Τι σημαίνει το al στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης al στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του al στο Ιταλικό.
Η λέξη al στο Ιταλικό σημαίνει ανά, άφραγκος, απένταρος, αδέκαρος, μορφωμένος, ελλιποβαρής, υπερβολικά λεπτός, καφετής, που καλπάζει, επιστρέψιμος, ανταλλάξιμος, πυρίμαχος, πυράντοχος, της ώρας, συνταξιούχος, κεντραρισμένος, μελένιος, που παραδόθηκε, στα κάρβουνα, μέσα, σήμερα, τώρα, αντίθετα, αντίστροφα, την ημέρα, ημερησίως, αντίθετα, αντιθέτως, διαλογή, λίφτινγκ, σχέδιο με μολύβι, μπροστινές σειρές, πάγκος, σκουλαρίκι χειλιών, καθαρός μισθός, μεσανατολικός, αυθόρμητος, θετική ενέργεια, κάτω από, για να, έχω γνώση, εξυπηρετώ, ενημερώνω, πληροφορώ, ελαχιστοποιώ, περιθωριοποιώ, απομονώνω, προσάγω, αναδρομικός, πτωτικός, υπεύθυνος, ενημερωμένος, καλύτερα, από κάτω, στην εκατοστή θέση, δυο φορές το μήνα, απαγόρευση εισόδου, ηλιοβασίλεμα, πόδια ανά δευτερόλεπτο, κολατσιό, βερίκοκο, κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι, είμαι απλωμένος, εκμεταλλεύομαι στο έπακρο, υπερτερώ, υπερέχω, ενήμερος, έκθεση σε ατμό, καρέ ανά δευτερόλεπτο, πλαίσια ανά δευτερόλεπτο, κορυφώνομαι, αναπληρώνω, χτενίζω, σαρώνω, κόκαλο, συνοδεύομαι, -, αντί για, για, στο γραφείο, νέος, νεαρός, ακριβής, μικρούλης, μικρούτσικος, κάτω, αλλά μάλλον, αλλά καλύτερα, σφραγισμένος, γαμώτο, στενή, υπεύθυνος αναπλήρωσης ραφιών, υπεύθυνος αναπλήρωσης αποθεμάτων, παστός, καρδιακός, μπάσκετ, κοσκινίζω, ξεψαχνίζω, σε άσχημη οικονομική κατάσταση, δημοφιλής, ψητός, αγοραστός, εσωτερικός, στριμωγμένος, σφιγμένος, τραχηλικός, ενήμερος, γνώστης, χρεοκοπημένος, που τα πιάνει γρήγορα, τυρένιος, κυβερνών, γνώστης, ενήμερος, κατώτερης ποιότητας, αδέκαρος, απένταρος, μαγειρεμένος στον ατμό, ποσέ, τριτογενής, που έχει γεύση γάλακτος, ανεμοδαρμένος, ληστρικός, ανίκανος για εργασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης al
ανά(maschile: per, ogni) Τα μαθήματα μουσικής κοστίζουν εκατό δολάρια την ώρα. |
άφραγκος, απένταρος, αδέκαρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Πολ είπε ότι δεν μπορούσε να πάει στον κινηματογράφο αυτό το σαββατοκύριακο γιατί ήταν ταπί. |
μορφωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Larry è un uomo ben informato e la sua opinione conta. Ο Λάρυ είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος και η γνώμη του μετρά. |
ελλιποβαρής, υπερβολικά λεπτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ben non stava mangiando adeguatamente; per questo era sottopeso. |
καφετής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il dentista rimosse le macchie marroncine dai denti di Nicola. |
που καλπάζει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il cavallo galoppante lottò per riuscire a fermarsi quando il suo fantino gli strattonò le briglie. |
επιστρέψιμος, ανταλλάξιμοςaggettivo (για αγαθά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli acquisti sono restituibili solo entro trenta giorni. |
πυρίμαχος, πυράντοχος(σκεύος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
της ώραςaggettivo (μεταφορικά: φαγητό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνταξιούχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κεντραρισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μελένιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που παραδόθηκε(al nemico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il territorio ceduto fu diviso tra i due paesi. |
στα κάρβουνα(cibo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Rimango dentro quando fuori fa freddo. Μένω μέσα όταν έχει κρύο έξω. |
σήμερα, τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Σήμερα, τα σπίτια είναι πολύ πιο φθηνά από ότι πριν το 2008. |
αντίθετα, αντίστροφα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
την ημέρα, ημερησίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La somma giornaliera che ti spetta è di 35 dollari. |
αντίθετα, αντιθέτως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Pearl adora le bistecche; suo marito invece è vegetariano. |
διαλογή(ανάλογα με τη σοβαρότητα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λίφτινγκ(generico) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Mary era radiosa dopo il suo lifting. Η Μαίρη έδειχνε υπέροχη μετά το λίφτινγκ. Πολλοί διάσημοι κάνουν λίφτινγκ, για να δείχνουν νεότεροι. |
σχέδιο με μολύβιsostantivo maschile (χωρίς σκιές) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ora che padroneggi il tratteggio, devi iniziare ad usare l'ombra. |
μπροστινές σειρές
|
πάγκος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Julie ha una bancarella dove vende frutta e verdura. Η Τζούλι έχει ένα πάγκο στη λαϊκή αγορά, όπου πουλάει φρούτα και λαχανικά. |
σκουλαρίκι χειλιών
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καθαρός μισθός(di stipendio) (αφού αφαιρεθούν φόροι και κρατήσεις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεσανατολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Διαφωνούσαν για την πολιτική της χώρας όσον αφορά τα μεσανατολικά ζητήματα. |
αυθόρμητος(decisione, scelta) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θετική ενέργεια(καθομιλουμένη) Σου στέλνω θετική ενέργεια για τις αυριανές σου εξετάσεις. |
