Τι σημαίνει το bassa στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bassa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bassa στο Ιταλικό.

Η λέξη bassa στο Ιταλικό σημαίνει χαμηλός, ρηχός, κοντός, χαμηλός, μπάσος, μπάσο, χαμηλός, σιγανός, χαμηλά, τα χαμηλά, χαμηλός, μικρός, μικρότερος, χαμηλά, χαμηλά, χαμηλά, μπάσος, χαμηλός, χαμηλός, πονηρός, ύπουλος, δόλιος, χαμηλός, αχρείος, άθλιος, ελεεινός, κάτω μέρος, μπάσο, χαμηλός, βαθύφωνος, μικρή γωνία λήψης, χαμηλή γωνία λήψης, μπάσο, χαμηλός, χαμηλού υψομέτρου, χαμηλοκάβαλος, χαμηλός, μικρός, μικρός, ποταπός, τιποτένιος, χαμηλός, μικρόσωμος, χαμηλός, κρυφός, διάχυτος, απαλός, μαλακά, απαλά, αθόρυβα, κατώτερος, κακόβουλος, κακοπροαίρετος, χαμηλού βαθμού, μπάσος, χαμηλά, χαμηλώνω, κατεβάζω, κατώτατος, με χαμηλά λιπαρά, κάθετα, πιάνω πάτο, προς τα κάτω, παρακάτω, κατώτατος, κοντύτερος, κοντόχοντρος, κάτω του φυσιολογικού, οικονομικός στην κατανάλωση καυσίμου, χαμηλής έντασης, χαμηλός μεσαίος, χαμηλός-μεσαίος, χαμηλού εισοδήματος, των χαμηλών στρωμάτων, κατώτερος, ο χαμηλότερος, καθοδικός, πτωτικός, με χαμηλή βαθμολογία, με χαμηλό σκορ, χαμηλόβαθμος, ο πιο κάτω, με μπάσα φωνή, με τραχιά φωνή, χτύπημα κάτω από τη ζώνη, χτύπημα κάτω από τη μέση, κατηφόρα, εκπτωτικό κατάστημα, εκπτωτικό μαγαζί, κομοδινάκι, συγκαταβατικός, φτηνή μετοχή, κλειδί του φα, τελευταίο συρτάρι, κάτω συρτάρι, χαμηλή νοημοσύνη, χαμηλό προφίλ, δίαιτα χαμηλή σε θερμίδες, δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες, υπογάστριο, κατώτατη κοινωνική τάξη, γλώσσα χαμηλού επιπέδου, δίαιτα χαμηλή σε νάτριο, της κακιάς ώρας, χαμηλού κινδύνου, κατώτερη θέση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bassa

χαμηλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa stanza ha dei soffitti bassi.
Αυτό το δωμάτιο έχει χαμηλά ταβάνια.

ρηχός

(non profondo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'acqua è bassa qui.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτός ο κόλπος είναι αβαθής, άρα επικίνδυνος για τα μεγάλα πλοία.

κοντός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il ragazzino è troppo basso per arrivarci.
Το παιδί είναι πολύ κοντό και δεν φτάνει.

χαμηλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo standard dei concorrenti quest'anno è molto basso.
Το επίπεδο των συμμετοχών στο φετινό διαγωνισμό είναι πολύ χαμηλό.

μπάσος

sostantivo maschile (lirica)

Michael è un tenore, mentre Owen è un basso.
Ο Μάικλ είναι τενόρος αλλά ο Όουεν είναι βαθύφωνος.

μπάσο

sostantivo maschile (συχνά πληθυντικός: μπάσα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Steve si occupa sempre del basso quando suoniamo un'armonia in quattro parti.

χαμηλός, σιγανός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli ha parlato all'orecchio con voce molto bassa.
Μίλησε στο αφτί του με πολύ χαμηλή (or: σιγανή) φωνή.

χαμηλά

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'aeroplano volava basso sulle case.
Το αεροπλάνο πετούσε χαμηλά πάνω από τα σπίτια.

τα χαμηλά

sostantivo maschile (figurato: posizione umile)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha cominciato dal basso e ora è l'amministratore delegato.
Ξεκίνησε από τα χαμηλά και έφτασε να γίνει διευθύνων σύμβουλος.

χαμηλός

aggettivo (μεταφορικά: αρνητικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho una bassa opinione delle persone come lui.
Έχω χαμηλή εκτίμηση προς τα άτομα όπως αυτός.

μικρός, μικρότερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo messo alla macchina una marcia bassa per affrontare la salita.
Βάλαμε μικρότερη ταχύτητα στο αμάξι, για να καταφέρει να ανέβει τον λόφο.

χαμηλά

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il sole era basso e stava quasi per tramontare.
Ο ήλιος ήταν χαμηλά και έτοιμος να δύσει.

