Τι σημαίνει το pure στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pure στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pure στο Ιταλικό.

Η λέξη pure στο Ιταλικό σημαίνει πουρές, πολτός, επίσης, επίσης, ακόμα, παρακαλώ, επίσης, επιπλέον, πολτός, καθαρός, παρθένος, αψεγάδιαστος, άψογος, καθαρός, αμιγής, καθαρός, ανόθευτος, αψεγάδιαστος, καθαρός, αγνός, θεωρητικός, καθαρός, σκέτος, πραγματικός, αληθινός, αγνός, αγνός, παρθένος, άψογος, αψεγάδιαστος, απλός, σκέτος, αυθεντικός, γνήσιος, αγνός, καθαρός, αγνός, άσπιλος, αγνός, αθώος, αγνός, γλυκός, απροκάλυπτος, αγνός, μόνο, μόλις, άγιος, αδιάλυτος, καθαρός, αδιάφθορος, αμόλυντος, άψογος, άμεμπτος, αμιγής, άσπιλος, ασπίλωτος, ακηλίδωτος, φρέσκος, καθαρός, καθαρός, λειωμένος, αλεσμένος, υπερβολικά, και εγώ το ίδιο, Δώσ' του να καταλάβει!, πουρές, πουρές, απλά, απλώς, παίρνω όσο θέλω, βάζω όσο θέλω, κι εγώ, κι εγώ το ίδιο, ελεύθερα, Και εγώ!, Και εγώ το ίδιο!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pure

πουρές

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Lo spezzatino di agnello è stato servito con un purè di piselli.

πολτός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επίσης

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se mi scrivi, anch'io ti scriverò.
Αν μου γράψεις, θα σου γράψω και (or: κι) εγώ.

επίσης, ακόμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Papà ci ha permesso di utilizzare la sua macchina oggi. Inoltre ci darà un po' di soldi da spendere!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι όμορφη, αλλά και έξυπνη συνάμα.

παρακαλώ

(consentire cortesemente)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Non farti problemi se vuoi prendere in prestito un libro.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Παρακαλώ καλέστε, αν χρειάζεστε βοήθεια. Αν θέλεις να δανειστείς κάποιο βιβλίο, παρακαλώ μη διστάζεις.

επίσης

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Voglio andare al cinema e anche lei.
Θέλω να πάω σινεμά, το ίδιο και εκείνη.

επιπλέον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'auto è troppo cara, ed è pure brutta.
Το αυτοκίνητο είναι ακριβό και, επιπλέον, άσχημο.

πολτός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il dessert era una purea di frutta su del gelato.
Το επιδόρπιο ήταν κάποιο είδος πολτού φρούτων πάνω από λίγο παγωτό.

καθαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'oro puro è troppo tenero per essere modellato in gioielli e deve essere mescolato con altri metalli.
Ο καθαρός χρυσός είναι πολύ μαλακός για την κατασκευή κοσμημάτων και πρέπει να αναμιχθεί με άλλα μέταλλα.

παρθένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'acqua pura del lago adesso è minacciata.
Το παρθένο νερό της λίμνης απειλείται τώρα.

αψεγάδιαστος, άψογος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθαρός, αμιγής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alan ha bevuto dell'acqua pura dalla sorgente di montagna.
Ο Άλαν ήπιε καθαρό νερό από το ρυάκι του βουνού.

ανόθευτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una piccola quantità di eroina pura vale un sacco di soldi.

αψεγάδιαστος

aggettivo (δέρμα, επιδερμίδα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È una gemma pura, senza imperfezioni.
Είσαι τόσο τυχερή που έχεις τέτοιο δέρμα, όμορφο και αψεγάδιαστο!

καθαρός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il mio distacco è sfumato in una pura commozione.

αγνός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John è un buon uomo con un'anima pura.

θεωρητικός

aggettivo (scienze: non applicato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Yasmin studia matematica pura a Oxford.

καθαρός, σκέτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È stata pura fortuna che l'abbia visto; se fossi passata per quella strada un minuto dopo non avrei mai saputo che era lì.

πραγματικός, αληθινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il ristorante serve un autentico banchetto di specialità regionali.

αγνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγνός, παρθένος

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άψογος, αψεγάδιαστος

(figurato: moralmente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mia fedina di guidatore è immacolata: non ho mai fatto un incidente.

απλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una torta di mele semplice è fatta solo con mele.

σκέτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi piace mangiare scondito, senza sale, pepe o spezie.

αυθεντικός, γνήσιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'ufficio metalli preziosi ha detto che era argento puro.
Ο αρμόδιος εκτιμητής είπε ότι ήταν αυθεντικό (or: γνήσιο) ασήμι.

αγνός

aggettivo (sessualmente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In epoca vittoriana dalle donne ci si aspettava che restassero caste fino al matrimonio.

καθαρός, αγνός

aggettivo (figurato) (μτφ: συναίσθημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άσπιλος, αγνός, αθώος

aggettivo (figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Veronica ha avuto molti ragazzi e non è così candida come sembra.

αγνός

(sessualmente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γλυκός

aggettivo (aria) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo respirato l'aria pura della foresta.

απροκάλυπτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In una pura dimostrazione del suo potere, il governo arrestò i contestatori.
Σε μια απροκάλυπτη (or: ωμή) επίδειξη ισχύος, η κυβέρνηση φυλάκισε τους διαδηλωτές.

αγνός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Olivia guardava fuori dalla finestra la neve immacolata ancora non calpestata da nessuno.

μόνο, μόλις

(για ποσότητα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il contadino ha raccolto appena 200 libbre di patate in tutto il suo campo.
Ο αγρότης έβγαλε μόνο 100 κιλά πατάτες από ολόκληρο το χωράφι του.

άγιος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non fare finta di essere santo, so che hai copiato al test.

αδιάλυτος, καθαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stan si è sentito molto male dopo aver bevuto troppa vodka non diluita.

αδιάφθορος

aggettivo (για ανθρώπους)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αμόλυντος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άψογος, άμεμπτος

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sua reputazione senza macchia lo rendeva una buona scelta per il posto.
Η άψογη φήμη της την έκανε καλή υποψήφια για τη θέση.

αμιγής

(metallurgia) (μέταλλο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άσπιλος, ασπίλωτος, ακηλίδωτος

(figurato) (μτφ: ηθική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φρέσκος, καθαρός

aggettivo (aria)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Apriamo una finestra per far entrare un po' d'aria fresca.

καθαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mio padre vuole il suo whiskey liscio. Dice che persino il ghiaccio ne altera il sapore.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η βότκα τριπλής απόσταξης ήταν πολύ καθαρή.

λειωμένος, αλεσμένος

(φαγητό, γενικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Faccio il purè di patate con latte e burro.
Εγώ φτιάχνω τον πουρέ πατάτας με γάλα και βούτυρο.

υπερβολικά

avverbio (ironico: eccessivamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

και εγώ το ίδιο

(informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Δώσ' του να καταλάβει!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Posso provare la tua bicicletta?" "Certo, fai pure!"

πουρές

sostantivo maschile (πατάτας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A mio figlio piace sempre un piatto di salsicce, cipolle fritte e purè di patate.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το αγαπημένο μου φαγητό είναι μπριζόλα με πουρέ.

πουρές

(πατάτας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fred ha versato l'intingolo sul purè di patate.
Ο Φρεντ έβαλε σάλτσα πάνω στον πουρέ του.

απλά, απλώς

verbo (senza permesso)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sì, certo che puoi fare uno spuntino: fa' pure e prendi ciò che vuoi.

παίρνω όσο θέλω, βάζω όσο θέλω

(plurale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ci sono tante cose da bere e da mangiare, ragazzi - servitevi pure.
Παιδιά, υπάρχει αρκετό φαγητό και ποτά, βάλτε όσο θέλετε.

κι εγώ, κι εγώ το ίδιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"Sono così stanca che potrei addormentarmi sulla scrivania." "Anch'io".

ελεύθερα

interiezione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se vuoi un po' di limonata, fai pure!

Και εγώ!, Και εγώ το ίδιο!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Simon farà 40 anni la settimana prossima? Anch'io!

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pure στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.