Τι σημαίνει το lega στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lega στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lega στο Ιταλικό.

Η λέξη lega στο Ιταλικό σημαίνει σύνδεσμος, κράμα, λεύγα, λίγκα, κράμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αναμειγνύω, δένω, απολινώνω, δένω, ασφαλίζω, ενώνω, δένω κτ σε κτ, δένω, ασφαλίζω, περιορίζω, ζεύω, δένω, δένω, δένω, δένω με ιμάντα, συνδέομαι, είμαι συνδεδεμένος, δένω κτ με κτ άλλο, δένω, στερεώνω, κουμπώνω, προσδένω, δένω, μπλέκω κτ σε κτ, δένω σφικτά, κολλάω, δένω, συνδέω κτ με κτ, δένω, δένω, δένω, είμαι δεμένος, στερεώνω, ασφαλίζω, σφραγίζω, δένω, πλέκω, δεματιάζω, τυλίγω, δένω, δένω, δένω κτ/κπ σε κτ/κπ με αλυσίδα, δεσμεύω, δένω, συνασπίζομαι, σύμμεικτος, φθηνιάρικος, δεύτερη κατηγορία, μολυβδοκασσίτερος, συμμετέχων σε κάποιο πρωτάθλημα ή κατηγορία, Κοινωνία των Εθνών, ενώνομαι, πρώτης κατηγορίας, πρώτης εθνικής, καλάι, κράμα χάλυβα, ασήμαντος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lega

σύνδεσμος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I ricchi signori hanno deciso di fondare una lega per perseguire i propri interessi.
Οι ευγενείς αποφάσισαν να συστήσουν έναν σύνδεσμος για τα ενδιαφέροντά τους.

κράμα

sostantivo femminile (tecnica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'ottone è una lega di rame e zinco.

λεύγα

sostantivo femminile (unità di misura)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il cavaliere ha fatto molte leghe in poco tempo.

λίγκα

sostantivo femminile (sport) (αθλητισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il giocatore del college è stato preso nella lega sportiva non appena si è laureato.

κράμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'aggiunta della lega ridusse la resistenza del metallo.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(sport)

αναμειγνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scienziato ha fatto una lega di stagno e rame per produrre bronzo.
Ο επιστήμονας ανέμειξε κασσίτερο με χαλκό για να φτιάξει μπρούτζο.

δένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli operai legano i tronchi insieme prima di trasportarli alla fabbrica.

απολινώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (chirurgia) (ιατρική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω, ασφαλίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενώνω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω κτ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (με λουρί, σκοινί κτλ.)

Può legare il suo cavallo a quella ringhiera.
Μπορείς να δέσεις το άλογό σου σ' αυτό το κάγκελο.

δένω, ασφαλίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joe preparò un pacchetto e lo legò con un nastro.

περιορίζω

(figurato: vincolare) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (animale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho imparato a legare l'arrosto al corso di cucina.

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fuorilegge legò e imbavagliò la donna.
Ο εγκληματίας έδεσε και φίμωσε τη γυναίκα.

δένω

(lacci di scarpe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il corridore legò i lacci delle scarpe stretti prima di iniziare la corsa.
Η δρομέας έδεσε σφιχτά τα κορδόνια της πριν αρχίσει το τρέξιμο.

δένω με ιμάντα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Clint legò saldamente le casse sul camion.
Ο Κλιντ έδεσε γερά τα κιβώτια στο φορτηγό.

συνδέομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il do è legato oltre la battuta per mezza misura.

είμαι συνδεδεμένος

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La quarta nota e l'ottava erano legate.

δένω κτ με κτ άλλο

Legò il pacco con una spessa corda.
Έδεσε το πακέτο με έναν χοντρό σπάγγο.

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con fune)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il marinaio legò all'albero maestro la scatola contenente le scorte di cibo così non sarebbe stata portata fuoribordo dall'acqua.

