Τι σημαίνει το generale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης generale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του generale στο Ιταλικό.
Η λέξη generale στο Ιταλικό σημαίνει γενικός, στρατηγός, πτέραρχος, γενικός, γενικός, στρατηγός, γενικός, καθολικός, γενικός, γενικός, απόλυτος, γενικά, είδος εξετάσεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κοινώς αποδεκτό, γενικά, συνολικά, κατά γενική συναίνεση, γενικά, συνολικά, γενικά, γενικές εξετάσεις, γενικός εισαγγελέας, γενικός διευθυντής, γενική διευθύντρια, ταξίαρχος, στρατηγία, γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας, επίσημη πρόβα, τελική πρόβα, γενική ιδέα, καθιερωμένες απόψεις, στρατηγός τεσσάρων αστέρων, γενική αναισθησία, γενική συναίνεση, γενικές γνώσεις, γενική ιατρική, γενικός κανόνας, γενική απεργία, θεωρία της σχετικότητας, τελικό ποσό, γενικός επιθεωρητής, σχέδιο, εμπειρικός κανόνας, χονδρική εκτίμηση, μόνιμο πληρεξούσιο, γενική μορφολογία, ο ευρύτερος κόσμος, γενικός διευθυντής, υποστράτηγος, συνοπτική παρουσίαση, Ετήσια Γενική Συνέλευση, ετήσια γενική συνέλευση, γενικός εφημέριος, αντιεισαγγελέας, η μεγάλη εικόνα, γενική εκπαίδευση, γενική παιδεία, παίρνω μια ιδέα από κτ, αρχηγείο, γενικές γνώσεις, διευθυντής, διευθύντρια, επαναληπτικός, γενικά, γενικώς, Γενικός Γραμματέας, αντιεισαγγελέας, γενική ιατρική, εκπρόσωπος, εκπρόσωπος, σε σχέση με το τι γίνεται στον κόσμο, καταρτίζω ένα γενικό σχέδιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης generale
γενικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa è una regola generale che si applica a tutti i miei dipendenti. Αυτός είναι ένας γενικός κανόνας που ισχύει για όλους τους υπαλλήλους μου. |
στρατηγόςsostantivo maschile (militare) (στρατός ξηράς) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il generale disse ai suoi sergenti di avanzare. Ο στρατηγός είπε στους λοχίες του να προχωρήσουν. |
πτέραρχοςsostantivo maschile (militare) (αεροπορία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il generale ha fatto un discorso di incoraggiamento a tutti i comandanti di squadriglia. |
γενικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'opinione generale è che ha fatto un grosso errore. Η γενική αίσθηση είναι ότι έκανε μεγάλο λάθος. |
γενικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho un'idea generale di quello che sta dicendo. Έχω μια γενική ιδέα για τι πράγμα μιλάει. |
στρατηγόςsostantivo maschile (esercito) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γενικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il calo complessivo di popolazione era di circa un milione. Ο γενικός πληθυσμού μειώθηκε κατά ένα εκατομμύριο περίπου. |
καθολικός, γενικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il fatto che tutte le persone hanno il diritto alla vita, alla libertà e al perseguimento della felicità è un principio universale. |
γενικόςaggettivo (non specifico) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Erano lamentele generiche, non riguardavano nessuno in particolare. |
απόλυτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'era un caos totale a causa dello sciopero dei mezzi di trasporto. |
γενικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
είδος εξετάσεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κοινώς αποδεκτόsostantivo femminile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È opinione generale che la democrazia sia la miglior forma di governo. |
γενικά, συνολικάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I ricavi della raccolta fondi andranno a beneficio della scuola e della comunità in generale. |
κατά γενική συναίνεσηavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La mozione è stata approvata con il consenso generale. |
γενικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) In generale preferisco il cioccolato al latte rispetto a quello fondente. Γενικά προτιμώ τη σοκολάτα γάλακτος απ' τη σοκολάτα υγείας. |
συνολικά, γενικάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Alcuni attori sono pessimi, ma nel complesso è un film divertente. |
γενικές εξετάσεις(controllo medico) (ιατρικές) Ho un appuntamento dal medico domani, ma non preoccuparti: è solo un regolare check-up. |
γενικός εισαγγελέαςsostantivo maschile |
γενικός διευθυντής, γενική διευθύντριαsostantivo maschile Questa settimana il direttore generale dell'azienda è all'estero. |
ταξίαρχοςsostantivo maschile (grado militare) (στρατός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στρατηγίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέαςsostantivo maschile (USA) Eric H. Holder, Jr. è entrato in carica come Procuratore Generale degli Stati Uniti il 3 febbraio 2009. |
επίσημη πρόβα, τελική πρόβαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non potrò assistere allo spettacolo domani ma spero di vedere la prova generale. |
