Τι σημαίνει το assistenza στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης assistenza στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assistenza στο Ιταλικό.

Η λέξη assistenza στο Ιταλικό σημαίνει βοήθεια, περιποίηση, φροντίδα, βοήθεια, αρωγή, συνδρομή, φροντίδα, επίβλεψη, συμβουλευτική υπηρεσία, βοήθεια, συντήρηση, καθοδήγηση, χείρα βοηθείας, υπηρεσίες υποστήριξης, συντήρηση, υποστήριξη, εξυπηρέτηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, βοηθούμενος από κτ, υποβοηθούμενος από κτ, κηδεμονία, κέντρο εξυπηρέτησης, φροντίδα ηλικιωμένων, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μετανοσηλευτική θεραπεία, νομική βοήθεια, ιατρική βοήθεια, πρώτες βοήθειες, ιατρική περίθαλψη, αλληλοβοήθεια, κοινωνική πρόνοια, εξυπηρέτηση πελατών, εξυπηρέτηση πελατών, δικηγόρος, γραφείο εξυπηρέτησης, κέντρο φιλοξενίας παιδιών, συμβουλευτική υπηρεσία, γραμμή εξυπηρέτησης πελατών, τμήμα εξυπηρέτησης πελατών, επίγεια εξυπηρέτηση, μακροχρόνια φροντίδα, ιατρική περίθαλψη για εγκύους και λεχώνες, υποστήριξη λογισμικού, τεχνική υποστήριξη, τεχνική υποστήριξη, τριτοβάθμια περίθαλψη, επείγουσα προσοχή, εξυπηρέτηση μετά την πώληση, εξυπηρέτηση πελατών, πρωινή περιποίηση, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, ασφάλεια υγείας, κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων, ευεργετική παρέμβαση, βοηθάω, χωρίς υποστήριξη, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδα, φροντίδα ηιλικιωμένων,ατόμων με ειδικές ανάγκες, πρωινή περιποίηση, στήριξη από τον δάσκαλο, βοηθάω, βοηθώ, υπηρετώ, φροντίζω, μέριμνα μετά την αγορά, κρατική ενίσχυση, ίδρυμα, γραμμή εξυπηρέτησης, εργατικές κατοικίες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης assistenza

βοήθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lucy ha finito di montare il gazebo grazie all'assistenza di Dexter e dei suoi amici.
Η Λούσι ολοκλήρωσε το κιόσκι με τη βοήθεια του Ντέξτερ και των φίλων του.

περιποίηση, φροντίδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βοήθεια, αρωγή, συνδρομή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lui è responsabile principalmente per l'assistenza nelle riunioni.

φροντίδα, επίβλεψη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συμβουλευτική υπηρεσία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La scuola offriva assistenza per la preparazione del curriculum e la ricerca di lavoro.

βοήθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συντήρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho chiamato la manutenzione perché venissero a risolvere il problema idraulico.
Κάλεσα τη συντήρηση (or: το τμήμα συντήρησης) για να έρθουν να επιδιορθώσουν το πρόβλημα με τα υδραυλικά.

καθοδήγηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary ha mandato la sua amica da un consulente affinché le fornisca assistenza.
Η Μαίρη έστειλε τον φίλο της σε ένα δικηγόρο για να πάρει μερικές συμβουλές.

χείρα βοηθείας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non dimenticherò mai l'aiuto che mi hai offerto quando ero in difficoltà

υπηρεσίες υποστήριξης

συντήρηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo commerciante offre ricambi e assistenza.
Αυτός ο έμπορος προσφέρει εξαρτήματα και συντήρηση.

υποστήριξη, εξυπηρέτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se non riesci ad aggiustarlo da solo devi chiamare l'assistenza tecnica.

ιατροφαρμακευτική περίθαλψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο νησί παρέχεται από μια δωρεάν κλινική.

βοηθούμενος από κτ, υποβοηθούμενος από κτ

κηδεμονία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I genitori che lavorano hanno bisogno di una buona assistenza all'infanzia per i loro figli.

κέντρο εξυπηρέτησης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sicuramente qualcuno al servizio clienti può risolvere il tuo problema con il computer.

