Τι σημαίνει το conduttore στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης conduttore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conduttore στο Ιταλικό.
Η λέξη conduttore στο Ιταλικό σημαίνει αγωγός, αγώγιμος, παρουσιαστής, παρουσιαστής δελτίου ειδήσεων, παρουσιαστής δελτίου ειδήσεων, τηλεπαρουσιαστής, παρουσιαστής, παρουσιάστρια, κεντρικός παρουσιαστής, κεντρική παρουσιάστρια, ενοικιαστής, ενοικιάστρια, ενοικιαστής, νοικάρης, παρουσιαστής, παρουσιαστής, κεντρικός παρουσιαστής, κεντρική παρουσιάστρια, παρουσιαστής/οικοδεσπότης μιας εκδήλωσης, οδηγός ελέφαντα, βαρκάρης, παρουσιαστής, παρουσιάστρια, μοτίβο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης conduttore
αγωγόςsostantivo maschile (elettricità) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La carne umana è un eccellente conduttore di elettricità. Το ανθρώπινο δέρμα αποτελεί έναν εξαιρετικό αγωγό ηλεκτρισμού. |
αγώγιμοςaggettivo (materiale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παρουσιαστήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il conduttore avvisò i telespettatori che avrebbero potuto trovare disturbanti le immagini del servizio. |
παρουσιαστής δελτίου ειδήσεων(TV, radio) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρουσιαστής δελτίου ειδήσεων(TV, radio) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il conduttore lesse i titoli del giorno. |
τηλεπαρουσιαστήςsostantivo maschile (in TV) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παρουσιαστής, παρουσιάστριαsostantivo maschile (TV, radio) (τηλεοπτική εκπομπή) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Il conduttore del programma è un attore famoso. Ο παρουσιαστής της εκπομπής είναι ένας διάσημος ηθοποιός. |
κεντρικός παρουσιαστής, κεντρική παρουσιάστριαsostantivo maschile (TV) Maria è la conduttrice del notiziario delle sei. |
ενοικιαστής, ενοικιάστρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Quella giovane coppia non è proprietaria della casa, sono affittuari. Το σπίτι δεν ανήκει στο νεαρό ζευγάρι· είναι ενοικιαστές. |
ενοικιαστής, νοικάρης(μισθωτής) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il conduttore è responsabile dello sgombero della neve. |
παρουσιαστήςsostantivo maschile (τηλεόραση, ραδιόφωνο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il presentatore non è arrivato, così è andato in scena il produttore. Η παρουσιάστρια δεν εμφανίστηκε κι έτσι ο παραγωγός την αντικατέστησε. |
παρουσιαστήςsostantivo maschile (di spettacolo) (θέαμα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κεντρικός παρουσιαστής, κεντρική παρουσιάστριαsostantivo maschile (TV, radio) |
παρουσιαστής/οικοδεσπότης μιας εκδήλωσης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il presentatore introdusse il primo relatore. |
οδηγός ελέφαντα
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
βαρκάρηςsostantivo maschile (ΗΒ) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
παρουσιαστής, παρουσιάστριαsostantivo maschile (σε ραδιόφωνο ή τηλεόραση) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
μοτίβοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il filo conduttore della sua vita fu il suo desiderio di provvedere alla sua famiglia. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conduttore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του conduttore
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.