Τι σημαίνει το mollare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mollare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mollare στο Ιταλικό.

Η λέξη mollare στο Ιταλικό σημαίνει αφήνω κτ άγαρμπα, ρίχνω κτ άγαρμπα, τα παρατάω, εγκαταλείπω, σταματώ, παρατάω, παρατώ, παρατάω, παρατώ, κόβω, χαλαρώνω, πετάω, αφήνω, αφήνω κτ με γδούπο, χωρίζω με, αφήνω, αερίζομαι, εγκαταλείπω, υποτάσσομαι, χωρίζω, εγκαταλείπω, παρατώ, υποκύπτω, ενδίδω, χαλαρώνω, εγκαταλείπω, αφήνω, μουσκεύω, μουλιάζω, αφήνω, ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω, αφήνω, κλάνω, εγκαταλείπω, φεύγω, παρατάω, πετάω, πετώ, κάνω μούσκεμα, εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ, εγκαταλείπω, παραδίνομαι, παρατάω, παρατώ, χαλαρώνω, υποχωρώ, εγκαταλείπω, αφήνω, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, παρατάω, παρατώ, λύνω, αφήνω, χαλαρώνω, παρατάω, ξερνάω, ξεφορτώνομαι κάποιον, συνεχίζω, Μην τα παρατάς!, συνεχίζω, τελειώνω μία σχέση, κρατάω γερά, δεν αφήνω, σταματάω να κάνω κτ, σταματώ να κάνω κτ, προχωρώ με αποφασιστικότητα, εμμένω πεισματικά, προχωρώ/συνεχίζω απτόητος, εγκαταλείπω, παρατάω, κρατάω γερά, δεν αφήνω, διαλύω αρραβώνα, αφήνω, αφήνω, υπομένω μια δυσκολία, ξετυλίγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mollare

αφήνω κτ άγαρμπα, ρίχνω κτ άγαρμπα

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: lasciar cadere)

τα παρατάω, εγκαταλείπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: abbandonare [qlcs]) (ΗΒ, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ali ha in mente di mollare il lavoro non appena inizierà la laurea specialistica.

σταματώ

verbo intransitivo (abbandonare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρατάω, παρατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (abbandonare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρατάω, παρατώ

(informale) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry si è reso conto che litigava tutto il tempo con la fidanzata, quindi l'ha mollata.
Ο Χάρυ διαπίστωσε πως μάλωνε συνέχεια με το κορίτσι του, οπότε την παράτησε.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: smettere) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deve mollare il bere per un po'.
Πρέπει να κόψει το ποτό για λίγο καιρό.

χαλαρώνω

(colloquiale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha mollato l'acceleratore.
Χαλάρωσε το πόδι του απομακρύνοντάς το από το γκάζι του αυτοκινήτου.

πετάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: posare alla svelta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha buttato le chiavi sulla scrivania ed è crollato esausto sulla sedia.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: mettere, lasciare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È arrivata la posta; ti butto la tua sul tavolo per dopo.

αφήνω κτ με γδούπο

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: posare alla svelta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha mollato la spesa sul tavolo della cucina e se n'è andato di sopra senza dire una parola.

χωρίζω με

(relazioni)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Secondo me dovresti lasciare il tuo ragazzo.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non riuscivo più a tenere la fune e l'ho lasciata andare.
Δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο το σκοινί, έπρεπε να το αφήσω.

αερίζομαι

(informale: peto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εγκαταλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha abbandonato la scuola prima di diplomarsi. Diversi partecipanti hanno abbandonato il torneo per infortunio.
Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών.

υποτάσσομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χωρίζω

(informale: interrompere una relazione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Da quando ha scoperto che lo tradiva, ha chiuso con lei.
Όταν ανακάλυψε ότι η φίλη του ήταν άπιστη την χώρισε.

εγκαταλείπω, παρατώ

(colloquiale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Σχεδιάζαμε ένα πάρτυ, αλλά οι περισσότεροι μας εγκατέλειψαν.

υποκύπτω, ενδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alla fine ho ceduto e sono uscito dall'organizzazione.
Τελικά ενέδωσα και αποχώρησα από την οργάνωση.

χαλαρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Matt ha mollato la presa della corda.
Ο Ματ χαλάρωσε το χέρι του στο σχοινί.

εγκαταλείπω, αφήνω

(persona, animale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack ha lasciato la sua ragazza e non le ha più rivolto parola.
Ο Τζακ εγκατέλειψε την κοπέλα του και δεν της ξαναμίλησε ποτέ.

μουσκεύω, μουλιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi sono inzuppato la maglia per sbaglio mentre mi lavavo i denti.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (αφήνω από τα χέρια μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξηλώνομαι, τα σκάω, τα κατεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
So che hai i soldi che mi devi, perciò sgancia!

