Τι σημαίνει το tavolo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tavolo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tavolo στο Ιταλικό.
Η λέξη tavolo στο Ιταλικό σημαίνει τραπέζι, το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, γραφείο, πάγκος, κουζίνα, τραπέζι για πρωινό, σεπαρέ, στο τραπέζι, επιφάνεια τραπεζιού, τραπέζι εργασίας, επιτραπέζιο παιχνίδι, επιτραπέζιο ημερολόγιο, λάμπα γραφείου, τραπεζαρία, τραπέζι μπιλιάρδου, τραπέζι για χαρτοπαίγνιο, τραπέζι φαγητού, πτυσσόμενο γραφείο, τράπεζα σχεδίασης, τραπέζι κουζίνας, χειρουργικό τραπέζι, τραπέζι με ένα κεντρικό πόδι, τραπέζι ρουλέτας, αθλητής πινγκ-πονγκ, τραπέζι για πίκνικ, τραπέζι μπιλιάρδου, λάμπα, τραπέζι για air hockey, γραφείο για για ηλεκτρονικό υπολογιστή, τραπέζι του σνούκερ, τραπέζι, τραπέζι με πτυσσόμενα άκρα, κάθομαι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, πάγκος εργασίας, κάθομαι στο τραπέζι συναλλαγών/διαπραγματεύσεων, εστιατόριο που διαθέτει χώρο στον οποίο οι πελάτες μπορούν να καθίσουν να φάνε, πάγκος, μπουφές, κεντρικό τραπέζι, χειρουργικό τραπέζι, χειρουργικό κρεβάτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tavolo
τραπέζιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Per iscriverti alla conferenza devi andare a quel tavolo laggiù. Άφησε το ποτό στο τραπέζι δίπλα στον καναπέ. |
το τραπέζι των διαπραγματεύσεωνsostantivo maschile (figurato) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le due parti si sono sedute a un tavolo per negoziare un accordo di pace. |
γραφείο(έπιπλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il capo ha una grande scrivania nel suo ufficio. ΝΕW: Άφησα τις φωτοτυπίες πάνω στο γραφείο σου. |
πάγκοςsostantivo maschile (arredamento) (επίπεδη επιφάνεια) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Puoi compilare il modulo là al banco. Μπορείς να συμπληρώσεις τη φόρμα στον πάγκο εκεί κάτω. |
κουζίναsostantivo maschile (per mangiare in cucina) (σε χώρο εργασίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mangiamo quasi sempre sul tavolino della cucina. |
τραπέζι για πρωινόsostantivo maschile (in cucina, pensato per pasti veloci) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σεπαρέ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Al ristorante i bambini di solito preferiscono stare seduti nei separé anziché ai tavoli. |
στο τραπέζιlocuzione avverbiale (figurato: oggetto di discussione) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La proposta sul tavolo era stata fatta dal sig. Smith. // Mettiamo tutte le opzioni sul piatto. |
επιφάνεια τραπεζιούsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τραπέζι εργασίαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επιτραπέζιο παιχνίδιsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Abbiamo trascorso tutto il pomeriggio giocando con giochi da tavolo perché il tempo era bruttissimo. Μιας και ο καιρός ήταν πολύ κακός, περάσαμε όλο το απόγευμα παίζοντας επιτραπέζια. |
επιτραπέζιο ημερολόγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Roger ha preso nota dell'appuntamento sul suo calendario da tavolo. |
λάμπα γραφείου
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Angela accese la lampada da tavolo e ne regolò la posizione. |
τραπεζαρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il tavolo da pranzo è di un legno di buona qualità. |
τραπέζι μπιλιάρδουsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Finché Amanda restava sdraiata sul tavolo da biliardo, non poteva giocare nessuno. |
τραπέζι για χαρτοπαίγνιοsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Al tavolo da gioco è imbattibile. |
τραπέζι φαγητούsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mia madre mi diceva sempre di non grattarmi seduto al tavolo da pranzo. |
πτυσσόμενο γραφείοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Oggigiorno i disegni tecnici non si fanno più sul tecnigrafo ma sul computer. |
τράπεζα σχεδίασηςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τραπέζι κουζίναςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ricordo sempre con piacere le merende con i miei amici attorno al tavolo della cucina. |
χειρουργικό τραπέζιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mentre il chirurgo preparava gli strumenti, il paziente stava sdraiato sul tavolo operatorio. |
τραπέζι με ένα κεντρικό πόδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τραπέζι ρουλέταςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αθλητής πινγκ-πονγκsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τραπέζι για πίκνικsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τραπέζι μπιλιάρδουsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La sala giochi del pub ha un tavolo da biliardo, un bersaglio e un jukebox. |
λάμπαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il gatto si arrampicò sulla credenza e fece cadere la lampada da tavolo. |
τραπέζι για air hockeysostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γραφείο για για ηλεκτρονικό υπολογιστή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τραπέζι του σνούκερsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τραπέζιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τραπέζι με πτυσσόμενα άκρα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κάθομαι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων(aprire una trattativa) (μεταφορικά ή κυριολεκτικά: με κπ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nel 1993 gli israeliani si sedettero a un tavolo con l'OLP a Oslo; il trattato venne firmato a Washington. |
πάγκος εργασίαςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sul tavolo da lavoro del chimico c'erano un microscopio e un supporto con delle provette. |
κάθομαι στο τραπέζι συναλλαγών/διαπραγματεύσεωνverbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ci metteremo attorno a un tavolo per discutere le condizioni più avanti in settimana. |
εστιατόριο που διαθέτει χώρο στον οποίο οι πελάτες μπορούν να καθίσουν να φάνεlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Sono stufo di stare alla guida; fermiamoci in un ristorante con servizio al tavolo invece di comprare qualcosa take-away. |
πάγκοςsostantivo maschile (εργασίας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Papà è in garage ad aggiustare qualcosa sul suo banco da lavoro. Ο μπαμπάς είναι στο γκαράζ και φτιάχνει κάτι στον πάγκο του. |
μπουφέςsostantivo maschile (έπιπλο) (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) C'è un vaso portaombrelli accanto al tavolo del buffet. |
κεντρικό τραπέζιsostantivo maschile |
χειρουργικό τραπέζι, χειρουργικό κρεβάτιsostantivo maschile (ασθενής) Il patologo disse all'investigatore che avrebbe saputo di più quando avrebbe messo la vittima sul tavolo operatorio. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tavolo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του tavolo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.