Τι σημαίνει το raggiunto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης raggiunto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του raggiunto στο Ιταλικό.

Η λέξη raggiunto στο Ιταλικό σημαίνει φτάνω, φτάνω, φτάνω, φτάνω, φτάνω ως, φτάνω μέχρι, παρακολουθούμαι από, φτάνω, φτάνω, φτάνω, καταλήγω, φτάνω, φτάνω, προφταίνω, προλαβαίνω, συνάπτω, βρίσκω, βρίσκω, προλαβαίνω, φτάνω, φθάνω, επιτυγχάνω, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, πετυχαίνω, πλησιάζω, σημειώνω επιτυχία, φτάνω, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, πετυχαίνω, κάνω, πιάνω, χτυπάω, βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνω, βρίσκω, πληρώ, κατακτώ, φτάνω, καταλήγω, εκμεταλλεύομαι την επιτυχία ή την προσπάθεια κάποιου άλλου, ολοκληρώνω, κερδίζω, μετράω ως το, μετράω έως το, φτάνω, εξαπλώνομαι σε κτ, φτάνω, βρίσκω, εκτείνομαι, φτάνω, έχω μέγεθος, που έχει επιτευχθεί, που έχει επιτευχθεί, σύμφωνος, συναινών, κορυφώνομαι, χάνω, συμφωνώ, έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό, επιτυγχάνω, φτάνω στο νεκρό σημείο, συμφωνώ, συμβιβάζομαι, αποδέχομαι, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, φτάνω σε οργασμό, πετυχαίνω τους στόχους μου, καταλήγω σε συμφωνία, γίνομαι διάσημος, γίνομαι γνωστός, σαρώνω, πέφτω σε τέλμα, φτάνω την κορυφή, φτάνω, πλησιάζω, σε συμφωνία με κτ, κατορθώνω, καταφέρνω, έρχομαι σε οργασμό, έχω οργασμό, φτάνω την κορυφή, φτάνω τα όρια, πάω ως το τέρμα, φτάνω, φθάνω, ολοκληρώνω, κορυφώνομαι, κορυφώνομαι, φτάνω σε οργασμό, φτάνω στην κορύφωση, δεν βρίσκω, δεν συναντώ, είμαι κατά μέσο όρο, σπάω, δεν είμαι τόσο αποδοτικός όσο θα μπορούσα, δεν τα πάω τόσο καλά όσο θα μπορούσα, είμαι κατά μέσο όρο, αυξάνω, φτάνω στην κορυφή, επιστρέφω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης raggiunto

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα πόδια του ήταν τόσο μακριά που έφταναν στην άκρη του κρεβατιού.

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La temperatura dovrebbe raggiungere i 30°C oggi.
Η θερμοκρασία αναμένεται να φτάσει τους 30°C σήμερα.

φτάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si sentiva fortunato per aver raggiunto l'età di novant'anni.
Αισθανόταν τυχερός που έφτασε τα ενενήντα.

φτάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La raccolta di elemosina ha raggiunto i trenta mila dollari quest'anno.

φτάνω ως, φτάνω μέχρι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Abbiamo giusto la benzina che ci serve per raggiungere il primo distributore.
Τα καύσιμα μας φτάνουν ίσα για να φτάσουμε ως το επόμενο βενζινάδικο.

παρακολουθούμαι από

(εικόνα)

Questo spettacolo raggiunge migliaia di adolescenti.

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sei già arrivato a Philadelphia? Se non ancora, continua a guidare.
Φτάσατε στη Φιλαδέλφεια; Αν όχι, συνεχίστε να οδηγείτε.

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il treno è arrivato a destinazione in tempo.
Το τρένο έφτασε στον προορισμό του στην ώρα του.

φτάνω, καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il matematico ha lavorato per raggiungere la soluzione.
Ο μαθηματικός προσπαθούσε να φτάσει στο αποτέλεσμα.

φτάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mira rallentò per permettere alla sua sorellina di raggiungerla.
Η Μίρα έκοψε ταχύτητα για να μπορέσει να τη φτάσει η μικρότερη αδερφή της.

φτάνω, προφταίνω, προλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cammino più velocemente di lui, quindi aspetto ad ogni angolo che lui mi raggiunga.
Περπατάω πιο γρήγορα από ότι εκείνος, γι' αυτό τον περιμένω σε κάθε γωνία να με φτάσει.

συνάπτω

(concludere, portare a termine) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le due aziende sono in trattativa da mesi ma non hanno ancora raggiunto un accordo.