χαμηλά

(sole)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era mattina presto e il sole era ancora basso.

χαμηλά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Con le azioni la regola è: compra basso e vendi alto!
Ο κανόνας στο χρηματιστήριο είναι: αγόρασε χαμηλά και πούλα ψηλά!

μπάσος

aggettivo (suono)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si sono spaventati tutti al rimbombo di un suono grave.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ακούστηκε ένας βαθύς ήχος και κανένας μας δεν ήξερε από πού ερχόταν.

χαμηλός

aggettivo (suono, tonalità)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai sentito quel ronzio basso?
Ακούς αυτό το χαμηλό βουητό;

χαμηλός

aggettivo (prezzi)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il negozio vende jeans a prezzo molto basso.
Το κατάστημα πουλάει τζιν σε πολύ χαμηλές τιμές.

πονηρός, ύπουλος, δόλιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ingannare i clienti è una tattica bassa che ti procurerà molti nemici.
Οι δόλιες (or: ύπουλες) τακτικές όπως η εξαπάτηση των πελατών σου θα σου δημιουργήσει πολλούς εχθρούς.

χαμηλός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Veniva da una casta bassa.
Ήταν από χαμηλή κάστα.

αχρείος, άθλιος, ελεεινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non mi fiderò mai più di lei dopo il suo vile tradimento verso la nostra famiglia.

κάτω μέρος

sostantivo maschile (parte inferiore)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il bagno è in fondo alle scale. // Come devo impostare i numeri di pagina in modo che compaiano in fondo alla pagina?
Το μπάνιο είναι στο κάτω μέρος της σκάλας. Πώς θα κάνω τους αριθμούς των σελίδων να εμφανίζονται στο κάτω μέρος της σελίδας;

μπάσο

(strumento musicale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο Χάουαρντ παίζει μπάσο στο ροκ συγκρότημα.

χαμηλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαθύφωνος

sostantivo maschile (lirica: cantante)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μικρή γωνία λήψης, χαμηλή γωνία λήψης

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπάσο

sostantivo maschile (lirica: voce) (βαθιά αντρική φωνή)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χαμηλός

aggettivo (stagione) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Viaggiare costa meno in bassa stagione.
Τα ταξίδια είναι φτηνότερα εκτός σεζόν.

χαμηλού υψομέτρου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλοκάβαλος

(παντελόνι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μικρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quell'investimento ha dato solo un piccolo guadagno. Bisogna investire in qualcos'altro.
Η επένδυση αυτή απέδωσε μόνο μικρό κέρδος. Καλύτερα να επενδύσουμε αλλού.

μικρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'è bassa probabilità di pioggia questo pomeriggio.
Υπάρχει μόνο μικρή πιθανότητα βροχής σήμερα το απόγευμα.

ποταπός, τιποτένιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le sue ragioni sono basse e vili.
Τα κίνητρά του είναι ποταπά (or: τιποτένια) και χυδαία.

χαμηλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il livello dell'acqua è basso. Dovremmo aggiungerne.

μικρόσωμος

aggettivo (di statura)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È troppo bassa per uscire con un giocatore di football, vero?
Είναι πολύ μικρόσωμη για να βγει με μπασκετμπολίστα, έτσι δεν είναι;

χαμηλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'erano diversi cespugli bassi che punteggiavano il giardino.

κρυφός, διάχυτος, απαλός

(φωτισμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La luce attenuata nella zona della piscina crea un'atmosfera rilassata.

μαλακά, απαλά, αθόρυβα

(suono, volume) (ήχος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha parlato così piano che non sono riuscito a sentirla.

κατώτερος

(anatomia) (ανατομία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nella parte inferiore della pancia del maiale viene praticata un'incisione.
Μια τομή γίνεται στο κάτω μέρος του στομαχιού του γουρουνιού.

κακόβουλος, κακοπροαίρετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'è un non so che di meschino in lui, si vede dai suoi occhi.
Έχει κακά στοιχεία ο χαρακτήρας του - φαίνεται στα μάτια του.

χαμηλού βαθμού

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
L'uranio di bassa qualità deve essere arricchito prima di poter essere usato come combustibile per un reattore.

μπάσος

locuzione aggettivale (musica)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si terranno dei provini per la parte di basso.

χαμηλά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Spero che tu abbia una voce da basso perché devi cantare questa canzone a tono molto basso.
Ελπίζω να τραγουδάς μπάσα, γιατί αυτό το τραγούδι πρέπει να το πεις πολύ χαμηλά (or: σε πολύ χαμηλό τόνο).

χαμηλώνω, κατεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μέχρι/έως/σε)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pilota ha portato in basso l'aereo fino a mille piedi.
Ο πιλότος έριξε το αεροπλάνο στα χίλια πόδια.

κατώτατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με χαμηλά λιπαρά

(yogurt, latte)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Πολλές τροφές με χαμηλά λιπαρά περιέχουν περισσότερη ζάχαρη απ' ό,τι οι αντίστοιχες πλήρεις τροφές.

κάθετα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il testo può essere allineato verticalmente sulla pagina.

πιάνω πάτο

(figurato: morale) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ο Ντέιβ έπιασε πάτο όταν τον παράτησε η κοπέλα του.

προς τα κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono scesi dalla montagna.
Περπάτησαν προς τα κάτω στο βουνό.

παρακάτω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατώτατος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'esplosione si è verificata al livello più basso della miniera.
Η έκρηξη συνέβη στο κατώτατο επίπεδο του ορυχείου.

κοντύτερος

aggettivo (di statura, altezza)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mallory è più bassa della sua sorella maggiore.

κοντόχοντρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non mi piace il taglio di quell'abito: ti fa sembrare tarchiata.

κάτω του φυσιολογικού

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La qualità di questa relazione è più bassa del normale; non è accettabile.

οικονομικός στην κατανάλωση καυσίμου

aggettivo (di carburante)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλής έντασης

locuzione avverbiale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Pratica aerobica a basso impatto per evitare lesioni.

χαμηλός μεσαίος, χαμηλός-μεσαίος

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

χαμηλού εισοδήματος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Questo complesso di appartamenti è pensato per famiglie a basso reddito.

των χαμηλών στρωμάτων

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατώτερος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ο χαμηλότερος

locuzione aggettivale

καθοδικός, πτωτικός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La caduta dell'uomo verso il basso è stata arrestata dal tendone di un bar.

με χαμηλή βαθμολογία, με χαμηλό σκορ

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμηλόβαθμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ο πιο κάτω

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με μπάσα φωνή, με τραχιά φωνή

locuzione avverbiale (voce)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτύπημα κάτω από τη ζώνη, χτύπημα κάτω από τη μέση

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Potevi risparmiarti la frecciata di tirare in ballo i suoi problemi del passato.
Η αναφορά σου στα παλιά προβλήματά του ήταν φθηνή επίθεση (or: άνανδρη επίθεση).

κατηφόρα

sostantivo femminile (anche figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκπτωτικό κατάστημα, εκπτωτικό μαγαζί

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κομοδινάκι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συγκαταβατικός

(με αρνητική έννοια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φτηνή μετοχή

(borsa USA) (καθομιλουμένη)

Bob si è concentrato sulla vendita di titoli di basso valore ai ricchi investitori.

κλειδί του φα

sostantivo femminile (musica) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il contrabbasso legge in chiave di basso.

τελευταίο συρτάρι, κάτω συρτάρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tengo i maglioni nell'ultimo cassetto del mio comò.

χαμηλή νοημοσύνη

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Avere un basso QI non è mai stato un ostacolo per fare carriera in politica.

χαμηλό προφίλ

sostantivo maschile (figurato: che non si distingue)

Il politico ha tenuto un profilo basso per diversi mesi in seguito allo scandalo.
Ο πολιτικός διατήρησε χαμηλό προφίλ για αρκετούς μήνες μετά το σκάνδαλο.

δίαιτα χαμηλή σε θερμίδες

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se vuoi dimagrire devi seguire una dieta ipocalorica e fare molto esercizio fisico.

δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Niente patate per me, grazie: sto seguendo una dieta a basso contenuto di carboidrati.
Όχι πατάτες για εμένα, ευχαριστώ - είμαι σε δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες. Δοκιμάζει αυτή τη νέα χαμηλή σε υδατάνθρακες δίαιτα, για να δει αν θα την βοηθήσει να χάσει βάρος.

υπογάστριο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lamentava fitte al basso ventre e dopo gli accertamenti gli diagnosticarono un'appendicite.

κατώτατη κοινωνική τάξη

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γλώσσα χαμηλού επιπέδου

(informatica) (πληροφορική, προγραμματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il linguaggio di programmazione a basso livello è quello che più si avvicina al linguaggio macchina.
Η Assembly είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα γλώσσας χαμηλού επιπέδου.

δίαιτα χαμηλή σε νάτριο

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il dottore mi ha raccomandato di seguire una dieta a basso contenuto di sodio.

της κακιάς ώρας

(μυθιστόρημα ή περιοδικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I critici consideravano i suoi romanzi narrativa di basso livello.

χαμηλού κινδύνου

sostantivo maschile

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ho una gravidanza a basso rischio.

κατώτερη θέση

Per Colin il basso livello del suo impiego era fonte di vergogna.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bassa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του bassa

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.