φροντίδα ηλικιωμένων

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ιατροφαρμακευτική περίθαλψη

(USA, Medicare) (των ΗΠΑ)

Entrambi i miei genitori sono coperti da assistenza sanitaria per anziani.

μετανοσηλευτική θεραπεία

(μετά από νοσηλεία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νομική βοήθεια

sostantivo femminile

ιατρική βοήθεια, πρώτες βοήθειες

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chiamate un'ambulanza! Quest'uomo ha bisogno di assistenza medica!

ιατρική περίθαλψη

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'ambulatorio locale offre un'assistenza sanitaria di massimo livello.

αλληλοβοήθεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινωνική πρόνοια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il parlamento sta discutendo un nuovo progetto di assistenza sociale per le famiglie meno abbienti.

εξυπηρέτηση πελατών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per lavorare all'assistenza clienti bisogna che piaccia sentire le lamentele della gente.

εξυπηρέτηση πελατών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In questo negozio devo sempre lamentarmi dell'assistenza al cliente.
Διαρκώς πρέπει να υποβάλλω παράπονα για την εξυπηρέτηση πελατών σε αυτό το κατάστημα.

δικηγόρος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Negli Stati Uniti, chiunque venga arrestato ha diritto all'assistenza legale.

γραφείο εξυπηρέτησης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κέντρο φιλοξενίας παιδιών

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συμβουλευτική υπηρεσία

sostantivo maschile (ψυχολογία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γραμμή εξυπηρέτησης πελατών

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'azienda la chiama assistenza telefonica clienti, ma io lo chiamo semplicemente servizio clienti.

τμήμα εξυπηρέτησης πελατών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επίγεια εξυπηρέτηση

(αεροσκάφος)

μακροχρόνια φροντίδα

sostantivo femminile

ιατρική περίθαλψη για εγκύους και λεχώνες

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'assistenza in maternità viene fornita gratuitamente dal Servizio Sanitario Nazionale.

υποστήριξη λογισμικού

(Η/Υ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεχνική υποστήριξη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεχνική υποστήριξη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τριτοβάθμια περίθαλψη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επείγουσα προσοχή

sostantivo femminile

εξυπηρέτηση μετά την πώληση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξυπηρέτηση πελατών

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρωινή περιποίηση

sostantivo femminile (παιδιού)

πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας

sostantivo femminile (medico di base)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασφάλεια υγείας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων

sostantivo maschile (per anziani e disabili) (ανάλογα με την περίπτωση)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ευεργετική παρέμβαση

sostantivo femminile

βοηθάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alcuni criminali si lavano la coscienza facendo l'elemosina ai poveri.

χωρίς υποστήριξη

locuzione aggettivale (persona)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φροντίδα, περίθαλψη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'assistenza infermieristica viene spontanea a Tom: da bambino soccorreva sempre gli uccelli feriti.

φροντίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando il paziente crollò a terra, l'infermiera si precipitò a prestare assistenza sanitaria.
Όταν κατέρρευσε ο ασθενής η νοσηλεύτρια έτρεξε να του προσφέρει βοήθεια.

φροντίδα ηιλικιωμένων,ατόμων με ειδικές ανάγκες

sostantivo femminile (in struttura)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ogni giorno porto mio padre all'assistenza per anziani in modo da poter fare le mie commissioni.

πρωινή περιποίηση

sostantivo femminile (ασθενούς)

στήριξη από τον δάσκαλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βοηθάω, βοηθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάτι, με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'agente Blue ha prestato assistenza nelle indagini sul recente omicidio.
Ο Αστυνόμος Μπλου βοήθησε στην πρόσφατη εξιχνίαση φόνου.

υπηρετώ, φροντίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il rifugio municipale fornisce assistenza per i bisogni delle persone senzatetto.

μέριμνα μετά την αγορά

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατική ενίσχυση

sostantivo femminile

ίδρυμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha imparato l'inglese grazie alle lezioni serali presso il centro gestito dall'assistenza sociale.

γραμμή εξυπηρέτησης

sostantivo femminile

Se non siete soddisfatti di questo prodotto, potete chiamare il nostro servizio di assistenza telefonica, che è disponibile 24 ore al giorno.

εργατικές κατοικίες

sostantivo femminile

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assistenza στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.