στερεώνω

(έμφαση στο στήριγμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jamie ha attaccato un appunto per la maestra sulla manica del figlio, così non si sarebbe dimenticato.
Η Τζέιμι έβαλε (or: τοποθέτησε) στο μανίκι του γιου της ένα σημείωμα για τη δασκάλα του, ώστε να μην το ξεχάσει.

κουμπώνω

(vestito)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vieni amore, fatti chiudere il cappotto dalla nonna.
Έλα γλυκέ μου, άσε τη γιαγιά να κουμπώσει το παλτό σου.

προσδένω, δένω

(ζώνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prego allacciare le cinture di sicurezza prima del decollo.
Παρακαλούμε προσδέστε (or: δέστε) τις ζώνες ασφαλείας σας πριν την απογείωση.

μπλέκω κτ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε σχοινιά κλπ.)

Il cucciolo era aggrovigliato in una matassa di fili.

δένω σφικτά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κολλάω, δένω

(di persone) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stiamo davvero iniziando a legare (or: essere uniti) come squadra.

συνδέω κτ με κτ

Il titolare vuole evitare di legare la sua azienda a qualsiasi partito politico.

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ulisse chiese al suo equipaggio di legarlo all'albero della nave.

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James mise le valige sul portapacchi e le legò saldamente.

δένω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tieni fermo il pannello di legno per qualche minuto finché l'adesivo aderisce.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι δυο τους έχουν δέσει πολύ καλά από τότε που άρχισαν να δουλεύουν μαζί.

είμαι δεμένος

verbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ, παθ: σε κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
È vincolato al suo lavoro da una clausola contrattuale.

στερεώνω, ασφαλίζω, σφραγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jenna chiuse la cassa di imballo e la fissò con delle corde.
Η Τζέννα έκλεισε τη βαλίτσα και την έδεσε με σπάγγο.

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con corda: alpinismo, nautica, ecc.) (με σχοινί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλέκω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Unire due punti a maglia è un metodo comune per la riduzione.

δεματιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'allevatore avvolge il fieno in balle e lo sistema in un fienile per nutrire gli animali.

τυλίγω, δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lega il pacco con dello spago.

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Annodò una corda intorno al pacco regalo.
Έδεσε τον σπάγκο γύρω από το δώρο.

δένω κτ/κπ σε κτ/κπ με αλυσίδα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando parcheggi la bici, ricordati di legarla a un albero o a una rastrelliera per biciclette.
Όταν παρκάρεις το ποδήλατό σου θυμήσου να το δένεις με αλυσίδα σε μια ράμπα ποδηλάτων ή σε ένα δέντρο.

δεσμεύω

(per legge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il contratto vincola il firmatario alle suddette clausole.
Το συμβόλαιο δεσμεύει τον υπογράφοντα να τηρήσει τις παραπάνω προϋποθέσεις.

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κορδόνια παπουτσιών)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah ha annodato i suoi lacci e se n'è andata.

συνασπίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli stati si allearono per proteggersi a vicenda dall'invasione.

σύμμεικτος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nuova automobile ha i cerchi in lega.
Το νέο αυτοκίνητο έχει τροχούς από κράμα μετάλλων.

φθηνιάρικος

aggettivo (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δεύτερη κατηγορία

sostantivo femminile (sport) (ΗΠΑ, αθλητισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È un calciatore professionista ma milita in una lega minore.

μολυβδοκασσίτερος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συμμετέχων σε κάποιο πρωτάθλημα ή κατηγορία

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Κοινωνία των Εθνών

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ενώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli abitanti unirono le forze per combattere gli insetti invasori.

πρώτης κατηγορίας, πρώτης εθνικής

(σε άθλημα)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

καλάι

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Potete comprare un rocchetto di lega per saldatura in quasi tutti i negozi di ferramenta.

κράμα χάλυβα

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ασήμαντος

(figurato, spregiativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lega στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.