Τι σημαίνει το maggiore στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης maggiore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του maggiore στο Ιταλικό.

Η λέξη maggiore στο Ιταλικό σημαίνει μεγαλύτερος, ταγματάρχης, ματζόρε, ματζόρε, σε ματζόρε, μεγαλύτερος, μείζων, μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, μοίραρχος, μεγαλύτερος, πρωτότοκος, ο μεγαλύτερος, ο μεγάλος, βαθμός ταγματάρχη, κύριος, βασικός, μεγαλύτερος, πάνω από, ύπατος, απαιτούμενη από το νόμο ηλικία, κυρίως, παλαιότητα, πλειοδότηση, αρχιτυμπανιστής, αχριτυμπανίστρια, Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου, ανωτέρα βία, ενηλικότητα, αυθεντία, νόμιμη ηλικία, Μεγάλη Άρκτος, αρχιλοχίας, Μεγάλη Άρκτος, ενηλικίωση, συμφέρον, αργυροτσικνιάς, αυξημένος κίνδυνος, Joint Chief of Staff, ανώτερος νομικός σύμβουλος, βασική πηγή εισοδήματος, βασική πηγή εσόδων, καλλιτρίχη, Ardea herodias, θεομηνία, ξεπερνάω σε παραγωγή, ξεπερνώ, μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος, θεομηνία, πάνω από, προσωπικό, ενηλικίωση, επιταχύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης maggiore

μεγαλύτερος

aggettivo (quantità) (αριθμός, ποσότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Inserisci il tuo reddito o 20.000 $, qualunque sia maggiore.
Συμπληρώστε το εισόδημά σας ή $20.000, οποιοδήποτε ποσό είναι μεγαλύτερο.

ταγματάρχης

sostantivo maschile (grado militare)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Dopo cinque anni nell'esercito ha conseguito il grado di maggiore.
Μετά από πέντε χρόνια στον στρατό, πήρε το αξίωμα του ταγματάρχη.

ματζόρε

aggettivo

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
La canzone è stata scritta in do maggiore.
Αυτό το τραγούδι έχει γραφτεί σε Ντο ματζόρε (or: μείζονα).

ματζόρε

aggettivo (musica)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Devo esercitarmi nella scala di fa maggiore al pianoforte.
Πρέπει να κάνω εξάσκηση στην κλίμακα Λα ματζόρε (or: μείζονα) στο πιάνο.

σε ματζόρε

aggettivo (musica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il Canone in re maggiore di Pachelbel è un pezzo ben noto.
Ο Κανόνας σε Ρε ματζόρε (or: μείζονα) του Πάχαλμπελ είναι ένα πολύ γνωστό κομμάτι.

μεγαλύτερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando saremo lì avremo già completato la maggior parte del viaggio.
Έχουμε ήδη ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής.

μείζων

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In un sillogismo la premessa maggiore contiene il termine che è il predicato della conclusione.
Σε ένα συλλογισμό, η μείζων πρόταση περιέχει τον όρο που αποτελεί το κατηγόρημα του συμπεράσματος.

μεγαλύτερος

aggettivo (rilevanza)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nostra maggiore preoccupazione è rimanere senza soldi.
Η μεγαλύτερή μας ανησυχία είναι ότι θα τελειώσουν τα χρήματα.

μεγαλύτερος

aggettivo (età)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sorella maggiore di Fiona è un avvocato.
Η μεγαλύτερη αδερφή της Φιόνα είναι δικηγόρος.

μοίραρχος

sostantivo maschile (aviazione GB) (αεροπορία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha tre fratelli maggiori e uno minore.
Έχει τρεις μεγαλύτερες αδελφές και μια μικρότερη.

πρωτότοκος

(figlio, figlia) (πρώτο παιδί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si prevede che la sua figlia maggiore prenda in mano gli affari di famiglia.

ο μεγαλύτερος, ο μεγάλος

sostantivo maschile (età)

So che sono fratelli, ma chi è il maggiore?
Ξέρω πως είναι αδέρφια, ποιος είναι όμως ο μεγαλύτερος;

βαθμός ταγματάρχη

sostantivo maschile (grado militare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'ufficiale fu promosso a maggiore per il suo servizio esemplare.

