Τι σημαίνει το estrarre στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estrarre στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estrarre στο Ιταλικό.

Η λέξη estrarre στο Ιταλικό σημαίνει εξάγω, εξάγω, βγάζω, αποσπώ,εκμαιεύω, ξεθάβω, απομακρύνω, εξάγω, ανακαλύπτω, βρίσκω, εξορύσσω, βγάζω, αφαιρώ, βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω, τραβάω, βγάζω κτ τραβώντας το, εξορύσσω, τράβηγμα, τραβάω όπλο, τραβάω κλήρο, τραβάω, τραβώ, αφαιρώ, συλλέγω, αντλώ, εξάγω, σκάβω, βγάζω, βγάζω, ξεθάβω, εξαλείφω, απομακρύνω, βγάζω κτ από κτ, σκάβω, αντλώ κτ από κτ, τραβάω, τραβώ, βγάζω, ξεπετάω, βγάζω κτ ξαφνικά, πιέζω κτ να βγει από κάπου, αποσυμπιέζω, αφαιρώ, απομακρύνω, βγάζω, τραβάω, τραβώ, βγάζω, οδηγώ, μεταφέρω, διοχετεύω, στύβω, τραβάω απότομα, εργαλείο για αφαίρεση ψίχας ξηρού καρπού, τραβάω όπλο, βγάζω όπλο, βγάλτε γρήγορα, απομακρύνετε γρήγορα, τραβάω πιστολι γρηγορότερα, τραβάω κλήρο, αποσπώ κτ από κτ, αφαιρώ προσεκτικά, ξεκαθαρίζω, κόλπο όπου μάγος τραβά κάτι μέσα από καπέλο, αποσπώ κτ από κτ, αφαιρώ, στύβω, στείβω, αντλώ τον χυμό από κτ, παίρνω τον χυμό από κτ, τραβάω τον χυμό από κτ, κάνω γεώτρηση, τρυπάω, τρυπώ, βγάζω κτ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estrarre

εξάγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al dentista bastarono pochi secondi per estrarre il dente.
Ο οδοντογιατρός χρειάστηκε λίγο μόνο δευτερόλεπτα για να αφαιρέσει το δόντι.

εξάγω, βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσπώ,εκμαιεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεθάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (από τη γη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Inizia a trapiantare l'albero estraendo tutte le sue radici.
Ξεκίνα να μεταφυτεύεις το δέντρο ξεθάβωντας ολόκληρη τη μπάλα της ρίζας.

απομακρύνω, εξάγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακαλύπτω, βρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale (scavando) (μέσω ανασκαφής)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dottor Edwards è famoso per aver estratto il primo scheletro di dinosauro in questa zona.

εξορύσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (di miniera)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω, αφαιρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (formale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina ha estratto tutto il vecchio circuito elettrico dalla casa e ha fatto installare un impianto elettrico nuovo.
Η Τίνα αφαίρεσε όλες τις παλιές καλωδιώσεις του σπιτιού της και τοποθέτησε νέες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.

βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aveva un dente malato che andava estratto.
Είχε ένα χαλασμένο δόντι, το οποίο έπρεπε να αφαιρέσει.

τραβάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (un'arma)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il cowboy ha estratto la pistola per dimostrare che non scherzava.
Ο καουμπόι τράβηξε το όπλο του για να δείξει ότι μιλούσε σοβαρά.

βγάζω κτ τραβώντας το

εξορύσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Da quella montagna hanno estratto oro.
Εξόρυξαν χρυσό από εκείνο το βουνό.

τράβηγμα

verbo transitivo o transitivo pronominale (όπλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il cowboy ha estratto velocemente la pistola e ha sparato per primo all'altro cowboy.

τραβάω όπλο

verbo transitivo o transitivo pronominale (un'arma)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il cowboy ha estratto velocemente la pistola.

τραβάω κλήρο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estraiamo da un cappello per vedere chi farà parte di quale squadra.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estraiamo i bastoncini per vedere chi deve andare. Vincono i bastoncini più lunghi.

αφαιρώ, συλλέγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'allevatore di serpenti ha estratto il veleno dal cobra.
Ο γητευτής αφαίρεσε (or: έβγαλε) από την κόμπρα το δηλητήριό της.

αντλώ, εξάγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I contadini hanno il diritto di estrarre l'acqua dal pozzo.

σκάβω, βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I minatori estraggono carbone qui da decenni.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (denti)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi hanno appena estratto un dente, e mi fa male.
Μόλις έβγαλα ένα δόντι και πονάω.

ξεθάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli archeologi hanno estratto una grande quantità di monete romane dal terreno di un agricoltore.

εξαλείφω, απομακρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω κτ από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

La segretaria ha estratto il fascicolo dall'armadietto.
Η γραμματέας έβγαλε τον φάκελο από το ντουλάπι.

σκάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (έμφαση στη διαδικασία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nel diciottesimo secolo i minatori usavano picconi e palanchini per estrarre la roccia dalle cave.
Τον 18ο αιώνα, οι εργάτες των λατομείων χρησιμοποιούσαν αξίνες και λοστούς για να βγάλουν πέτρες.

αντλώ κτ από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

I dati sono estratti da articoli giornalistici online.

τραβάω, τραβώ

(carte da gioco) (χαρτί τράπουλας, φύλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha preso una carta dalla cima del mazzo.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dentista rimosse il dente cariato.

ξεπετάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vigile ha tirato fuori il suo blocchetto e mi ha fatto una multa per divieto di sosta.

βγάζω κτ ξαφνικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il prestigiatore tirò fuori un coniglio dal cappello.
Ο ταχυδακτυλουργός έβγαλε ξαφνικά ένα κουνέλι από το καπέλο του.

πιέζω κτ να βγει από κάπου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom ha spremuto l'ultimo residuo di dentifricio dal tubetto.
Ο Τομ πίεσε το σωληνάριο της οδοντόκρεμας, για να βγει και η ελάχιστη ποσότητα που είχε απομείνει.

αποσυμπιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informatica: file compressi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Decomprimete il file dopo averlo scaricato.

αφαιρώ, απομακρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo che i pulitori ebbero rimosso la macchia di vino, la poltrona tornò a sembrare nuova.
Μόλις το συνεργείο καθαρισμού απομάκρυνε (or: αφαίρεσε) τον λεκέ του κρασιού, ο καναπές έδειχνε και πάλι σαν καινούριος.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Doug ha dovuto togliere le spine dai pantaloni.
Ο Νταγκ έπρεπε να βγάλει αγκάθια από το παντελόνι του.

τραβάω, τραβώ, βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (armi) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I poliziotto ha puntato la pistola contro il ladro.

οδηγώ, μεταφέρω, διοχετεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La cappa aspirante fa fuoriuscire gli odori e il grasso dalla cucina.

στύβω

(λεμόνια, πορτοκάλια κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dana ha iniziato a spremere frutta e verdura perché ha sentito che è salutare.
Η Ντάνα άρχισε να αποχυμώνει φρούτα και λαχανικά γιατί άκουσε πως είναι υγιεινό.

τραβάω απότομα

Rachel strattonò la porta, ma questa non si muoveva.

εργαλείο για αφαίρεση ψίχας ξηρού καρπού

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τραβάω όπλο, βγάζω όπλο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάλτε γρήγορα, απομακρύνετε γρήγορα

verbo transitivo o transitivo pronominale (istruzioni)

τραβάω πιστολι γρηγορότερα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τραβάω κλήρο

αποσπώ κτ από κτ

(con difficoltà o fatica) (με δυσκολία)

I ladri tolsero di mano il portafoglio a Bill.

αφαιρώ προσεκτικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Doris ha estratto delicatamente il tappo dalla bottiglia di vino.

ξεκαθαρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (scavando) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno dovuto tirare fuori la barca dal fango lasciato dall'alluvione.

κόλπο όπου μάγος τραβά κάτι μέσα από καπέλο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All'ultimo momento il mago ha stupito tutti estraendo il coniglio dal cilindro.

αποσπώ κτ από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (con difficoltà) (με δυσκολία)

αφαιρώ

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha tolto il tegame dal forno.
Έβγαλε το ταψί από τον φούρνο.

στύβω, στείβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (succo di frutta) (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alice estrasse il succo dai limoni in una ciotola.
Η Άλις έστειψε τον χυμό από τα λεμόνια μέσα σε ένα μπολ.

αντλώ τον χυμό από κτ, παίρνω τον χυμό από κτ, τραβάω τον χυμό από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane estrasse la linfa dal tronco.
Η Τζέιν άντλησε τον χυμό από τον κορμό.

κάνω γεώτρηση

verbo transitivo o transitivo pronominale (petrolio, ecc.) (για να βρω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'azienda progetta di iniziare a trivellare per l'estrazione del petrolio in acque artiche.

τρυπάω, τρυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il chirurgo dell'albero incise il tronco per estrarre qualcosa dal grande acero.

βγάζω κτ από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Martha estrasse l'acqua dal pozzo.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estrarre στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.