Τι σημαίνει το responsabile στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης responsabile στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του responsabile στο Ιταλικό.
Η λέξη responsabile στο Ιταλικό σημαίνει υπεύθυνος, υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνος, υπεύθυνος, υπεύθυνος, ένοχος, υπεύθυνος, που ευθύνεται, υπεύθυνος, υπεύθυνος, ένοχος, υπαίτιος, φταίχτης, υπεύθυνος, υπεύθυνος, υπόλογος, υπεύθυνος, υπεύθυνος, υπεύθυνος για κτ, υπεύθυνος, δράστης, δράστρια, υπεύθυνος για κτ, χειριστής, διαχειριστής, αρχι-, υπεύθυνος, υπαίτιος, υπόλογος, ένοχος, διευθυντής, διευθύντρια, διαχειριστής, διαχειρίστρια, εγκληματίας, ανώτερος, αρχιτέκτονας, κάνω κουμάντο, υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνος για κτ/κπ, υπεύθυνος για κτ, υπεύθυνος για κτ, βοηθός διευθυντή, υποδιευθυντής, ελεγκτής, ελέγκτρια, υπεύθυνος αγορών, υπεύθυνη αγορών, όργανο επιβολής, φορέας επιβολής, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων, διοργανωτής εκδηλώσεων, διοργανώτρια εκδηλώσεων, υπεύθυνος μεταφορών, υπεύθυνη μεταφορών, αρχιχειρούργος, εκπρόσωπος πωλήσεων, υπεύθυνος διαχείρισης λογαριασμών, αέριο του θερμοκηπίου, project manager, υπεύθυνος λογιστικού ελέγχου, υπεύθυνη λογιστικού ελέγχου, διευθυντής επιχείρησης, υπεύθυνος εγγραφών, διευθύντρια αδερφότητας, διευθύντρια αδελφότητας, Διευθυντής Μάρκετινγκ, Διευθυντής Τμήματος Μάρκετινγκ, διευθυντής ληξιαρχείου δήμου, διευθυντής εμπορικού καταστήματος, διευθυντής καταστήματος, κύριος αγοραστής, βασικός αγοραστής, μοναδικός εργοδότης, μοναδική εργοδότρια, άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένη, δημοσιονομικός ελεγκτής, δημοσιονομική ελέγκτρια, που έχει συμβουλευτική στήλη, φλορ μάνατζερ, floor manager, αποθηκάριος, υπεύθυνος δανείων, υπεύθυνη δανείων, υπεύθυνος πωλήσεων, υπεύθυνη πωλήσεων, περιφερειακός διευθυντής, περιφερειακή διευθύντρια, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, υπεύθυνος προσωπικού, υπεύθυνη προσωπικού, φέρω μέρος της ευθύνης για κτ, καθιστώ από κοινού υπεύθυνους, καθιστώ κπ υπεύθυνο για κτ, φταίω για κτ, ευθύνομαι για κτ, θεωρώ κπ υπεύθυνο, επιμελούμαι, έχω τον έλεγχο, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ υπεύθυνο, που είναι αρμόδιος για κτ, που είναι υπεύθυνος για κτ, υπεύθυνος για κτ, κύριος, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ, κρατάω τα βιβλία, ένοχος για κτ, που είναι υπεύθυνος για κπ, βοηθός δημοσίων σχέσεων, ευθύνομαι για, ένοχος, επικεφαλής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης responsabile
υπεύθυνοςaggettivo (affidabile) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sì, Giovanni è una persona responsabile. Mi fido di lui. Ναι, ο Γιάννης είναι ένα υπεύθυνο άτομο. Τον εμπιστεύομαι. |
υπεύθυνος, υπεύθυνηsostantivo maschile Il commesso mi trattò in modo maleducato, perciò protestai con il responsabile. |
υπεύθυνοςaggettivo (affidabile, su cui si può contare) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È una bambina molto responsabile per la sua età. |
υπεύθυνοςaggettivo invariabile (che rispondono di qcs) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono entrambi responsabili del futuro successo del progetto. Είναι από κοινού υπεύθυνοι για τη μελλοντική επιτυχία του έργου. |
υπεύθυνοςaggettivo (incaricato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il servizio è davvero inefficiente. Voglio parlare con chiunque sia il responsabile qui! |
ένοχος, υπεύθυνοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) In seguito alla recente ondata di rapine, la polizia ha garantito alla comunità che catturerà le persone responsabili. |
που ευθύνεταιaggettivo (che hanno causato) (για κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οι υπεύθυνοι που εξέτασαν τα αίτια της πυρκαγιάς αποφάνθηκαν ότι ευθύνεται η καλωδίωση που είχε υποστεί βλάβη. |
