli non bastano. Οι γιατροί συνειδητοποιούν ότι η φαρμακευτική αγωγή από μόνη της δεν φτάνει για να καταπολεμηθεί επιτυχώς η ιγμορίτιδα. |
παλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I due hanno combattuto con i coltelli per dieci minuti. Οι δυο τους πάλεψαν με μαχαίρια για δέκα λεπτά. |
αγωνίζομαιverbo intransitivo (pugilato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Combatteranno per il campionato pesi massimi. |
παλεύωverbo intransitivo (per difendersi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mark stava combattendo per liberarsi dalle guardie. |
παλεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hanno combattuto coraggiosamente il nemico. |
παίρνω μέροςverbo transitivo o transitivo pronominale (una battaglia) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I soldati hanno combattuto una battaglia. Οι στρατιώτες πήραν μέρος σε μια μάχη. |
πολεμώ(στρατιωτική μάχη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hanno cominciato a combattere all'alba e la battaglia è durata tutto il giorno. Άρχισαν να μάχονται την αυγή και η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα. |
παλεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha combattuto sul ring per dodici anni prima di diventare un attore. |
αντιμετωπίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Scott capì che era impossibile combattere con quella bufera. Για τον Σκοτ ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσει τη χιονοθύελλα. |
πολεμάω, πολεμώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le due famiglie lottano da decenni. Οι δυο οικογένειες μάχονται εδώ και δεκαετίες. |
περιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I medici hanno tentato di contenere la malattia. |
πολεμάω, πολεμώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sta lottando contro il cancro. Αγωνίζεται κατά του καρκίνου. |
εν μέσω(με γενική) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
παλεύω με κτverbo intransitivo Ha combattuto con il cancro al polmone per anni prima di morire. |
αγωνίζομαι με νύχια και με δόντιαverbo intransitivo (idiomatico) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Combatterò con le unghie e con i denti pur di diventare un attore famoso. |
υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κτ είναι χαμένος κόπος, κτ είναι άδικος κόπος(figurativo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il sindacato sta combattendo una battaglia persa; l'amministrazione esternalizzerà i loro posti di lavoro. Ο αγώνας του συνδικάτου είναι άδικος κόπος. Η διοίκηση θα αναθέσει τη δουλειά τους σε εξωτερικούς συνεργάτες. |
πολεμώ για τη χώρα μου, πολεμώ για την πατρίδα μουverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγωνίζομαι για να επιτύχω κτ(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά(μεταφορικά: με γενική) Ha lottato invano contro la chiusura della fabbrica. |
είμαι έτοιμος για καβγάverbo riflessivo o intransitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Neil non aveva intenzione di affrontare il proprio capo per discutere la questione. Ο Νηλ δίσταζε να έρθει αντιμέτωπος με τον προϊστάμενό του για το πρόβλημα. |
πολεμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πολεμάω, μάχομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mio nonno combattè per il suo paese durante la Seconda Guerra Mondiale. |
παλεύω, αγωνίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il lottatore di wrestling ha combattuto contro il suo avversario. |
πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά(μεταφορικά: με γενική) Ed Miliband ha combattuto contro suo fratello David per ottenere la guida del partito laburista. |
συγκρούομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli eserciti russo e tedesco si scontrarono nella battaglia di Tannenberg. Τα ρωσικά και γερμανικά στρατεύματα συγκρούστηκαν στη μάχη του Τάνενμπεργκ. |
παλεύω με κτ/κπverbo intransitivo Irene ha lottato contro la sua dipendenza dall'alcol per molti anni. |
αντιτίθεμαι σε κπverbo intransitivo (per vie legali) |
παλεύωverbo intransitivo (figurato: fisicamente) (μεταφορικά: με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jack ha combattuto con la bottiglia di succo per diversi minuti, ma non c'era verso di togliere il tappo. Ο Τζακ πάλευε για αρκετά λεπτά με το μπουκάλι του χυμού αλλά το καπάκι δεν έλεγε να βγει. |
κάνω εκστρατεία, κάνω καμπάνια(figurato) |
κάνω εκστρατεία ενάντια σε κτ(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lei combatte sempre contro le ingiustizie, ovunque ne trovi. |
παλεύω, αγωνίζομαιverbo intransitivo (anche figurato) (για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Bisogna lottare per i propri diritti. |
παλεύω, αγωνίζομαιverbo intransitivo (ενάντια σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha lottato contro le nuove disposizioni. |
διεκδικώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Annie lottò per aggiudicarsi una porzione più grossa di carne dato che era certa che la sorella ne avesse avuta più di lei. |
αντιστέκομαι σε κτ/κπ(figurato) |
παλεύω, αγωνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa sera Lewis combatterà contro Holyfield. |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Combatte contro i suoi avversari con grande stile. |
κόβω, μπλοκάρω(pugilato) (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Frazier ha combattuto contro Ali per il titolo pesi massimi. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του combattere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του combattere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.