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lasciami andare, bullo!
Άφησε με, παλιονταή!

κλάνω

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il cane deve aver mollato un peto, che puzza terribile!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Νομίζω ότι το σκυλί έκλασε. Βρωμάει.

εγκαταλείπω, φεύγω, παρατάω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Εάν σου συμπεριφέρονται τόσο άσχημα τότε πρέπει να φύγεις.

πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se fossi in te butterei via quelle vecchie scarpe: cominciano a puzzare.
Αν ήμουν εσύ, θα πετούσα αυτά τα παλιά παπούτσια. Αρχίζουν να μυρίζουν.

κάνω μούσκεμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il pedone fu infradiciato da una macchina di passaggio quando questa colpì una pozzanghera.

εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il suo fidanzato l'ha lasciata quando ha saputo che era incinta di un altro. Ha abbandonato sua moglie quando le cose si sono complicate.
Ο φίλος της την εγκατέλειψε (or: παράτησε) όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος από άλλον άντρα. Παράτησε τη γυναίκα του όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα.

εγκαταλείπω, παραδίνομαι

(formale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Εγκαταλείπω (or: παραδίνομαι). Είσαι πολύ καλύτερος από μένα σ' αυτό το παιχνίδι.

παρατάω, παρατώ

(informale) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il progetto si è rivelato troppo costoso e Karen l'ha mollato.
Το πρότζεκτ αποδείχτηκε υπερβολικά ακριβό, έτσι η Κάρεν το παράτησε (or: άφησε).

χαλαρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert ha mollato la presa sulla sbarra.

υποχωρώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le gambe dell'anziano cedettero all'improvviso e afferrò la ringhiera per rimanere in piedi.
Τα πόδια του ηλικιωμένου λύγισαν ξαφνικά και κρατήθηκε από το κάγκελο για να ισορροπήσει.

εγκαταλείπω, αφήνω

(faccenda)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non abbandonerò questo progetto: ho intenzione di portarlo a termine.
Δε θα εγκαταλείψω αυτό το πρότζεκτ. Σχεδιάζω να το συνεχίσω μέχρι να τελειώσει.

αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo deciso di lasciar perdere la faccenda.
Αποφασίσαμε να μην ασχοληθούμε άλλο με το θέμα.

παρατάω, παρατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: fidanzato) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È ridotto a uno straccio da quando la fidanzata lo ha mollato.
Ο Μαρκ είναι χάλια από τότε που τον παράτησε η κοπέλα του.

λύνω

(freni)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ora togli il freno a mano e metti la prima.
Λύσε το χειρόφρενο και τώρα βάλε πρώτη ταχύτητα.

αφήνω

(meccanica, frizione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando lasci la frizione il motore è in presa con la trasmissione.
Όταν αφήσεις το συμπλέκτη θα πάρει μπρος ο κινητήρας.

χαλαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il maestro gli ha detto di allentare la presa sulla mazza da golf.

παρατάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: partner) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andy e Gwen non escono più insieme: lei lo ha scaricato da un pezzo.

ξερνάω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La busta si ruppe e versò il contenuto a terra. La portiera dell'auto si aprì all'improvviso e fece uscire Arthur sul marciapiede.
Σκίστηκε η τσάντα και τα περιεχόμενα έπεσαν στο πάτωμα. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε ξαφνικά και ο Άρθουρ έπεσε στο πεζοδρόμιο.

ξεφορτώνομαι κάποιον

(qualcosa o qualcuno)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνεχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Μην τα παρατάς!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Forza ragazzi, potete ancora vincere la partita! Non mollate mai!

συνεχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Continua, sei quasi in cima alla collina.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μην σταματάς, λίγο ακόμα και θα πετύχεις τον σκοπό σου.

τελειώνω μία σχέση

(relazione)

Sarah e John stavano per sposarsi il mese prossimo, ma lei ha scoperto che lui aveva un'amante e ha troncato.

κρατάω γερά, δεν αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταματάω να κάνω κτ, σταματώ να κάνω κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προχωρώ με αποφασιστικότητα

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εμμένω πεισματικά, προχωρώ/συνεχίζω απτόητος

verbo intransitivo (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εγκαταλείπω, παρατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James mollò Chris da solo lasciandogli tutto il lavoro da sbrigare.

κρατάω γερά, δεν αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διαλύω αρραβώνα

(terminare relazione)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Suzie ha lasciato il suo ragazzo dopo 5 anni di fidanzamento per andare dietro a un altro uomo.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι/κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω

(informale: lasciare, trascurare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janet ha mollato da solo il suo fratello più giovane e se n'è andata con i suoi amici.

υπομένω μια δυσκολία

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξετυλίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mollare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.