γενική ιδέαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lei non ha compreso completamente il saggio ma ne ha colto l'idea generale. |
καθιερωμένες απόψειςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'opinione diffusa è che lei sarà il prossimo Direttore Generale. |
στρατηγός τεσσάρων αστέρωνsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) D.D. Eisenhower era un generale a 4 stelle |
γενική αναισθησίαsostantivo maschile (medicina) Gli anestetici generali vengono usati in ambito ospedaliero prima di interventi chirurgici importanti. |
γενική συναίνεσηsostantivo maschile Non abbiamo votato ma c'è stato il consenso generale per le decisioni prese. |
γενικές γνώσειςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La nostra squadra ha vinto il quiz grazie alla nostra vasta cultura generale. |
γενική ιατρικήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo specialista di medicina generale non cura patologie dei vari organi, ma cura le persone. |
γενικός κανόναςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La regola generale è che i parenti della sposa paghino il matrimonio. Ο γενικός κανόνας είναι ότι οι γονείς της νύφης πληρώνουν το γάμο. |
γενική απεργίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Uno sciopero generale può far cadere facilmente un governo. È stato uno sciopero generale senza precedenti: praticamente nessuno in città è andato a lavorare quel giorno. Μια γενική απεργία θα μπορούσε εύκολα να ρίξει την κυβέρνηση. Η γενική απεργία ήταν πολύ εντυπωσιακή: ουσιαστικά κανένας σε όλη την πόλη δεν πήγε στη δουλειά εκείνη την ημέρα. |
θεωρία της σχετικότηταςsostantivo femminile (fisica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La teoria della relatività generale di Einstein soppiantò la teoria della gravitazione di Newton. |
τελικό ποσόsostantivo maschile (contabilità) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Secondo il bilancio di fine anno, il totale generale delle entrate è stato di dieci milioni di euro. |
γενικός επιθεωρητήςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχέδιοsostantivo maschile (ευρείας κλίμακας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Stasera il consiglio rivelerà il piano generale per massimizzare i profitti dell'azienda. |
εμπειρικός κανόναςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La regola generale quando si fa il bucato è tenere separati i vestiti chiari e quelli scuri. Ο εμπειρικός κανόνας όταν πλένεις ρούχα είναι να ξεχωρίζεις τα ανοιχτόχρωμα από τα σκουρόχρωμα. |
χονδρική εκτίμησηsostantivo maschile |
μόνιμο πληρεξούσιο
|
γενική μορφολογίαsostantivo femminile |
ο ευρύτερος κόσμος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
γενικός διευθυντήςsostantivo maschile |
υποστράτηγοςsostantivo maschile (militare) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
συνοπτική παρουσίασηsostantivo maschile (documento) |
Ετήσια Γενική Συνέλευσηsostantivo femminile (Annual General Meeting) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ετήσια γενική συνέλευσηsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γενικός εφημέριοςsostantivo maschile |
αντιεισαγγελέαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
η μεγάλη εικόναsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γενική εκπαίδευση, γενική παιδείαsostantivo femminile (non specialistica) |
παίρνω μια ιδέα από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (argomento, procedura) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρχηγείοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γενικές γνώσεις
Πραγματικά απορώ πώς αποκτά όλες αυτές τις γενικές γνώσεις! |
διευθυντής, διευθύντριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Il direttore generale era severo, ma giusto. Ο διευθυντής ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος. |
επαναληπτικόςsostantivo femminile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il cast si è riunito per una prova generale prima dello spettacolo serale. |
γενικά, γενικώςlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ad Amy piacciono la musica, il teatro, la letteratura e in generale tutto ciò che è artistico. |
Γενικός Γραμματέαςsostantivo maschile |
αντιεισαγγελέαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
γενική ιατρικήsostantivo femminile (specializzazione del medico di base) |
εκπρόσωπος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
εκπρόσωπος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
σε σχέση με το τι γίνεται στον κόσμο(situazione) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταρτίζω ένα γενικό σχέδιοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του generale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του generale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.