βρίσκω

(telefonicamente) (κάποιον στο τηλέφωνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo parecchi tentativi di chiamare Yolanda, alla fine sono riuscito a raggiungerla.
Μετά από αρκετές προσπάθειες να τηλεφωνήσω στη Γιολάντα, τελικά κατάφερα να τη βρω.

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andate avanti, vi raggiungo appena finito al lavoro.
Προχώρα εσύ. Θα σε βρω μόλις τελειώσω τη δουλειά μου εδώ.

προλαβαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Forse ce la fai a raggiungerlo se ti sbrighi.
Μπορεί να τον προλάβεις αν βιαστείς.

φτάνω, φθάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alle tre l'esercito aveva ormai raggiunto le mura della città.

επιτυγχάνω, πετυχαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam ha raggiunto l'obiettivo di passare l'esame di algebra.
Ο Άνταμ πέτυχε τον στόχο του να περάσει το μάθημα της άλγεβρας.

επιτυγχάνω, πετυχαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stiamo quasi per raggiungere (or: conseguire) l'obiettivo di raccogliere due milioni di dollari.
Είμαστε τόσο κοντά να πετύχουμε το στόχο μας και να μαζέψουμε δύο εκατομμύρια δολάρια.

πλησιάζω

(inseguendo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Οδήγα γρηγορότερα! Οι μπάτσοι μας πλησιάζουν!

σημειώνω επιτυχία

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fangio ha conseguito un gran numero di vittorie nell'automobilismo.

φτάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho perso i contatti con mio fratello anni fa, e la notizia della sua morte mi è arrivata con una lettera del suo avvocato.
Έχασα επαφή με τον αδερφό μου πριν από χρόνια και η είδηση του θανάτου του έφτασε με μια επιστολή από τον δικηγόρο του.

πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tony ha raggiunto il suo obiettivo di diventare capo dipartimento.
Ο Τόνυ πέτυχε τον στόχο του, που ήταν να γίνει επικεφαλής του τμήματος.

επιτυγχάνω, πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pochi imperi, passati o coevi, hanno conquistato tanto potere quanto questo.

κάνω, πιάνω, χτυπάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'azione ha toccato il massimo storico oggi alla diffusione delle notizie sugli utili maturati.
Η μετοχή έκανε νέο υψηλό ρεκόρ σήμερα στα χρηματιστηριακά νέα.

βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (στόχος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La freccia ha centrato il suo bersaglio.

βρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Può raggiungermi per telefono o e-mail.

πληρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo processo non raggiunge gli standard di qualità.
Αυτή η διαδικασία δεν πληροί τα πρότυπα ποιότητας.

κατακτώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scalatore ha conquistato la cima della montagna lunedì mattina.

φτάνω, καταλήγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε συμφωνία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le due parti hanno finalmente raggiunto un accordo.

εκμεταλλεύομαι την επιτυχία ή την προσπάθεια κάποιου άλλου

(grazie all'aiuto di qualcuno)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ολοκληρώνω

(compiere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κερδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μετράω ως το, μετράω έως το

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John è arrivato a Cambridge verso le cinque.
Ο Τζον έφτασε στο Κέιμπριτζ περίπου στις 5.

εξαπλώνομαι σε κτ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voglio degli stivali che arrivino fino alle ginocchia.

βρίσκω

(persona) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È tutta la settimana che tento di contattarlo, ma non c'è mai.
Προσπαθούσα να τον βρω όλη την εβδομάδα, αλλά λείπει συνέχεια.

εκτείνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η δίψα του για μάθηση εκτείνεται από τη φιλοσοφία μέχρι και τα μαθηματικά.

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι οδηγοί έφτασαν στο σημείο εκκίνησης και περίμεναν να ξεκινήσει ο αγώνας.

έχω μέγεθος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

που έχει επιτευχθεί

aggettivo (scopo od obiettivo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει επιτευχθεί

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ecco un altro obiettivo raggiunto.
Αυτός είναι άλλος ένας στόχος που έχει επιτευχθεί.

σύμφωνος, συναινών

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κορυφώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όταν κορυφώνεται η ιστορία έχουν απομείνει μόνο δυο χαρακτήρες.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bomba ha mancato il suo obiettivo.
Η βόμβα έχασε τον στόχο της.

συμφωνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I due uomini raggiunsero un accordo sul prezzo dell'auto di seconda mano.

έρχομαι σε οργασμό, φτάνω σε οργασμό

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιτυγχάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτάνω στο νεκρό σημείο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con questi ritmi saremo fortunati se raggiungiamo il pareggio alla fine dell'anno.
Με τον ρυθμό που πηγαίνουμε θα είμαστε τυχεροί αν ρεφάρουμε στο τέλος του χρόνου.

συμφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È stata una lunga e dura battaglia, ma alla fine abbiamo raggiunto un accordo.
Ήταν μια μακριά και δύσκολη μάχη, αλλά τελικά ήρθαμε σε συμφωνία μεταξύ μας.

συμβιβάζομαι, αποδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli avvocati dovrebbero trattare tra loro finché non raggiungono un accordo sulla questione.
Οι δικηγόροι οφείλουν να διαπραγματεύονται μεταξύ τους, έως ότου συμβιβαστούν επί του ζητήματος.

βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È difficile che le persone raggiungano un compromesso quando gli obiettivi di ciascuno sono molto diversi.

ωριμάζω, ενηλικιώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alcuni animali della fattoria impiegano fino a tre anni per raggiungere la maturità.
Κάποια ζώα της φάρμας κάνουν έως και τρία χρόνια για να ενηλικιωθούν.

φτάνω σε οργασμό

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alcune persone sono così dipendenti dalla pornografia da non riuscire a raggiungere l'orgasmo senza di essa.

πετυχαίνω τους στόχους μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non raggiungerai mai il tuo obiettivo se non lavori sodo a lungo.
Δεν θα πετύχεις ποτέ τους στόχους σου χωρίς σκληρή δουλειά.

καταλήγω σε συμφωνία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dopo sette mesi di negoziazioni il sindacato e il management hanno raggiunto un accordo.

γίνομαι διάσημος, γίνομαι γνωστός

verbo transitivo o transitivo pronominale

σαρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πέφτω σε τέλμα

verbo transitivo o transitivo pronominale (άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτάνω την κορυφή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτάνω, πλησιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Più veloce! La polizia ci sta raggiungendo!

σε συμφωνία με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατορθώνω, καταφέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έρχομαι σε οργασμό, έχω οργασμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La coppia raggiunse l'orgasmo contemporaneamente.

φτάνω την κορυφή

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La borsa ha toccato il massimo a metà aprile, e da allora è sempre stata in calo.

φτάνω τα όρια, πάω ως το τέρμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτάνω, φθάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nonna di Marlene raggiunse l'età di novantanove anni prima di morire.
Η γιαγιά της Μαρλέν έφτασε τα ενενήντα εννιά πριν πεθάνει.

ολοκληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κορυφώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La popolarità del cantante è arrivata all'apice con il suo secondo album; le vendite del suo terzo album sono state molte meno.
Η δημοτικότητα του τραγουδιστή κορυφώθηκε με τον δεύτερό του δίσκο· οι πωλήσεις του τρίτου του δίσκου ήταν πολύ πιο χαμηλές.

κορυφώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'erogazione di elettricità ha raggiunto il picco massimo poco dopo la partita, quando la maggior parte degli spettatori è andata ad accendere il bollitore.
Η χρήση ηλεκτρικού κορυφώθηκε αμέσως μετά τον αγώνα όταν η πλειοψηφία όσων τον παρακολουθούσαν πήγαν να ανάψουν την ηλεκτρική τσαγιέρα.

φτάνω σε οργασμό, φτάνω στην κορύφωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Spesso gli uomini raggiungono l'orgasmo più facilmente e più rapidamente delle donne.
Οι άνδρες συχνά φτάνουν πιο εύκολα και γρήγορα σε οργασμό από τις γυναίκες.

δεν βρίσκω, δεν συναντώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi dispiace davvero di non essere riuscito ad incontrarti alla stazione.
Λυπάμαι πραγματικά που δεν σε πέτυχα στον σταθμό.

είμαι κατά μέσο όρο

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I prezzi raggiungono una media inferiore a quella dell'anno scorso.

σπάω

(di onda) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'onda raggiunse la cresta vicino alla riva.

δεν είμαι τόσο αποδοτικός όσο θα μπορούσα, δεν τα πάω τόσο καλά όσο θα μπορούσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι κατά μέσο όρο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Le more fresche raggiungono in media circa mezzo chilo per pinta.

αυξάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mercante si diede al contrabbando per aumentare le sue entrate.

φτάνω στην κορυφή

verbo transitivo o transitivo pronominale (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il surfista ha raggiunto l'apice dell'onda e si è fatto trasportare indietro fino alla costa.

επιστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κτ ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I soldati raggiunsero di nuovo il campo al calar della notte.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του raggiunto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.