Τι σημαίνει το calma στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης calma στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του calma στο Ιταλικό.

Η λέξη calma στο Ιταλικό σημαίνει ηρεμία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γαλήνη, ηρεμία, αυτοκυριαρχία, ησυχία, ηρεμία, διακοπή, παύση, χαλαρότητα, ψυχραιμία, ηρεμία, ηρεμία, γαλήνη, ηρεμία, ησυχία, ησυχία, αυτοπεποίθηση, ησυχία, ηρεμία, πνευματική γαλήνη, πνευματική ηρεμία, ηρεμώ, ναρκώνω, ηρεμώ, γαληνεύω, ησυχάζω, καθησυχάζω, εκτονώνω, ηρεμώ, κατευνάζω, κατευνάζω, κατασιγάζω, ησυχάζω, καλμάρω, ηρεμώ, ησυχάζω, κόβω, ησυχάζω, ηρεμώ, καθησυχάζω, κατευνάζω, εξευμενίζω, κατευνάζω, ναρκώνω, κατευνάζω, συμφιλιώνω, αποδυναμώνω, εξασθενίζω, κατευνάζω, καταπραϋνω, καθησυχάζω, ηρεμώ, μειώνω, ελαττώνω, καταστέλλω, κάνω κτ πιο ήπιο, ήσυχος, ήσυχος, γαλήνιος, ήπιος, ήσυχος, χαμηλόφωνος, απαθής, ασυγκίνητος, περιορισμένος, ειρηνικός, ήρεμος, ατάραχος, ήσυχος, σιωπηλός, αμίλητος, ήρεμος, ήπιος, ήρεμος, χαλαρός, ισορροπημένος, συγκροτημένος, γαλήνιος, ήρεμος, ήρεμος, ναρκωμένος, χαλαρός, γαλήνιος, ήρεμος, απαλός, ήσυχος, γαλήνιος, ήρεμος, ήρεμος, ακίνητος, ήρεμος, ήρεμος, γαλήνιος, ήσυχος, γαλήνιος, ήρεμος, γαλήνιος, ήρεμος, χαλαρός, ήρεμος, ατάραχος, απαλός, σιγανός, ήρεμος, νηφάλιος, ψύχραιμος, αργός, χαλαρός, υπομονετικός, συγκροτημένος, γαλήνιος, ήρεμος, ήρεμα, ψύχραιμα, ήσυχα, αθόρυβα, ήρεμα, φλεγματικά, δεν σε πιέζω, περιπατητής, περιπατήτρια, νηνεμία,μπουνάτσα, παίρνω κτ με το μαλακό, κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή, κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα, πλήρης ακινησία, νεκρική σιγή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης calma

ηρεμία

sostantivo femminile (carattere)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo femminile (ambiente)

γαλήνη, ηρεμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La famiglia cercava un resort per le vacanze dove la tranquillità fosse l'elemento principale.

αυτοκυριαρχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La calma di Maya durante la crisi era confortante per tutte le persone coinvolte.

ησυχία, ηρεμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cindy non veniva mai notata in classe per via della sua tranquillità.

διακοπή, παύση

sostantivo femminile (meteo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è stato un momento di quiete verso mezzogiorno ma poi la tempesta è ricominciata.
Υπήρξε μια παύση στην καταιγίδα γύρω στο μεσημέρι, αλλά μετά ξανάρχισε.

χαλαρότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψυχραιμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bisogna che un leader mondiale sia in grado di mantenere la calma in tutte le situazioni.

ηρεμία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηρεμία, γαλήνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηρεμία, ησυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sì, per favore, porta i bambini un po' fuori. Potrei sfruttare un po’ di pace.
Ναι, σε παρακαλώ, πήγαινε τα παιδιά μια βόλτα. Μου χρειάζεται λίγη ηρεμία.

ησυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È sceso un improvviso silenzio quando si è diffusa la notizia della guerra.
Ξαφνικά απλώθηκε ησυχία όταν μαθεύτηκαν τα νέα για τον πόλεμο.

αυτοπεποίθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pur avendo solo 17 anni, Clara ha un incredibile autocontrollo quando discute.

ησυχία, ηρεμία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πνευματική γαλήνη, πνευματική ηρεμία

sostantivo femminile

La meditazione vi aiuterà a raggiungere la serenità.
Ο διαλογισμός θα σε βοηθήσει να αποκτήσεις πνευματική γαλήνη (or: πνευματική ηρεμία).

ηρεμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tata cercò di calmare il bambino che piangeva dandogli un giocattolo.

ναρκώνω

(con farmaci, tranquillanti)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ηρεμώ, γαληνεύω, ησυχάζω, καθησυχάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha dato delle pacche al cavallo agitato per calmarlo.
Ακούμπησε χαϊδευτικά το αγριεμένο άλογο για να το καλμάρει.

εκτονώνω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ηρεμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nuova tata ha tranquillizzato il bambino capriccioso cantandogli una canzone.

κατευνάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cosa possiamo dirgli per placare i loro timori circa l'operazione?

κατευνάζω, κατασιγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il Primo Ministro fece un discorso con l'obiettivo di tranquillizzare le persone dalla paura che seguì l'attentato.

ησυχάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλμάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ηρεμώ, ησυχάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha calmato i bambini eccitati con uno sguardo tranquillizzante.

κόβω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo panino ti calmerà la fame per un po'.
Το ψωμί θα σου κόψει την πείνα για λίγη ώρα.

ησυχάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il padre ha calmato il pianto del figlio.

ηρεμώ, καθησυχάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gillian ci ha messo a nostro agio prima del compito raccontandoci una barzelletta.

κατευνάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cosa posso dirti per placare la tua ansia per questa sera? Il suo arrivo precoce ha fugato il timore da parte nostra che lui non si presentasse.

εξευμενίζω, κατευνάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Justin ha provato a calmare la bambina dandole caramelle a volontà.

ναρκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il veterinario sederà il cane prima dell'operazione.

κατευνάζω, συμφιλιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La direzione ha proposto un aumento di stipendio nel tentativo di calmare i lavoratori arrabbiati.

αποδυναμώνω, εξασθενίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo shock della notizia attenuò l'impatto emozionale iniziale.

κατευνάζω, καταπραϋνω, καθησυχάζω, ηρεμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η νέα γραμματέας της Κάτιας την ελάφρυνε κατά πολύ από τον βαρύ φόρτο εργασίας της.

καταστέλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia antisommossa si mobilitò per sedare i tumulti.

κάνω κτ πιο ήπιο

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'editore di John lo ha esortato a placare la sua polemica.

ήσυχος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli alberi erano completamente calmi; non si sentiva nemmeno un suono.
Το δάσος ήταν τελείως ήσυχο, δεν ακουγόταν όυτε ένα ήχος.

ήσυχος, γαλήνιος

aggettivo (mari, ecc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il mare sembrava molto calmo e piatto quel giorno.

ήπιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il vento è calmo.

ήσυχος, χαμηλόφωνος

(letterario)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Con una voce sommessa il libraio disse ai bambini di fare silenzio.

απαθής, ασυγκίνητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Richard è una persona imperturbabile che raramente mostra i suoi sentimenti.

περιορισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ειρηνικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli alieni hanno annunciato che le loro intenzioni sono pacifiche.
Οι εξωγήινοι ανακοίνωσαν ότι οι προθέσεις τους είναι ειρηνικές.

ήρεμος, ατάραχος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era calmo nonostante la pressione che aveva addosso.
Ήταν ήρεμος παρά την πίεση που δεχόταν.

ήσυχος, σιωπηλός, αμίλητος

(δεν μιλάει πολύ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carol era calma dopo il litigio con il marito.
Η Κάρολ ήταν σιωπηλή μετά τον καυγά με τον σύζυγό της.

