Τι σημαίνει το responsabilità στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης responsabilità στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του responsabilità στο Ιταλικό.

Η λέξη responsabilità στο Ιταλικό σημαίνει ευθύνη, υποχρέωση, ευθύνη, λογοδοσία, έννοια, έγνοια, ευθύνη, υπεύθυνος, ευθύνη, υπευθυνότητα, ευθύνη, υπευθυνότητα, ευθύνη, φταίξιμο, ευθύνη, υπαιτιότητα, ευθύνη, βάρος, Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης, υπεύθυνα, υπό τον έλεγχο, που φέρει την ευθύνη, η τελική ευθύνη είναι του/της, δήλωση αποποίησης ευθύνης, αποποίηση ευθύνης, ατομικό καθήκον, δημόσιο καθήκον, ατομική ευθύνη, φορολογική υποχρέωση, εταιρική κοινωνική ευθύνη, συμφωνία περί ευθύνης, ευθύνη για μη συμμόρφωση, αστική ευθύνη γιατρού, αστική ευθύνη ιατρού, δήλωση αποποίησης ιατρικής ευθύνης, σύμφωνο αποδέσμευσης, αστική ευθύνη, νομική ευθύνη, ασφάλεια αστικής ευθύνης, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, που είναι ευθύνη του, που είναι καθήκον του, αποποιούμαι την εύθυνη, απαλλάσσω, αναλαμβάνω την ευθύνη, χρεώνομαι το φταίξιμο, είμαι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτων, παραδέχομαι ότι, αναλαμβάνω να κάνω κτ, ευσυνείδητα, οικονομική ευθύνη, παίρνω τον έλεγχο, ρίχνω αλλού την ευθύνη, Ε.Π.Ε., ασφάλιση ευθύνης, περιορισμένη ευθύνη, ευθύνη λόγω ελαττωµατικών προϊόντων, επιπολαιότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης responsabilità

ευθύνη, υποχρέωση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Prendersi cura del cane è una tua responsabilità.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η προστασία των παιδιών είναι καθήκον των γονέων.

ευθύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ogni persona capace di intendere ha responsabilità legale per le sue azioni.
Κάθε σώφρoν άτομο έχει νομική ευθύνη για τις δικές του ή τις δικές της πράξεις.

λογοδοσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'azienda ha un registro dettagliato degli acquisti ai fini della responsabilità.
Η εταιρεία κρατά λεπτομερή αρχεία όλων των αγορών χάριν λογοδοσίας.

έννοια, έγνοια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'auto è una mia responsabilità. Non devi preoccuparti di aggiustarla.

ευθύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non abuserà del ruolo di responsabilità che gli è stato assegnato.

υπεύθυνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il direttore ha la responsabilità (or: direzione) di due negozi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο διευθυντής έχει την ευθύνη δύο καταστημάτων.

ευθύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È abbastanza matura da prendersi le sue responsabilità.
Είναι πλέον αρκετά ώριμη για να αναλάβει ευθύνες.

υπευθυνότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha dimostrato la sua responsabilità facendo il lavoro senza che gli venisse chiesto.

ευθύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'auto è responsabilità tua.

υπευθυνότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Famoso per la sua responsabilità, gode della fiducia di insegnanti e studenti.

ευθύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Liz ha assunto la responsabilità del progetto.

φταίξιμο

sostantivo femminile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La responsabilità è di chi ha dato inizio a tutto questo.

ευθύνη, υπαιτιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La responsabilità per l'incidente aereo fu attribuita al pilota.
Η ευθύνη για το αεροπορικό δυστύχημα αποδόθηκε στον πιλότο.

ευθύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In molti condividevano la colpa dell'incidente.
Η ευθύνη για το ατύχημα βαραίνει πολλούς.

βάρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non portare molte valigie: sarà solo un peso quando viaggerai in treno.

Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης

(acronimo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπεύθυνα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mary guida responsabilmente e non commette mai infrazioni stradali.

υπό τον έλεγχο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που φέρει την ευθύνη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η τελική ευθύνη είναι του/της

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δήλωση αποποίησης ευθύνης, αποποίηση ευθύνης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il progettista ha mandato il suo lavoro con una dichiarazione di limitazione di responsabilità in cui c'era scritto che controllare e correggere eventuali errori nel documento prima della stampa era responsabilità del cliente.
Ο σχεδιαστής έστειλε το έργο του μαζί με μια δήλωση αποποίησης ευθύνης, όπου ανέφερε πως είναι ευθύνη του πελάτη να ελέγξει το έγγραφο και να διορθώσει τυχόν λάθη πριν την εκτύπωση.

ατομικό καθήκον, δημόσιο καθήκον

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ατομική ευθύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È responsabilità individuale prendersi cura del prossimo.

φορολογική υποχρέωση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εταιρική κοινωνική ευθύνη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συμφωνία περί ευθύνης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευθύνη για μη συμμόρφωση

sostantivo femminile (diritto)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αστική ευθύνη γιατρού, αστική ευθύνη ιατρού

sostantivo femminile (νομικός όρος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δήλωση αποποίησης ιατρικής ευθύνης

sostantivo maschile (νομική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύμφωνο αποδέσμευσης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αστική ευθύνη, νομική ευθύνη

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασφάλεια αστικής ευθύνης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εταιρεία περιορισμένης ευθύνης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που είναι ευθύνη του, που είναι καθήκον του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποποιούμαι την εύθυνη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαλλάσσω

(από βάρος, φορτίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλαμβάνω την ευθύνη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È stata una mia idea e quindi immagino di dovermene assumere la colpa.

χρεώνομαι το φταίξιμο

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτων

verbo (νομική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραδέχομαι ότι

verbo transitivo o transitivo pronominale (έκανα κάτι)

Nessuno ammise la responsabilità del furto, perciò il professore mise tutta la classe in punizione.

αναλαμβάνω να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
James si è incaricato di organizzare la festa.

ευσυνείδητα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οικονομική ευθύνη

sostantivo femminile (προς τρίτους)

Il padre ha la responsabilità finanziaria dei propri figli.

παίρνω τον έλεγχο

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω αλλού την ευθύνη

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ε.Π.Ε.

locuzione aggettivale (Società S.R.L.) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Paul ha fondato la sua ditta "Paul's Calls, società a responsabilità limitata" per cercare di sfruttare la sua grande abilità nel costruire richiami per uccelli.
Ο Πωλ ξεκίνησε την εταιρεία του, τα Κελαϊδίσματα του Πωλ Ε.Π.Ε., για να κερδίσει από την ικανότητά του να κάνει υπέροχα κελαϊδίσματα.

ασφάλιση ευθύνης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιορισμένη ευθύνη

sostantivo femminile

ευθύνη λόγω ελαττωµατικών προϊόντων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επιπολαιότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του responsabilità στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.