Τι σημαίνει το ufficiale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ufficiale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ufficiale στο Ιταλικό.
Η λέξη ufficiale στο Ιταλικό σημαίνει επίσημος, επίσημος, επίσημος, επίσημος, αξιωματούχος, λειτουργός, αξιωματικός, αξιωματικός, επίσημος, αξιωματικός, αντιεισαγγελέας, επίσημος, επίσημος, εν μέρει επίσημος, ανθυπασπιστής, επίσημα, υπεύθυνος πρόσληψης προσωπικού, υπεύθυνη πρόσληψης προσωπικού, διοικητής, δικαστικός επιμελητής, δικαστική επιμελήτρια, εφημερίδα, πλοηγός, αξιωματούχος, αξιωματική αντιπολίτευση, αξιωματικός του ναυτικού, επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσα, νόμιμος/επίσημος εκπρόσωπος, δήλωση, αναφορά, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αξιωματικός του στρατού, ληξίαρχος της κομητείας, τυπική εκπαίδευση, επίσημη προειδοποίηση, εγκαίνια, υπεύθυνος στέγασης, υπεύθυνη στέγασης, άτομο με άδεια τέλεσης γάμου, επίσημη ανακοίνωση, επίσημη δήλωση, επίσημη γραμμή, επίσημη σφραγίδα, αξιωματούχος, βαθμοφόρος στρατιωτικός, ορκωμοσία, μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, στρατιωτική ιατρός, στρατιωτική γιατρός, συντάσσω επίσημο έγγραφο, εγγράφω, μομφή, ταξίδι, ορκωμοσία, υπεύθυνος προμηθειών, υπεύθυνη προμηθειών, επίσημη πρόσκληση, υποπλοίαρχος, ύπαρχος, υγειονομικός υπάλληλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ufficiale
επίσημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dopo il disastro è stata annunciata un'inchiesta ufficiale. Μετά την καταστροφή, διατάχθηκε επίσημη έρευνα. |
επίσημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il latino è la lingua ufficiale della chiesa cattolica romana. Τα λατινικά είναι η επίσημη γλώσσα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. |
επίσημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un editto è un decreto ufficiale del re. Το έδικτο είναι το επίσημο διάταγμα του βασιλιά. |
επίσημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Conosciamo tutti la verità, ma la storia ufficiale è diversa! |
αξιωματούχος, λειτουργός
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il medico legale è un funzionario statale. Ο ανακριτής είναι αξιωματούχος (or: λειτουργός) του κράτους. |
αξιωματικόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Sonia è un ufficiale dell'esercito. Η Σόνια είναι αξιωματικός του στρατού. |
αξιωματικόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επίσημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il governo pubblica un rapporto ufficiale sull'occupazione ogni trimestre. |
αξιωματικόςsostantivo maschile (marina) (στο ναυτικό) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Fred ha lavorato come ufficiale su una nave. |
αντιεισαγγελέας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
επίσημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il giudice ha prestato giuramento nel corso di una cerimonia ufficiale. |
επίσημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un segnale ufficiale di attenzione che bisogna rispettare. |
εν μέρει επίσημος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Siamo solo un organo semiufficiale e non possiamo darti altro che una raccomandazione. |
ανθυπασπιστής(militare) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
επίσημα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La cerimonia serviva ad introdurlo ufficialmente nell'ordine. |
υπεύθυνος πρόσληψης προσωπικού, υπεύθυνη πρόσληψης προσωπικού
Il reclutatore ha presentato alcuni potenziali candidati al responsabile delle assunzioni. |
διοικητής
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
δικαστικός επιμελητής, δικαστική επιμελήτριαsostantivo maschile L'ufficiale giudiziario ha eseguito l'ordinanza di sfratto. Ο δικαστικός επιμελητής επέδωσε την εντολή έξωσης. |
εφημερίδαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλοηγόςsostantivo maschile (πλοίο) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αξιωματούχοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αξιωματική αντιπολίτευσηsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Fa parte dell'opposizione. |
αξιωματικός του ναυτικούsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La lingua ufficiale in Italia è l'italiano. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Καναδάς έχει δυο επίσημες γλώσσες, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά. |
νόμιμος/επίσημος εκπρόσωποςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il portavoce ufficiale del ministro ha rifiutato di commentare l'evento. |
δήλωση, αναφοράsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Secondo questa memoria ufficiale, l'economia statunitense collasserà, senza un intervento del governo. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile (marina) |
αξιωματικός του στρατού
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
ληξίαρχος της κομητείαςsostantivo maschile (USA) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
τυπική εκπαίδευσηsostantivo femminile (scuola) (εντός σχολικού συστήματος) |
επίσημη προειδοποίησηsostantivo femminile |
εγκαίνιαsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
υπεύθυνος στέγασης, υπεύθυνη στέγασης
|
άτομο με άδεια τέλεσης γάμουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επίσημη ανακοίνωση, επίσημη δήλωσηsostantivo maschile |
επίσημη γραμμήsostantivo femminile (μεταφορικά) |
επίσημη σφραγίδαsostantivo maschile |
αξιωματούχοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
βαθμοφόρος στρατιωτικόςsostantivo maschile (τοποθετημένος σε βαθμό) |
ορκωμοσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στρατιωτική ιατρός, στρατιωτική γιατρός(donna) |
συντάσσω επίσημο έγγραφοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho fatto redigere l'atto di vendita della mia proprietà al notaio e, prima di firmare, l'ho fatto controllare dal mio avvocato. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι δικηγόροι συντάσσουν ένα επίσημο έγγραφο, το οποίο περιγράφει τον διακανονισμό του διαζυγίου μου. |
εγγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (σε λίστα ή επιτροπή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μομφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'esercito votò una nota di censura ufficiale quando fu scoperto il colpevole del vandalismo. |
ταξίδιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ορκωμοσίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπεύθυνος προμηθειών, υπεύθυνη προμηθειώνsostantivo maschile (militare: responsabile derrate) |
επίσημη πρόσκληση
|
υποπλοίαρχοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
ύπαρχος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
υγειονομικός υπάλληλοςsostantivo maschile |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ufficiale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ufficiale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.