Τι σημαίνει το atteggiamento στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης atteggiamento στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atteggiamento στο Ιταλικό.
Η λέξη atteggiamento στο Ιταλικό σημαίνει στάση, στάση, συμπεριφορά, στάση, θέση, άποψη, τρόπος, στάση, τρόπος, διάθεση, συμπεριφορά, διαγωγή, στάση, ιδιοσυγκρασία, -, τάση, κορμοστασιά, συμπεριφορά, εμφάνιση, προστατευτικότητα, ανυπακοή, πραγματισμός, περιφρόνηση, συγκαταβατικός, ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμός, αρνητική στάση,αντιμετώπιση, χαλαρή αντιμετώπιση, αταραξία, απάθεια, αδιαφορία, σκληρότερη τοποθέτηση, αλαζονική συμπεριφορά, υπεροπτική συμπεριφορά, αλαζονική στάση, υπεροπτική στάση, επιπόλαιη στάση, απερίσκεπτη στάση, πλάκα, το να κάνω τον καραγκιόζη, αυτοθεωρούμενες αντιλήψεις, έχω πικρία, ανοχή, ανεκτικότητα, αποφασιστικότητα, αυστηρότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης atteggiamento
στάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha un atteggiamento positivo nei confronti del lavoro. Έχει θετική στάση απέναντι στη δουλειά. |
στάσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo atteggiamento rigido mostra il suo sdegno per gli altri. |
συμπεριφοράsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo atteggiamento lo mette sempre nei guai. |
στάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Philip ha un atteggiamento molto positivo riguardo alla vita. Ο Φίλιπ κρατάει μια πολύ θετική στάση στη ζωή του. |
θέση, άποψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Daphne non era per niente d'accordo con l'atteggiamento di Evelyn sulla faccenda. Η Δάφνη καθόλου δε συμφωνούσε με την θέση της Έβελυν για το θέμα. |
τρόποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στάση(μτφ: συμπεριφορά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τρόπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il suo atteggiamento borioso dava davvero fastidio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πρόσεξε τη συμπεριφορά σου. Δε μου αρέσουν οι τρόποι σου. |
διάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cerca di scoprire di che umore è il capo prima di chiedere l'aumento. Προσπάθησε να καταλάβεις τι διάθεση έχει το αφεντικό πριν ζητήσεις αύξηση. |
συμπεριφορά, διαγωγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo comportamento sembra peggiorare quando abbiamo visite. Φαίνεται ότι η συμπεριφορά (or: διαγωγή) του χειροτερεύει όταν έρχονται επισκέπτες. |
στάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Καθώς έβγαζε την ομιλία της, η στάση της Μάγκυ ήταν άψογη. |
ιδιοσυγκρασία(atteggiamento) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha un'aria arrogante nei suoi confronti e non mi piace. |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Non ho una disposizione negativa nei suoi confronti nonostante ciò che ha fatto. Δεν του κρατάω κακία, παρά τα όσα μου έχει κάνει. |
τάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Talvolta la poesia degli adolescenti ha una forma egotistica. |
κορμοστασιά(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Arabella aveva un portamento da ballerina. Η Αραμπέλα είχε την κορμοστασιά χορεύτριας. |
συμπεριφοράsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il loro atteggiamento lasciava intendere che erano davvero arrabbiati. Η συμπεριφορά τους υποδήλωνε πως ήταν πολύ αναστατωμένοι. |
εμφάνισηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προστατευτικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανυπακοή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il coprifuoco venne accolto con atteggiamento di sfida dagli studenti. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας αντιμετωπίστηκε με ανυπακοή απ' τους φοιτητές. |
πραγματισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Per il suo pragmatismo, Gary non si lasciò convincere a lasciare il lavoro e viaggiare per il mondo. |
περιφρόνησηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συγκαταβατικός(με αρνητική έννοια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμόςsostantivo maschile (colloquiale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Con quel suo atteggiamento menefreghista non lo assumo neanche a morire. Δεν υπάρχει περίπτωση να τον προσλάβω με τέτοιο ζαμανφουτισμό που επιδεικνύει. |
αρνητική στάση,αντιμετώπισηsostantivo maschile Michael ha affrontato l'esame con un atteggiamento negativo e, infatti, non è andato bene. Cherie aveva un atteggiamento negativo e per questo non era affatto piacevole lavorare con lei. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πήγε στο διαγώνισμα με αρνητική στάση και, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν τα πήγε καλά. Είχε αρνητική στάση και έτσι δεν ήταν καθόλου ευχάριστο να δουλεύεις μαζί της. |
χαλαρή αντιμετώπιση, αταραξία, απάθεια, αδιαφορίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Carrie piace a molti per il suo atteggiamento disinvolto e il suo sorriso amichevole. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πολλοί συμπαθούν την Κάρι για την αταραξία της και το φιλικό της χαμόγελο. |
σκληρότερη τοποθέτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλαζονική συμπεριφορά, υπεροπτική συμπεριφορά, αλαζονική στάση, υπεροπτική στάση(αποδοκιμασίας) Pensa di essere meglio di noi e ci tratta sempre con un brutto atteggiamento di superiorità. |
επιπόλαιη στάση, απερίσκεπτη στάσηsostantivo maschile (idiomatico) |
πλάκα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'insegnante pose fine al comportamento scherzoso dei ragazzi e fece in modo che aiutassero i nuovi alunni a trovare il bagno. |
το να κάνω τον καραγκιόζηsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτοθεωρούμενες αντιλήψειςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω πικρία
|
ανοχή, ανεκτικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Brian tratta i suoi figli con troppa permissività; lascia fare loro tutto quello che vogliono. |
αποφασιστικότηταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αυστηρότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atteggiamento στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του atteggiamento
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.