κύριος, βασικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nostra prima preoccupazione è la sicurezza dei bambini.
Η κύρια έννοια μας είναι η ασφάλεια των παιδιών.

μεγαλύτερος

(fratelli, sorelle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mia sorella più grande è sempre cattiva con me.
Η μεγαλύτερη αδερφή μου είναι πάντα κακιά μαζί μου.

πάνω από

Questo prodotto non dovrebbe essere usato a temperature di trenta gradi o più.
Αυτό το προϊόν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε θερμοκρασία πάνω από τριάντα βαθμούς.

ύπατος

aggettivo (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era l'Alto Commissario della Giamaica.

απαιτούμενη από το νόμο ηλικία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυρίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le vittime erano soprattutto donne e bambini.
Τα θύματα ήταν κυρίως γυναίκες και παιδιά.

παλαιότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'ordine dei turni si basa sulla superiorità di grado per maggiore anzianità di servizio.

πλειοδότηση

sostantivo femminile (aste)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχιτυμπανιστής, αχριτυμπανίστρια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Il tamburo maggiore guidava la banda lungo il percorso della sfilata.

Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου

sostantivo maschile (militare)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανωτέρα βία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'assicurazione sulla spedizione non copre la pirateria o altre cause di forza maggiore.

ενηλικότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si è soggetti alla tutela dei genitori fino al raggiungimento della maggiore età.

αυθεντία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Secondo alcuni dei maggiori esperti, la città di Istanbul deve aspettarsi un terremoto violento entro i prossimi cento anni,

νόμιμη ηλικία

sostantivo femminile

Il governo sta considerando di alzare la maggiore età per la patente da 17 a 18.

Μεγάλη Άρκτος

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αρχιλοχίας

sostantivo maschile (militare)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Μεγάλη Άρκτος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho riconosciuto l'Orsa Maggiore sulla mappa stellare.

ενηλικίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"Cinema Paradiso" è un film che parla del diventare maggiorenne di un ragazzo italiano.

συμφέρον

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αργυροτσικνιάς

sostantivo maschile (tipo di uccello) (πτηνό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'airone bianco maggiore, il più grande airone bianco americano, è molto diffuso in Florida.

αυξημένος κίνδυνος

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se fumi hai un maggiore rischio di sviluppare un tumore ai polmoni.

Joint Chief of Staff

sostantivo plurale maschile (αξίωμα στρατού ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανώτερος νομικός σύμβουλος

(νομική)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

βασική πηγή εισοδήματος, βασική πηγή εσόδων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καλλιτρίχη

sostantivo femminile (υδρόβιο φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ardea herodias

sostantivo maschile (επίσημο: είδος ερωδιού)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

θεομηνία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξεπερνάω σε παραγωγή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος

(σε αριθμό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι μεγαλύτερες (or: πιο μεγάλες) αυξήσεις σε θέσεις εργασίας έγιναν στα Νοτιοανατολικά.

θεομηνία

sostantivo femminile (clausola: evento imprevedibile)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La compagnia assicurativa si è rifiutata di pagare, asserendo che i danni sono stati provocati da forza maggiore.

πάνω από

locuzione aggettivale

Nel Regno Unito devi avere più di diciotto anni per comprare alcolici. Si stima che a queste elezioni l'affluenza possa essere maggiore dell'80%.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, πρέπει να είσαι πάνω από δεκαοκτώ για να αγοράσεις αλκοόλ. Η συμμετοχή στις εκλογές αναμένεται να είναι πάνω από 80% για αυτές τις εκλογές.

προσωπικό

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È diventato un ufficiale dello Stato Maggiore.

ενηλικίωση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I giovani criminali hanno ricevuto una sentenza meno dura perché non avevano ancora raggiunto la maggiore età.

επιταχύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (di motore)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'installazione di un migliore sistema di scarico darà maggiore potenza al motore della tua auto.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του maggiore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.