ήρεμος, ήπιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mio padre era un uomo calmo che non alzava mai la voce.

ήρεμος, χαλαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ισορροπημένος

aggettivo (di persona)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
È un'adolescente sana e calma (or: tranquilla) che fa amicizia facilmente.
Είναι μία υγιής, ισορροπημένη έφηβη που κάνει εύκολα φίλους.

συγκροτημένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Anche nelle situazioni stressanti, Cameron resta calmo.
Ακόμη και σε αγχωτικές καταστάσεις, ο Κάμερον είναι συγκροτημένος.

γαλήνιος, ήρεμος

aggettivo (acque) (νερό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Siamo usciti con la barca sulle acque placide del lago.
Βγάλαμε τη βάρκα στα ήρεμα νερά της λίμνης.

ήρεμος, ναρκωμένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Inaspettatamente, Eddie sembrava tranquillo prima dell'importante esame.

χαλαρός

aggettivo (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nella cornice serena del giardino anch'io iniziai presto a sentirmi più calmo.

γαλήνιος, ήρεμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il lago sembrava molto calmo, quindi siamo usciti in barca.
Τα νερά της λίμνης ήταν γαλήνια, οπότε είπαμε να πάμε μια βόλτα με τη βάρκα.

απαλός

(musica, suoni)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nel ristorante c'era musica tranquilla in sottofondo.
Το εστιατόριο έπαιζε απαλή μουσική στο βάθος.

ήσυχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I bambini alla fine si calmarono e dormirono tranquilli nei loro letti.

γαλήνιος, ήρεμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nel tempio c'era una atmosfera calma.

ήρεμος, ακίνητος

aggettivo (acqua)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le acque del lago erano calme e immobili.

ήρεμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ήρεμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γαλήνιος, ήσυχος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un corso d'acqua che scorre lentamente rende un luogo placido.
Το τρεχούμενο νερό συχνά ενισχύει την ηρεμία σε ένα γαλήνιο (or: ήσυχο) μέρος.

γαλήνιος, ήρεμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'ambiente placido della fattoria è minacciato dallo sviluppo urbano.
Το γαλήνιο περιβάλλον της φάρμας απειλείται από την ανάπτυξη της περιοχής.

γαλήνιος, ήρεμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nel mezzo di tutto il trambusto mio fratello è rimasto calmo.
Μέσα σε όλη την αναστάτωση, ο αδερφός μου παρέμεινε γαλήνιος (or: ήρεμος).

χαλαρός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La coppia si fece una passeggiata tranquilla nel parco al tramonto.

ήρεμος, ατάραχος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'oceano era calmo e la giornata era quindi perfetta per andare in barca.

απαλός, σιγανός

aggettivo (ομιλία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'oratore calmo parlava con tono pacato.

ήρεμος, νηφάλιος, ψύχραιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"Dobbiamo fare la cosa logica", disse con una voce spassionata.

αργός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαλαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπομονετικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συγκροτημένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mark era perfettamente controllato quando iniziò a parlare.
Ο Μαρκ ήταν απόλυτα συγκροτημένος όταν άρχισε να μιλά.

γαλήνιος, ήρεμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sembra sempre pacata, anche se qualcuno urla.
Δείχνει πάντα πολύ ήρεμη, ακόμη κι όταν κάποιος ωρύεται.

ήρεμα, ψύχραιμα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ήσυχα, αθόρυβα, ήρεμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Adam ha continuato tranquillamente a lavorare.

φλεγματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δεν σε πιέζω

interiezione (ironico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιπατητής, περιπατήτρια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

νηνεμία,μπουνάτσα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La barca a vela non può andare da nessuna parte quando c'è calma piatta.

παίρνω κτ με το μαλακό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή

verbo transitivo o transitivo pronominale (in situazioni difficili)

κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα

(figurato: più con calma) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλήρης ακινησία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νεκρική σιγή

sostantivo femminile

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του calma στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.