Τι σημαίνει το condotta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης condotta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του condotta στο Ιταλικό.

Η λέξη condotta στο Ιταλικό σημαίνει συμπεριφορά, διαγωγή, συμπεριφορά, σωλήνας, αγωγός, διαγωγή, αεραγωγός, αγωγός, σωλήνας, αγωγός, φρεάτιο εξαερισμού, άγω, μεταφέρω, οδηγώ, ζω, μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτος, παρουσιάζω, οδηγώ, εισάγω, επιτηρώ, επιβλέπω, καθοδηγώ, διενεργώ, διεξάγω, ηγούμαι, διευθύνω, διαχειρίζομαι, οδηγώ, απομακρύνω, παίρνω μέρος, οδηγώ, πλοηγώ, ηγούμαι, δραστηριοποιούμαι, σχεδιάζω, οδηγώ, δουλεύω, εργάζομαι, πετυχαίνω, δίνω ώθηση σε κτ, μεταφέρω, πηγαίνω, καθοδηγώ, οδηγώ, κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ, διαδικασία,σειρά ενεργειών, ανάρμοστη συμπεριφορά, κακή συμπεριφορά, καλή συμπεριφορά, ανήθικη συμπεριφορά, κακή διαγωγή, κοινωνική συμπεριφορά, αγωγός πετρελαίου, παράπτωμα, κακή διαγωγή, καλή διαγωγή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης condotta

συμπεριφορά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαγωγή, συμπεριφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tua condotta non è accettabile.
Η διαγωγή σου είναι απαράδεκτη.

σωλήνας, αγωγός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διαγωγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bisognerebbe essere sempre attenti al proprio comportamento e decoro.

αεραγωγός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Questo condotto dà sfogo esterno ai fumi della cappa.

αγωγός

sostantivo maschile (edificio)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'architetto ha progettato l'edificio con condotti sufficienti a far circolare l'aria.

σωλήνας, αγωγός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un tubo collegava il rubinetto alle condutture principali.
Ένας σωλήνας συνέδεε τη βρύση με τον κεντρικό αγωγό.

φρεάτιο εξαερισμού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
L'eroe fuggì dalla stanza chiusa a chiave attraverso un condotto di ventilazione.

άγω, μεταφέρω

(tecnico: elettricità) (στη φυσική: φέρω, μεταδίδω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I fili conducono l'elettricità.
Το νερό είναι αγωγός του ήχου.

οδηγώ

(veicolo non a motore)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'uomo che conduceva la portantina nera era alto e portava occhiali scuri.

ζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mio nonno ha condotto una vita difficile.
Ο παππούς μου έζησε δύσκολη ζωή.

μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτος

(guidare la direzione) (πάω μπροστά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puoi condurre verso lo stadio, e io ti seguo?
Αν μπεις μπροστά, θα σε ακολουθήσω.

παρουσιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (TV) (εκπομπή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Della sta conducendo il telegiornale serale di quel canale.

οδηγώ

(κινούμε ή δίνω κατεύθυνση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mick guidò l'auto sulle strade di campagna.
Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου.

εισάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I titoli di testa introducono il film.

επιτηρώ, επιβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθοδηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La guida turistica conduce i turisti per la città.
Ο ξεναγός ξεναγεί τον κόσμο στην πόλη.

διενεργώ, διεξάγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sito ha effettuato un sondaggio tra gli automobilisti.
Η ιστοσελίδα διεξήγαγε δημοσκόπηση για ιδιοκτήτες αυτοκινήτων.

ηγούμαι

(διευθύνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il capo ispettore conduce le indagini.
Ο αστυνόμος ηγείται της έρευνας.

διευθύνω, διαχειρίζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dirigeva la sua attività in modo efficiente.
Διεύθυνε την επιχείρησή του αποτελεσματικά.

οδηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (ballo) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non conosco questo ballo. Dovrai guidarmi.
Δεν ξέρω αυτό τον χορό. Θα πρέπει να οδηγήσεις.

απομακρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il cane pastore ha condotto le pecore lontano dal fiume.

παίρνω μέρος

verbo transitivo o transitivo pronominale (portare avanti: una discussione) (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non conduco una discussione con persone sciocche.

οδηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (un veicolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti piacerebbe guidare la mia macchina nuova?
Θέλεις να οδηγήσεις το καινούριο μου αυτοκίνητο;

πλοηγώ

(βάρκα, πλοίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non è facile pilotare una barca in quel porto.
Δεν είναι εύκολο να πλοηγήσει κανείς πλοίο σε αυτό το λιμάνι.

ηγούμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ex membro del congresso ha diretto l'indagine.
Ο πρώην βουλευτής διηύθυνε τις έρευνες.

δραστηριοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αυτή η εταιρεία δραστηριοποιείται σε αρκετές χώρες ανά τον κόσμο.

σχεδιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha progettato lui la costruzione di quei ponti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ποιος σχεδίασε αυτή τη γέφυρα;

οδηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siamo stati guidati ai nostri posti da degli studenti volontari.
Μας οδήγησαν στις θέσεις μας εθελοντές μαθητές.

δουλεύω, εργάζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Emily ha appena avviato un'agenzia di marketing e lavora dalla sua camera per gli ospiti.
Η Έμιλι ξεκίνησε μια εταιρεία μάρκετινγκ και εργάζεται στο έξτρα υπνοδωμάτιό της.

πετυχαίνω

(έχω επιθυμητό αποτέλεσμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il coordinatore della campagna elettorale ha reso possibile l'elezione del presidente.
Ο υπεύθυνος της εκστρατείας πέτυχε την εκλογή του προέδρου.

δίνω ώθηση σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il commercio spinge l'economia.
Οι δαπάνες δίνουν ώθηση στην οικονομία.

μεταφέρω, πηγαίνω

(bestiame)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bisogna dirigere il bestiame verso il nuovo pascolo.

καθοδηγώ, οδηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La guida turistica condusse il gruppo in giro per il museo.

κατευθύνω, στρέφω, οδηγώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick diresse subito la conversazione sul suo argomento preferito.

διαδικασία,σειρά ενεργειών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανάρμοστη συμπεριφορά, κακή συμπεριφορά

sostantivo femminile

Gli studenti furono chiamati dal preside per cattiva condotta.
Οι μαθητές κλήθηκαν από τον διευθυντή λόγω κακής συμπεριφοράς.

καλή συμπεριφορά

ανήθικη συμπεριφορά

sostantivo femminile (ΗΠΑ,νομοθεσία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κακή διαγωγή

sostantivo femminile

L'alunno è stato cacciato fuori dall'aula per cattiva condotta.

κοινωνική συμπεριφορά

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγωγός πετρελαίου

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παράπτωμα

sostantivo femminile (πειθαρχικό, επαγγελματικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'avvocato è stato censurato e radiato per cattiva condotta.

κακή διαγωγή

sostantivo femminile

A Tom è stata prolungata la pena per cattiva condotta.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η ποινή του παρατάθηκε λόγω κακής διαγωγής.

καλή διαγωγή

sostantivo femminile

Immagino che avrà uno sconto di pena per buona condotta.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του condotta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του condotta

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.