υπεύθυνοςaggettivo (che risponde di [qlcs]) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Installo volentieri l'aggiornamento sul tuo computer, ma se qualcosa va storto io non sono responsabile. Με χαρά να εγκαταστήσω την ανανέωση στον υπολογιστή σας, αλλά αν κάτι πάει στραβά, δε θα φέρω ευθύνη. |
υπεύθυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando un progetto fallisce, è importante sapere chi è responsabile. Όταν ένα έργο αποτυγχάνει, είναι σημαντικό να ξέρουμε ποιος φέρει την ευθύνη. |
ένοχος, υπαίτιος, φταίχτης(persona) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'adolescente era responsabile dell'incidente d'auto. |
υπεύθυνοςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sto cercando di scoprire chi è il responsabile qui dentro. Προσπαθώ να βρω ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ πέρα. |
υπεύθυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Presentati dal tuo ufficiale responsabile per il tuo nuovo incarico. |
υπόλογος, υπεύθυνοςaggettivo invariabile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il governo è responsabile di questa crisi economica? |
υπεύθυνοςaggettivo (για κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kyle è responsabile delle azioni che ha compiuto mentre era ubriaco. Ο Κάιλ είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του ενώ ήταν μεθυσμένος. |
υπεύθυνος για κτ
Gli studenti sono responsabili del proprio comportamento a scuola. |
υπεύθυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Chi è il responsabile di questo ufficio? |
δράστης, δράστριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Il responsabile di una tale azione dev'essere punito. Η αυτουργός μιας τέτοιας πράξης πρέπει να τιμωρηθεί. |
υπεύθυνος για κτsostantivo maschile Come segretaria, Jess è incaricata di prendere appunti durante la riunione. |
χειριστής, διαχειριστήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'addetto alle nostre prenotazioni ha fatto veramente un casino. |
αρχι-(specifico: musicista, cuoco, ecc.) Il musicista capo si chiama direttore d'orchestra. |
υπεύθυνος, υπαίτιος, υπόλογος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ένοχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'ispettore di polizia interrogò la sospettata per verificare se fosse colpevole. |
διευθυντής, διευθύντρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Chi è il direttore di questo progetto? Ποιος είναι ο επικεφαλής αυτού του έργου; |
διαχειριστής, διαχειρίστρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
εγκληματίας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Spesso i criminali, dopo il primo reato, tornano a delinquere dopo essere stati rilasciati. |
ανώτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il capo architetto aveva una buona squadra che lavorava con lui. Ο ανώτερος αρχιτέκτονας είχε μια καλή ομάδα υπό τις οδηγίες του. |
αρχιτέκτονας(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il troppo ambizioso Macbeth è stato l'artefice della sua stessa rovina. |
κάνω κουμάντο(καθομιλουμένη) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) È un'azienda enorme; non è sempre possibile per chi è al comando sapere cosa combinano i suoi sottoposti. |
υπεύθυνος, υπεύθυνη
Per avere accesso, è necessario parlare con il responsabile della sicurezza. Για να αποκτήσεις πρόσβαση θα πρέπει να μιλήσεις με τον υπεύθυνο ασφαλείας. |
υπεύθυνος για κτ/κπaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era responsabile della consegna degli inviti.
Sono responsabile di mia sorella finché i miei genitori non ci sono. Είμαι υπεύθυνος για την αδερφή μου όταν λείπουν οι γονείς μου. |
υπεύθυνος για κτaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Era responsabile dei suoi crimini.
