Τι σημαίνει το legale στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης legale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του legale στο Ιταλικό.

Η λέξη legale στο Ιταλικό σημαίνει νομικός, νομικός, νόμιμος, θεσμοθετημένος, θεσπισμένος, νομοθετημένος, νόμιμος, νομότυπος, έννομος, σύννομος, σωστός, έννομος, νόμιμος, δικηγόρος, νόμιμος, σύννομος, δικαστικός, κατοχυρωμένος, κεκτημένος, έννομος, νόμιμος, δικηγόρος, δικηγόρος, νομικός, δικηγόρος, χωρίς κηδεμονία, χωρίς απαρτία, νομικώς, νομικά, σύμφωνα με το νόμο, ενώπιον του νόμου, ιατροδικαστής, ελεγκτής, ελέγκτρια, βοηθός δικηγόρου, νομικό ζήτημα, θερινή ώρα, ιατροδικαστική επιστήμη, εγκληματολόγος, νομική διαδικασία, συμβόλαιο, νομική βοήθεια, εξουσιοδότηση, συμβόλαιο, δικαστική απόφαση, ετυμηγορία, νομομαθής, κηδεμονία, εξουσιοδότηση, διακστικός συμβιβασμός, νομικό σύστημα, δικαιοσύνη, ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος, δικηγορικό γραφείο, δικηγόρος, νόμισμα πληρωμών και συναλλαγών, εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, κηδεμόνας ad litem, δικαστικός υπάλληλος, δικαστική υπόθεση, κηδεμονευόμενος, νομικώς τακτοποιημένος τίτλος, έδρα, αστική ευθύνη, νομική ευθύνη, Θερινή Ώρα Βρετανίας, θερινή ώρα, θερινή ώρα, θερινή ώρα, νομικό τμήμα, δικηγορικό γραφείο, νομικό έγγραφο, νομικές διαδικασίες, ασκώ τη δικηγορία, νομικός όρος, δίκη, νομικό ζήτημα, νομικό θέμα, δικηγόρος, έγγραφο δικαιωμάτων, δικηγόρος, παίρνω νομική βοήθεια, αγωγή, νομικό επάγγελμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης legale

νομικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le politiche aziendali hanno causato alcuni problemi legali.
Οι πολιτικές της εταιρείας προκάλεσαν ορισμένα νομικά προβλήματα.

νομικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Amy lavora come assistente legale presso uno studio.
Η Έιμι εργάζεται ως βοηθός δικηγόρου σε μια νομική εταιρεία.

νόμιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È lecito dire quello che si vuole in pubblico.
Είναι νόμιμο να λες ό,τι σου αρέσει σε δημόσιο χώρο.

θεσμοθετημένος, θεσπισμένος, νομοθετημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

νόμιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Afferma di essere l'unico erede legale della fortuna di suo zio.

νομότυπος, έννομος, σύννομος

aggettivo (ενέργεια: νόμιμη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Donald intraprese un'azione legale contro il ladro.

σωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La tua argomentazione è abbastanza legittima.

έννομος, νόμιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δικηγόρος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Il legale della difesa si alzò per parlare al giudice.
Ο δικηγόρος της υπεράσπισης σηκώθηκε να μιλήσει στον δικαστή.

νόμιμος, σύννομος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tutti i movimenti finanziari della banca erano tecnicamente leciti.

δικαστικός

(σχετικός με δικαστήρια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατοχυρωμένος, κεκτημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I pensionati hanno prestazioni garantite dalla legge dal fondo pensione.
Οι συνταξιούχοι λαμβάνουν κατοχυρωμένα επιδόματα από το ταμείο συντάξεων.

έννομος, νόμιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δικηγόρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Ben ha fatto giurisprudenza per diventare avvocato.
Ο Μπεν πήγε στη νομική για να γίνει δικηγόρος.

δικηγόρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

νομικός

(persona che pratica la professione)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

δικηγόρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Ha revocato il mandato al suo avvocato nel bel mezzo del processo.
Έδιωξε τον δικηγόρο του στη μέση της δίκης.

χωρίς κηδεμονία

locuzione aggettivale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χωρίς απαρτία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νομικώς, νομικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Legalmente, il padre ha il diritto all'affidamento.

σύμφωνα με το νόμο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ενώπιον του νόμου

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Per la legge, le persone sono innocenti finché non è dimostrata la loro colpevolezza.

ιατροδικαστής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Il medico legale non ha finito l'indagine sulla causa della morte.
Η ιατροδικαστής δεν έχει τελειώσει την έρευνά της για τον θάνατο.

ελεγκτής, ελέγκτρια

sostantivo maschile (polizia USA)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Il medico legale si sedette per ricontrollare i suoi appunti sul caso.

βοηθός δικηγόρου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νομικό ζήτημα

sostantivo femminile

L'interpretazione di un contratto scritto è una questione legale che deve essere determinata dal tribunale.

