Τι σημαίνει το militare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης militare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του militare στο Ιταλικό.

Η λέξη militare στο Ιταλικό σημαίνει στρατιωτικός, στρατιωτικός, προκαλώ, υπηρετώ, στρατιωτικός, πολεμικός, επιθετικός, ναυτικός, στρατευμένος, πολέμαρχος, στρατιωτικός μηχανικός, μη στρατιωτικός, πολεμικό αεροσκάφος, πολεμικό πλοίο, νοσοκόμος στο ναυτικό, μπότα, μη μάχιμος, βρετανός στρατονόμος, πολεμική αεροπορία, παιδί στρατιωτικού του αμερικανικού στρατού, τέχνη του πολέμου, προσκλητήριο σάλπισμα, υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω, πιλότος μαχητικού αεροσκάφους, στρατιωτική ακαδημία, στρατιωτικό αεροσκάφος, στρατιωτικός ακόλουθος, στρατόπεδο, στρατιωτικές επιχειρήσεις, παρασημοφόρηση, τιμητική διάκριση, στρατιωτική δικτατορία, στρατιωτική βάση, υπηρεσία συλλογής πληροφοριών, στρατιωτική θητεία, στρατιωτική εκπαίδευση, στρατιωτική μονάδα, χρώματα παραλλαγής, λαδί χρώμα, παράσημο, μνημείο πεσόντων πολέμου, στρατιωτική βάση, στρατιωτική βάση, στρατιωτικό νοσοκομείο, παιδί στρατιωτικού, μεραρχία, στρατιωτικό τζιπ, Πολεμική Αεροπορία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, εφεδρικός στρατός, πεδίο εκγύμνασης με εμπόδια, στρατιωτική κυβέρνηση, στρατιωτική θητεία, στρατιωτική ιατρός, στρατιωτική γιατρός, πρώην στρατιωτικός, στρατονομία, σε χρώματα παραλλαγής, που έχει χρώμα λαδί, που ταιριάζει σε στρατιώτη, πλοίο που μεταφέρει φυλακισμένους, μόνιμος, Πολεμική Αεροπορία, Πολεμική Αεροπορία, φρούριο, οχυρό, πλοίο του ναυτικού, φυλακή, πεζοπόρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης militare

στρατιωτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alessandro il Grande era un eccellente stratega militare.

στρατιωτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pianifica le sue giornate con precisione militare per riuscire a fare tutto.

προκαλώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπηρετώ

verbo intransitivo (prestare servizio militare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il sergente ha militato per 10 anni.

στρατιωτικός, πολεμικός

aggettivo invariabile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιθετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È soprattutto la natura battagliera di alcuni eventi sportivi a renderli così popolari.

ναυτικός

(della marina militare)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στρατευμένος

(militare)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le reclute aspettavano nervosamente gli ordini.

πολέμαρχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στρατιωτικός μηχανικός

(militare: singolo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Τα σώματα στρατιωτικών μηχανικών έκτισαν τις γέφυρες ώστε τα στρατεύματα να περάσουν τα ποτάμια.

μη στρατιωτικός

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολεμικό αεροσκάφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολεμικό πλοίο

La nave da guerra era in grado di far fuoco con cannoni, lanciare siluri e missili.

νοσοκόμος στο ναυτικό

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπότα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μη μάχιμος

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρετανός στρατονόμος

sostantivo maschile (UK)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολεμική αεροπορία

sostantivo femminile

La Francia ha un'aeronautica militare più grande del Regno Unito.
Η Γαλλία έχει μεγαλύτερη πολεμική αεροπορία από το Ηνωμένο Βασίλειο.

παιδί στρατιωτικού του αμερικανικού στρατού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τέχνη του πολέμου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσκλητήριο σάλπισμα

sostantivo maschile

Il Risveglio è un famoso segnale militare di tromba per svegliare il personale militare all'alba.

υποχρεωτική στρατιωτική θητεία

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nel Regno Unito il servizio militare obbligatorio era chiamato "Servizio Nazionale".
Η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία ήταν γνωστή στη Μεγάλη Βρετανία ως «Εθνική Θητεία».

αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω

sostantivo maschile (capelli)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Dal taglio militare dei capelli e dal portamento si capiva chiaramente che era nell'esercito.

πιλότος μαχητικού αεροσκάφους

sostantivo maschile (militare)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Durante la Seconda Guerra Mondiale, mio nonno era un pilota di caccia.

στρατιωτική ακαδημία

sostantivo femminile

στρατιωτικό αεροσκάφος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρατιωτικός ακόλουθος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στρατόπεδο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I profughi furono temporaneamente alloggiati all'interno dell'accampamento militare.

στρατιωτικές επιχειρήσεις

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Una campagna militare non è altro che un piano strategico militare a lungo termine.

παρασημοφόρηση, τιμητική διάκριση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στρατιωτική δικτατορία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sono ancora molti i paesi in cui vige una dittatura militare.

στρατιωτική βάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non è consentito scattare fotografie vicino ad un'installazione militare.

υπηρεσία συλλογής πληροφοριών

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il successo della missione lo si deve all'ottimo lavoro dell'intelligence militare.

στρατιωτική θητεία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il servizio militare obbligatorio è stato abolito nel 2001 in Spagna.

στρατιωτική εκπαίδευση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στρατιωτική μονάδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρώματα παραλλαγής

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λαδί χρώμα

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παράσημο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Negli Stati Uniti la medaglia al valor militare più prestigiosa è la Medaglia d'Onore del Congresso.

μνημείο πεσόντων πολέμου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il monumento ai caduti a Washington D.C. attira molti turisti ogni anno.

στρατιωτική βάση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mia zia è un'impiegata civile in una base militare.

στρατιωτική βάση

sostantivo femminile

Sull'isola di Okinawa in Giappone c'è una grande base militare statunitense.

στρατιωτικό νοσοκομείο

sostantivo maschile

I feriti furono portati all'ospedale militare.

παιδί στρατιωτικού

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ero figlio di un militare di carriera e la mia famiglia traslocò undici volte quando ero piccolo.

μεραρχία

sostantivo femminile (στρατός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στρατιωτικό τζιπ

sostantivo femminile (εμπορικό σήμα)

Πολεμική Αεροπορία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Steve sta seguendo un addestramento per diventare pilota nell'Aeronautica militare degli Stati Uniti.

εφεδρικός στρατός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πεδίο εκγύμνασης με εμπόδια

sostantivo maschile (για στρατιώτες)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στρατιωτική κυβέρνηση

sostantivo maschile

στρατιωτική θητεία

στρατιωτική ιατρός, στρατιωτική γιατρός

(donna)

πρώην στρατιωτικός

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στρατονομία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σε χρώματα παραλλαγής

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που έχει χρώμα λαδί

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που ταιριάζει σε στρατιώτη

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλοίο που μεταφέρει φυλακισμένους

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μόνιμος

sostantivo maschile (στρ)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

Πολεμική Αεροπορία

(US) (για τις ΗΠΑ)

Dan è un pilota dell'Air Force.

Πολεμική Αεροπορία

sostantivo femminile (για το ΗΒ)

Ian si arruolò nell'aeronautica militare britannica appena ebbe i requisiti di età.
Μόλις μεγάλωσε αρκετά, ο Ίαν κατατάχθηκε στην Πολεμική Αεροπορία.

φρούριο, οχυρό

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il militare andò a riferire al suo superiore presso la base militare.

πλοίο του ναυτικού

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φυλακή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πεζοπόρος

(στρατιώτης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του militare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του militare

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.