Sono responsabile di aver rotto il vaso. Είναι υπεύθυνος για τα εγκλήματα που διέπραξε. |
υπεύθυνος για κτaggettivo I venti forti sono responsabili delle barche capovolte. |
βοηθός διευθυντή, υποδιευθυντής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il vicedirettore assiste il direttore generale nell'andamento complessivo del negozio. |
ελεγκτής, ελέγκτρια(finanza, contabilità) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Questi dati saranno analizzati dal controller dell'ufficio finanziario. |
υπεύθυνος αγορών, υπεύθυνη αγορών
Maisy è la responsabile acquisti di un grande magazzino. |
όργανο επιβολής, φορέας επιβολής
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεωνsostantivo maschile Il nostro addetto alle relazioni stampa ha detto che dovremmo mostrarci più gentili. |
διοργανωτής εκδηλώσεων, διοργανώτρια εκδηλώσεωνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il responsabile delle attività di animazione della nave da crociera ha programmato un ballo, un talent show e una serata di giochi. |
υπεύθυνος μεταφορών, υπεύθυνη μεταφορών(commercio) Il responsabile distribuzione si occupa del monitoraggio delle attività di movimentazione dei carichi. |
αρχιχειρούργος(USA) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εκπρόσωπος πωλήσεων
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπεύθυνος διαχείρισης λογαριασμώνsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stiamo cercando un responsabile portafoglio clienti per il settore telefonico. |
αέριο του θερμοκηπίουsostantivo maschile (συνήθως πληθυντικός) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Molti paesi hanno acconsentito a diminuire le emissioni di gas serra. Πολλές χώρες έχουν συμφωνήσει να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. |
project managersostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il responsabile del progetto deve far sì che il progetto sia completato nei tempi. |
υπεύθυνος λογιστικού ελέγχου, υπεύθυνη λογιστικού ελέγχου
|
διευθυντής επιχείρησηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
υπεύθυνος εγγραφώνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
διευθύντρια αδερφότητας, διευθύντρια αδελφότητας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Διευθυντής Μάρκετινγκ, Διευθυντής Τμήματος Μάρκετινγκsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il responsabile marketing ha il compito di progettare e realizzare le campagne di marketing. |
διευθυντής ληξιαρχείου δήμου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διευθυντής εμπορικού καταστήματος, διευθυντής καταστήματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κύριος αγοραστής, βασικός αγοραστήςsostantivo maschile (λιανικό εμπόριο) |
μοναδικός εργοδότης, μοναδική εργοδότριαsostantivo maschile (εταιρεία) |
άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένηsostantivo maschile Per questo progetto il vostro diretto superiore sarà Chris. Ο Κρις θα είναι ο άμεσος προϊστάμενός σου σ' αυτό το έργο. |
δημοσιονομικός ελεγκτής, δημοσιονομική ελέγκτριαsostantivo maschile |
που έχει συμβουλευτική στήληsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Brenda è la responsabile della posta del cuore di un quotidiano. Η Μπρέντα έχει μια συμβουλευτική στήλη σε καθημερινή εφημερίδα. |
φλορ μάνατζερ, floor manager
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αποθηκάριοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπεύθυνος δανείων, υπεύθυνη δανείωνsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
υπεύθυνος πωλήσεων, υπεύθυνη πωλήσεωνsostantivo maschile |
περιφερειακός διευθυντής, περιφερειακή διευθύντριαsostantivo maschile |
υπεύθυνος δημοσίων σχέσεωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
υπεύθυνος προσωπικού, υπεύθυνη προσωπικού
|
φέρω μέρος της ευθύνης για κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lewis ha negato di essere in parte responsabile nel tentato omicidio. |
καθιστώ από κοινού υπεύθυνουςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Solo uno di loro aveva firmato, ma il loro accordo di cooperazione li rendeva tutto responsabili in solido ai sensi del contratto. |
καθιστώ κπ υπεύθυνο για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È stato promosso al lavoro e reso responsabile delle attività di esportazione. |
φταίω για κτ, ευθύνομαι για κτlocuzione aggettivale |
θεωρώ κπ υπεύθυνο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιμελούμαιverbo (testo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sean dirige un giornale locale. Ha sotto di sé un piccolo gruppo di cronisti. |
έχω τον έλεγχοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono stato promosso e ora sono il responsabile del settore comunicazioni. |
θεωρώ υπεύθυνοverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
θεωρώ υπεύθυνοverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
που είναι αρμόδιος για κτ, που είναι υπεύθυνος για κτaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπεύθυνος για κτaggettivo Wendy deve uscire stasera, quindi suo marito sarà responsabile della cena dei bambini. |
κύριος(με γενική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli adulti sono responsabili del loro destino. Οι ενήλικες είναι κύριοι της μοίρας τους. |
θεωρώ υπεύθυνοverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
θεωρώ υπεύθυνο
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατάω τα βιβλία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando l'azienda fu accusata di frode, Bret fu il primo ad essere indagato per condotta illecita, in quanto responsabile della contabilità. |
ένοχος για κτaggettivo Bob sarà pure un ladro, ma non credo che sia colpevole di omicidio. |
που είναι υπεύθυνος για κπaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βοηθός δημοσίων σχέσεωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) Il responsabile per le pubbliche relazioni dell'azienda ha pubblicato un articolo sulle loro donazioni di beneficenza. |
ευθύνομαι για
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ένοχοςaggettivo (για κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era colpevole di aver ingannato i colleghi in merito alle sue intenzioni. Ευθυνόταν για την παραπλάνηση των συνεργατών του σχετικά με τις προθέσεις του. |
επικεφαλήςaggettivo (με γενική) L'editore è responsabile di un nutrito gruppo di giornalisti. Ο συντάκτης ηγείται μιας μεγάλης ομάδας δημοσιογράφων. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του responsabile στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του responsabile
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.