θερινή ώρα

sostantivo femminile

Quasi tutti i paesi adottano l'ora legale d'estate, ma con date di passaggio differenti.

ιατροδικαστική επιστήμη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La medicina legale scopri che la causa del decesso era avvelenamento da arsenico.

εγκληματολόγος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ha guadagnato qualche soldo extra facendo il medico legale per casi di omicidio.

νομική διαδικασία

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per la questione della recinzione ho deciso di intraprendere un'azione legale contro il mio vicino.

συμβόλαιο

sostantivo maschile (legale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se prendi in affitto un appartamento, devi stipulare un accordo legale con il padrone di casa.

νομική βοήθεια

sostantivo femminile

εξουσιοδότηση

sostantivo femminile (legale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
James dovette ottenere un'autorizzazione ufficiale dal comune per tenere un rave party nel suo giardino.

συμβόλαιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δικαστική απόφαση, ετυμηγορία

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νομομαθής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κηδεμονία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo che suo fratello fu ucciso in Iraq, Suzanne richiese la custodia legale della nipote orfana. La madre del bambino non era in grado di prendersi adeguatamente cura di lui, quindi la custodia legale fu affidata al padre.
Αφότου σκοτώθηκε ο αδερφός της στο Ιράκ, η Σούζαν έκανε αίτηση για την κηδεμονία του ορφανού ανιψιού της. Η μητέρα του παιδιού δεν ήταν σε θέση να το φροντίσει επαρκώς και συνεπώς η κηδεμονία δόθηκε στον πατέρα.

εξουσιοδότηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hai un'autorizzazione ufficiale per tenere qui l'evento? Bisogna ottenere un'autorizzazione legale prima di importare cibo in Australia.

διακστικός συμβιβασμός

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'impiegato infortunato ritirò la denuncia dopo aver raggiunto un accordo legale con il suo datore di lavoro.

νομικό σύστημα, δικαιοσύνη

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il nostro sistema legale sembra attribuire più valore alla proprietà che non alla vita umana.

ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'età legale per bere alcolici a New York è 21 anni.

δικηγορικό γραφείο

sostantivo maschile

Al termine degli studi in giurisprudenza spera di trovare lavoro in uno studio legale affermato.
Όταν τελειώσει τη νομική, ελπίζει να βρει δουλειά σε γνωστό δικηγορικό γραφείο.

δικηγόρος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Negli Stati Uniti, chiunque venga arrestato ha diritto all'assistenza legale.

νόμισμα πληρωμών και συναλλαγών

sostantivo femminile (economia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Molte persone pensano erroneamente che le banconote scozzesi non siano valuta legale in Inghilterra. Sebbene siano molto rare, le banconote da 2 $ sono effettivamente valuta legale negli Stati Uniti.

εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

sostantivo maschile

κηδεμόνας ad litem

sostantivo maschile (di minore)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

δικαστικός υπάλληλος

sostantivo maschile

Mentre frequentava giurisprudenza, d'estate lavorava come assistente legale.

δικαστική υπόθεση

sostantivo femminile

Quando la loro disputa divenne una questione legale, lei assunse il miglior avvocato in circolazione.

κηδεμονευόμενος

sostantivo maschile

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

νομικώς τακτοποιημένος τίτλος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

έδρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστική ευθύνη, νομική ευθύνη

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Θερινή Ώρα Βρετανίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θερινή ώρα

sostantivo femminile

θερινή ώρα

sostantivo femminile

θερινή ώρα

sostantivo femminile

νομικό τμήμα

sostantivo maschile

δικηγορικό γραφείο

sostantivo maschile

νομικό έγγραφο

(argomento)

νομικές διαδικασίες

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασκώ τη δικηγορία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sean pratica la professione legale da cinque anni.

νομικός όρος

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δίκη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νομικό ζήτημα, νομικό θέμα

sostantivo femminile

δικηγόρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Il rappresentante legale della compagnia di taxi si presenterà all'udienza la prossima settimana.
Ο δικηγόρος της εταιρείας ταξί θα εμφανιστεί στην ακρόαση την επόμενη εβδομάδα.

έγγραφο δικαιωμάτων

sostantivo maschile (che sancisce un diritto)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δικηγόρος

sostantivo maschile (με συγκεκριμένες αρμοδιότητες)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Questo studio legale tratta principalmente di atti immobiliari e testamenti.
Αυτοί οι δικηγόροι ασχολούνται κυρίως με αγορές σπιτιών και διαθήκες.

παίρνω νομική βοήθεια

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Con la querela si accusava l'azienda di aver rubato la loro proprietà intellettuale.
Η αγωγή ισχυριζόταν ότι η εταιρεία έκλεψε την πνευματική τους περιουσία.

νομικό επάγγελμα

sostantivo femminile

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo maschile

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του legale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του legale

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.