κάτω από
Poche persone avevano esplorato le gallerie sotto la città. Λίγοι είχαν εξερευνήσει ποτέ τις κατακόμβες κάτω από την πόλη. |
για να
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non serve una laurea per lavorare come accompagnatore. Per viaggiare all'estero devi avere un passaporto valido. Δεν χρειάζεσαι πτυχίο για να δουλέψεις ως συνοδός. Για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό πρέπει να έχεις έγκυρο διαβατήριο. |
έχω γνώση(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξυπηρετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chi entra nella polizia lo fa per servire la propria comunità. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο προϊστάμενος λέει ότι η πρώτη του προτεραιότητα είναι να εξυπηρετεί τους πελάτες. |
ενημερώνω, πληροφορώ(κάποιον ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siamo spiacenti di informarla che il suo conto è stato sospeso. Λυπούμαστε που σας πληροφορούμε πως ο λογαριασμός σας έχει απενεργοποιηθεί. |
ελαχιστοποιώ(μικραίνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Come possiamo minimizzare il nostro rischio in questo investimento? Πως μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε το ρίσκο μας σ' αυτή την επένδυση; |
περιθωριοποιώ, απομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I fedeli ostracizzarono Jennifer dopo che scoprirono che era atea. |
προσάγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναδρομικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'umore retrospettivo di Teresa proiettava la sua mente alle vacanze che faceva da bambina. Η Τερέζα είχε διάθεση αναπόλησης και σκεφτόταν συνέχεια τις διακοπές των παιδικών της χρόνων. |
πτωτικός(mercato azionario) (χρηματιστήριο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un mercato ribassista è l'opposto di un mercato rialzista. |
υπεύθυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Presentati dal tuo ufficiale responsabile per il tuo nuovo incarico. |
ενημερωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
καλύτερα(πιο επιθυμητά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Per servirvi meglio offriamo caffè gratis all'entrata. Για να σας εξυπηρετήσουμε καλύτερα, προσφέρουμε δωρεάν καφέ στην είσοδο. |
από κάτω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ο τοίχος ήταν πολύ ψηλός για να τον σκαρφαλώσουν οι κρατούμενοι και έτσι έσκαψαν από κάτω του. |
στην εκατοστή θέση(posizione) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Henry finì centesimo alla maratona. |
δυο φορές το μήνα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
απαγόρευση εισόδου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ηλιοβασίλεμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il giro "dolcetto o scherzetto" inizia al tramonto. |
πόδια ανά δευτερόλεπτο(piedi al secondo) (μονάδα μέτρησης) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κολατσιό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βερίκοκο
(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) La futura sposa ordinò un Martini all'albicocca. Η μέλλουσα νύφη παρήγγειλε μαρτίνι βερίκοκο. |
κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι(μτφ, καθομ, ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι απλωμένος(oggetto: al suolo, per terra) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
εκμεταλλεύομαι στο έπακρο(προς όφελος μου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Εκμεταλλεύσου στο έπακρο την ευκαιρία να μάθεις από αυτούς τους έμπειρους μάγειρες. |
υπερτερώ, υπερέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενήμερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έκθεση σε ατμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La vaporizzazione è un metodo salutare di cuocere le verdure e la carne. |
καρέ ανά δευτερόλεπτο, πλαίσια ανά δευτερόλεπτο(fotogrammi al secondo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κορυφώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Όταν κορυφώνεται η ιστορία έχουν απομείνει μόνο δυο χαρακτήρες. |
αναπληρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono mancato per una settimana ed ora devo recuperare. Έχασα μια βδομάδα εργασίας και τώρα πρέπει να αναπληρώσω. |
χτενίζω, σαρώνω(μεταφορικά: κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Χτένισαν την παραλία για να βρουν ενδιαφέροντα κοχύλια. |
κόκαλο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È un conservatore nel profondo. Είναι συντηρητικός ως το κόκαλο. |
συνοδεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capo era fiancheggiato dai suoi due consiglieri più fidati. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Erano seduti sotto un albero, con i rami che sporgevano sopra. Κάθισαν κάτω από ένα δέντρο, με τα κλαδιά να κρέμονται πάνω τους. |
αντί για, για(στη θέση κάποιου) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Non voglio fare il suo lavoro per lui. Δε θέλω να κάνω τη δουλειά του αντί για (or: για) αυτόν. |
στο γραφείο(al lavoro, in servizio) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il dottore non c'era, così gli ho lasciato un messaggio. |
