Τι σημαίνει το gettare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gettare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gettare στο Ιταλικό.
Η λέξη gettare στο Ιταλικό σημαίνει ρίχνω κτ κάτω, ρίχνω, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, πετάω, ρίχνω, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, ρίχνω, στήνω, βάζω, ρίχνω, πετάω, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, πετώ, πετώ, πετάω, ξεφορτώνομαι, πετάω, πετώ, γυρίζω, πετάω, ρίχνω, ξεφορτώνομαι, πετάω, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, ρίχνω, πετάω, πετώ, χάνω, πετάω, πετάω, πετώ, ρίχνω, αποσύρω, θάβω, ΜΗΝ ΠΕΤΑΤΕ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ, ρίχνω λάδι στην φωτιά, επισκιάζω, προετοιμάζω το έδαφος, θέτω τις βάσεις/τα θεμέλια, παραδέχομαι την ήττα μου, διασύρω, ρίχνω κπ στο στόμα του λύκου, ρίχνω λάδι στη φωτιά, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, κάνω το πρώτο βήμα, πετάω, ρίχνω, επισκιάζω, προκαλώ χάος, πετάω, πετώ, φυλακίζω, βάζω στην φυλακή, απορρίπτω,εγκαταλείπω,παρατάω, σπαταλαώ, χαραμίζω, κάνω προεργασία, προκαλώ χάος σε κτ, παίζω κτ κορώνα γράμματα, κοιτάζω, κοιτάω, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω σκουπίδια σε κτ, πετάω σκουπίδια σε κτ, πανικοβάλλω, ντροπιάζω, ρίχνω, πετάω, ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτ, σπιλώνω, πετάω στα σκουπίδια, πετάω, πετώ, τρώω, πετάω, χαλάω, δημιουργώ κτ σε κτ, προκαλώ κτ σε κτ, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gettare
ρίχνω κτ κάτωverbo transitivo o transitivo pronominale (verso il basso) |
ρίχνω, πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andie ha gettato la rete nell'acqua. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έριξε (or: Πέταξε) το δίχτυ σε μεγάλη έκταση. |
πετάω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se fossi in te butterei via quelle vecchie scarpe: cominciano a puzzare. Αν ήμουν εσύ, θα πετούσα αυτά τα παλιά παπούτσια. Αρχίζουν να μυρίζουν. |
πετάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti buttare via quell'orrenda macchina vecchia. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È stato gettato a terra quando l'altro sciatore lo ha urtato. |
πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Odio quel vaso orrendo; penso che dovremmo buttarlo via. |
πετάω, πετώ, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Τρέβορ προσπάθησε να πετάξει μια πέτρα στο δέντρο, αλλά αστόχησε. |
στήνω, βάζω(edilizia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È arrivata la ditta appaltatrice a posare le fondamenta dell'edificio. Οι εργολάβοι ήρθαν για να ρίξουν τα θεμέλια του κτηρίου. |
ρίχνω, πετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) sbrigati a lanciare la palla! Βιάσου και ρίξε την μπάλα! |
πετάω, πετώ(στα σκουπίδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πετάξαμε κάποια παλιά ρούχα. |
πετάω, πετώ, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan ha lanciato con rabbia il computer rotto giù per le scale. Ο Νταν εκσφενδόνισε θυμωμένα τον χαλασμένο υπολογιστή στις σκάλες. |
ρίχνω, πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jacob lanciò la palla a Pippa. Ο Τζέικομπ πέταξε την μπάλα στην Πίπα. |
πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo il funerale, avevamo un sacco di roba di cui disfarci. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά την κηδεία έχουμε να πετάξουμε ένα κάρο πράγματα από το σπίτι. |
πετάω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γυρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (στον αέρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim ha lanciato il pancake nella padella. Ο Τζιμ γύρισε την τηγανίτα στο τηγάνι. |
πετάω, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (με κόπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate ha gettato il vecchio divano nel cassonetto. Η Κέιτ πέταξε με κόπο τον παλιό καναπέ στον κάδο απορριμάτων. |
ξεφορτώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mio zaino era troppo pesante, così ho buttato delle provviste. Το σακίδιό μου ήταν πολύ βαρύ, έτσι ξεφορτώθηκα κάποιες προμήθειες. |
πετάω(κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È proibito buttare oggetti dai finestrini. |
πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (rifiuti) (στα σκουπίδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Angela ha gettato il vecchio frigo quando ne ha preso uno nuovo. Η Άντζελα πέταξε το παλιό της ψυγείο όταν πήρε καινούριο. |
πετάω, πετώ(στα σκουπίδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pensi che questo latte sia ancora buono? No, faresti meglio a buttarlo via. Πιστεύεις ότι αυτό το γάλα είναι ακόμη καλό; Όχι, καλύτερα να το πετάξεις. |
ρίχνω, πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom ha lanciato il sasso nella fontana. Ο Τομ έριξε την πέτρα στο συντριβάνι. |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non perdete questa fantastica opportunità di risparmiare dei soldi! Μη χάσετε αυτήν την φανταστική ευκαιρία να εξοικονομήσετε χρήματα! |
πετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vincent ha buttato via la sua vecchia bici e ne ha presa una nuova. |
πετάω, πετώ, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Butta quelle scartoffie sulla mia scrivania. |
αποσύρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi arrendo. Hai ragione tu. |
