Τι σημαίνει το ragazzi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ragazzi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ragazzi στο Ιταλικό.
Η λέξη ragazzi στο Ιταλικό σημαίνει φίλος, γιόκας, κανακάρης, τύπος, γιε μου, γιόκα μου, πιτσιρίκος, αγόρι, παλικάρι, νεαρός, αγόρι, αγόρι, αγόρι, φίλος, μικρός, μικρή, συνοδός, νεαρός, καλός, αγαπητικός, νεαρέ, έφηβος, αγόρι, παιδί, νεαρός, φιλαράκι, έφηβος, έφηβη, νεολαία, αγόρι, νεαρός, άντρας, γκαρσόν, ομορφούλης, ομορφούλα, αγόρι που διανέμει εφημερίδες, αλητάκος, εφημεριδοπώλης, καλό παιδί, διανομέας εφημερίδων, εσωτερική νταντά, αγόρι στην ανάπτυξη, νεαρός που παραδίδει εφημερίδες, καλό παιδί, πρώην, ατίθασος, γκόλντεν μπόυ, άτομο που φοράει φούτερ με κουκούλα, παιδί που μεγαλώνει μόνο του, π.χ. στο δάσος, αντρίκιος, αρρενωπός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ragazzi
φίλοςsostantivo maschile (fidanzato) (μτφ: ερωτικός σύντροφος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Julie e il suo ragazzo si frequentano da due anni. Η Τζούλι και ο σύντροφός της βγαίνουν εδώ και δύο χρόνια. |
γιόκας, κανακάρης(appellativo) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τύπος(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'è un ragazzo all'incrocio che vende gelati. Υπάρχει ένα τύπος στη γωνία που πουλά παγωτό. |
γιε μου, γιόκα μου(appellativo) (προσφώνηση, καθομ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πιτσιρίκοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγόριsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ci sono due ragazzi che vanno in bicicletta fuori. Είναι δυο αγόρια με τα ποδήλατά τους απ' έξω. |
παλικάριsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νεαρόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγόρι(fidanzato) (ερωτική σχέση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αγόριsostantivo maschile (fidanzato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αγόριsostantivo maschile (figurato: maschio) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sono troppo occupata a studiare per gli esami per pensare ai ragazzi. Είμαι πολύ απασχολημένη με το διάβασμα για τα διαγωνίσματά μου για να σκεφτώ αγόρια. |
φίλοςsostantivo maschile (informale: fidanzato) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Grace, ce l'hai il ragazzo? |
μικρός, μικρή
Ως άγαμη μητέρα, η Χέλεν έπρεπε να μεγαλώσει μόνη της δύο μικρά. |
συνοδός(maschio) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
νεαρός(figurato: cameriere, ecc.) (με μειωτική έννοια) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Portami le pantofole, ragazzo. |
καλός, αγαπητικός(relazioni sentimentali) (παλαιό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sembra che Helena abbia un nuovo ragazzo; la porterà al cinema stasera. |
νεαρέsostantivo maschile (σε κλητική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Paul ha detto: "Ragazzo, vieni qui e dammi la mano!" |
έφηβος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγόρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mio figlio assomiglia a sua madre. Το αγόρι μου μοιάζει στην μητέρα του. |
παιδί(informale) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi piace Geoff: è un tipo simpatico. |
νεαρόςsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un ragazzo stava camminando verso la scuola. Ένα νεαρό αγόρι περπατούσε προς το σχολείο. |
φιλαράκι(colloquiale) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έφηβος, έφηβη
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) I ragazzini hanno bisogno di un posto dove potersi incontrare dopo la scuola. Οι έφηβοι χρειάζονται ένα μέρος για να συναντιούνται μετά το σχολείο. |
νεολαίαsostantivo maschile (ως σύνολο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγόριsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νεαρός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I giovani furono messi in prigione per il crimine, ma erano troppo giovani per la sentenza massima. |
άντραςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tutti i ragazzi sono andati a svolgere il servizio militare. |
γκαρσόν
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ομορφούλης, ομορφούλα(ragazza) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Chi è quella ragazza carina con la maglietta blu? Ποιος είναι ο ομορφούλης με το μπλε μπλουζάκι; |
αγόρι που διανέμει εφημερίδεςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il ragazzo che consegna i giornali si svegliava alle 5 del mattino per il recapito dei quotidiani. |
αλητάκοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εφημεριδοπώληςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καλό παιδίsostantivo maschile (colloquiale) Sono felice che lei esca con Rob: è un bravo ragazzo. |
διανομέας εφημερίδωνsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εσωτερική νταντά
Avevano una ragazza alla pari che si occupava dei bambini. Είχαν μια εσωτερική νταντά να φροντίζει τα παιδιά. |
αγόρι στην ανάπτυξηsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per ragazzi in crescita come te è particolarmente importante mangiare in maniera sana. |
νεαρός που παραδίδει εφημερίδεςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il ragazzo che consegna i giornali porta i giornali ai vicini tutte le mattine alle sette. |
καλό παιδί(μεταφορικά: για άντρες) |
πρώην
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
ατίθασος(figurato: indisciplinato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γκόλντεν μπόυsostantivo maschile |
άτομο που φοράει φούτερ με κουκούλαsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Prima della rapina sono stati visti tre ragazzi con felpa e cappuccio fuori dal negozio. |
παιδί που μεγαλώνει μόνο του, π.χ. στο δάσοςsostantivo maschile (allevato dagli animali) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αντρίκιος, αρρενωπόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ragazzi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ragazzi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.