νέος, νεαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gary ha reso la ditta iniziale il gigante che è oggi. |
ακριβής(sparo, lancio) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μικρούλης, μικρούτσικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάτω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'assistente di volo è scesa sotto per cercare una valigia con il farmaco per il cuore di Marie. Η αεροσυνοδός πήγε κάτω να ψάξει για τη βαλίτσα με τα φάρμακα της Μαρί για την καρδιά της. |
αλλά μάλλον, αλλά καλύτερα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Sembra non essere generosità, al contrario si tratta di avidità. |
σφραγισμένος(documento) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαμώτο(χυδαίο, μτφ, αργκό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
στενή(μεταφορικά: φυλακή) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) È in galera da tre mesi ormai. |
υπεύθυνος αναπλήρωσης ραφιών, υπεύθυνος αναπλήρωσης αποθεμάτων
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
παστός(sotto sale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Amo il pesce salato, ma mio fratello non lo sopporta. |
καρδιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'anziano aveva dei problemi cardiaci. |
μπάσκετ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Τα σαββατοκύριακα μαζευόταν όλη η γειτονιά και παίζανε μπασκετάκι. |
κοσκινίζω, ξεψαχνίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Linda ha passato il pomeriggio ad esaminare vecchi giornali. |
σε άσχημη οικονομική κατάσταση(senza soldi) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jenna non guadagna molto ed è quasi al verde. |
δημοφιλήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Madison è la ragazza più famosa della scuola. Η Μάντισον είναι το πιο δημοφιλές κορίτσι στο σχολείο. |
ψητόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il pollo cotto al forno di Maria è molto rinomato in famiglia. Το ψητό κοτόπουλο της Μαρίας είναι φημισμένο στην οικογένειά μας. |
αγοραστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il pane comprato dura di più di quello fatto in casa. |
εσωτερικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Se piove andremo nella piscina al chiuso. Αν βρέξει, θα πάμε στην εσωτερική πισίνα. |
στριμωγμένος, σφιγμένος(colloquiale) (ανεπίσημο, μεταφορικά: οικονομικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sono un po' a corto di soldi al momento. Ti posso ripagare la prossima settimana? |
τραχηλικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο καρκίνος του τραχήλου είναι ένας από τους πιο δύσκολους να θεραπευτεί. |
ενήμερος, γνώστης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il governo è conscio della carenza di insegnanti e ha preso dei provvedimenti per incoraggiare più persone a intraprendere questa professione. Η κυβέρνηση είναι γνώστης (or: ενήμερη) της έλλειψης δασκάλων και έχει θέσει μέτρα προκειμένου να ενθαρρύνει περισσότερους ανθρώπους να επιλέξουν το συγκεκριμένο επάγγελμα. |
χρεοκοπημένος(finanziariamente) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'imprenditore fallito era deciso a iniziare tutto daccapo. |
που τα πιάνει γρήγοραverbo transitivo o transitivo pronominale (ανεπίσημο, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Isabel è una studentessa molto sveglia che capisce le cose al volo. |
τυρένιος(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Credo di avere dei cracker al formaggio nella credenza. Νομίζω πως έχω μερικά μπισκότα με γεύση τυριού στο ντουλάπι. |
κυβερνώνlocuzione aggettivale (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Il partito di governo è contro quella politica. |
γνώστης, ενήμεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατώτερης ποιότηταςlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) David è stato licenziato perché il suo lavoro era al di sotto dello standard. |
αδέκαρος, απένταρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'uomo povero in canna pregò sua sorella per avere un prestito. |
μαγειρεμένος στον ατμόavverbio (pietanza) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando ero a dieta, mangiavo soltanto verdure al vapore. Όταν έκανα δίαιτα, έτρωγα μόνο λαχανικά μαγειρεμένα στον ατμό. |
ποσέ(uova) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τριτογενής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pianificazione e la pre-produzione devono essere terminate prima di iniziare la fase al terzo posto nella procedura. |
που έχει γεύση γάλακτοςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questa bevanda sa di latte anche se non contiene latticini. |
ανεμοδαρμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il paesaggio battuto dal vento di Dartmoor è tra i più belli di tutta Europa. |
ληστρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le bande criminali dedite al saccheggio hanno depredato il paese. |
ανίκανος για εργασία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La fedina penale di Peterson lo rende inidoneo al lavoro. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του al στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του al
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.