θάβω(i rifiuti) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Άρχισαν να θάβουν τα απορρίμματα όταν η ρίψη στη θάλασσα θεωρήθηκε απαράδεκτη. |
ΜΗΝ ΠΕΤΑΤΕ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ(cartello divieto) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω λάδι στην φωτιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gridare agli alunni arrabbiati non fa che gettare ulteriore benzina sul fuoco. |
επισκιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La morte di Mark ha gettato un'ombra sull'intero accaduto. |
προετοιμάζω το έδαφος(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La connivenza di Zack ha gettato le basi per la rovina di Virginia. |
θέτω τις βάσεις/τα θεμέλιαverbo transitivo o transitivo pronominale (letterale) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per poter costruire una casa, per prima cosa bisogna gettare le fondamenta. |
παραδέχομαι την ήττα μουverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David sapeva di aver perso l'incontro ma si rifiutava di gettare la spugna. |
διασύρωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: denigrare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giornalista fazioso ha gettato fango sul nome del senatore. |
ρίχνω κπ στο στόμα του λύκου(idiomatico) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω λάδι στη φωτιάverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: stuzzicare) (μεταφορικά) |
ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά(σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω το πρώτο βήμα(figurato: ottenere un primo successo) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πετάω, ρίχνω(nautica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'equipaggio scaricò in mare parte del carico mentre l'aereo perdeva quota. |
επισκιάζω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκαλώ χάος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate ha deciso che era ora di buttare via le sue vecchie scarpe da corsa e di comprarne di nuove. Η Κέιτ αποφάσισε ότι ήταν καιρός να πετάξει τα παλιά της αθλητικά παπούτσια και να πάρει καινούρια. |
φυλακίζω, βάζω στην φυλακήverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È stato sbattuto in galera per aver derubato un negozio di alimentari. |
απορρίπτω,εγκαταλείπω,παρατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: abbandonare) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Con la sua ambizione al successo usa le persone e poi le getta via quando non possono esserle più utili. |
σπαταλαώ, χαραμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non puoi continuare a sprecare il tuo tempo e sperare di concludere qualcosa. |
κάνω προεργασίαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le ricerche per la mia tesi hanno gettato le basi per il mio primo libro. Una buona educazione può gettare le fondamenta per una vita di successo. |
προκαλώ χάος σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli uragani hanno portato scompiglio sulle zone costiere. |
παίζω κτ κορώνα γράμματαverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοιτάζω, κοιτάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non poteva evitare di dare un'occhiata all'orologio ogni cinque minuti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν σταματούσε να ρίχνει ματιές στο ρολόι κάθε πέντε λεπτά. |
ρίχνω, πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Janet scagliò il piatto contro il muro. Η Τζάνετ έριξε το πιάτο στον τοίχο. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'attivista politico fu sbattuto in prigione. |
ρίχνω σκουπίδια σε κτ, πετάω σκουπίδια σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quelli che gettano i rifiuti per terra mi fanno veramente arrabbiare. Όσοι ρίχνουν σκουπίδια στο πεζοδρόμιο με εκνευρίζουν πραγματικά. |
πανικοβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La vista della polizia ha gettato Jeremy nel panico. Η θέα της αστυνομίας πανικόβαλλε τον Τζέρεμι. |
ντροπιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le sue azioni hanno gettato la famiglia nella vergogna. |
ρίχνω, πετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (για να φύγει με το καζανάκι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non gettare troppa carta igienica nel gabinetto o rischi di tapparlo! Μην ρίχνεις τόσο πολύ χαρτί στην τουαλέτα, θα τη βουλώσεις! |
ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I passeggeri del treno non devono gettare immondizia fuori dal finestrino. |
σπιλώνω(figurato) (φήμη, όνομα κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il partito di opposizione stava chiaramente cercando di gettare fango sul primo ministro. |
πετάω στα σκουπίδιαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Helen buttò via le vecchie scarpe da ginnastica perché avevano dei buchi. |
πετάω, πετώ(στα σκουπίδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La maglietta sembrava malconcia, quindi Amanda la buttò via. |
τρώω, πετάω, χαλάω(denaro) (μτφ, καθομ: σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sophie ha sperperato tutti i suoi soldi per un vestito nuovo. |
δημιουργώ κτ σε κτ, προκαλώ κτ σε κτ
La procedura è precipitata nel caos quando il direttore ha cambiato idea. |
πετάω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gettare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του gettare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.