Τι σημαίνει το bocca στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bocca στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bocca στο Ιταλικό.
Η λέξη bocca στο Ιταλικό σημαίνει στόμα, στόμιο, στόμιο, στόμα, χείλος, χείλι, μάπα, μούρη, μουτσούνα, μούτρα, στόμα, μούτρα, στόμα να ταΐσω, εισροή, στόμιο κάννης, στόμιο, μασουλάω, λακωνικός, λιγομίλητος, ολιγόλογος, ακριβομίλητος, αμίλητος, αντίρρινο, θετική ενέργεια, τσουλίστικος, που δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό, κατάπληκτος, εμβρόντητος, εντυπωσιακός, αξιοπρόσεκτος, συναρπαστικός, λαχταριστός, με ανοιχτό το στόμα, έκπληκτος, κατάπληκτος, που δεν ξέρει τι να πει, μπουκιά και συχώριο, λυπημένος, με ανοιχτό στόμα, που έχει ανοιχτό στόμα, από το στόμα, που συζητιέται πολύ, που είναι στη δημοσιότητα, τσιμουδιά, καλή επιτυχία, σκάσε, Καλή τύχη!, Βγάλε το σκασμό!, αυτός που μουρμουρίζει ένα τραγούδι, αγωγός εκροής, σκυλάκι, μεγάλη απογοήτευση, πικρή απογοήτευση, εξαρτώμενος, προστατευόμενος, το φιλί της ζωής, κπ που αναπνέει από το στόμα, το φιλί της ζωής, τεχνητή αναπνοή, θέμα που συζητούν όλοι, τριανταφυλλένια χείλη, βουλώνω το στόμα, το βουλώνω, αφρίζω, το κλείνω, το ράβω, τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό, μιλώ με το στόμα γεμάτο, μένω με το στόμα ανοιχτό, μιλώ, λέω την άποψη μου, δεν μιλάω, κρατάω κτ κρυφό, κρατάω κτ μυστικό, εκπλήσσω, καταπλήσσω, με ανοιχτό το στόμα, που έχει μεγάλο στόμα, που έχει πλατύ στόμα, κατάπληκτος, σκάω, μου τρέχουν τα σάλια, χαζεύω κπ/κτ με το στόμα ανοιχτό, κουφαίνω, στέλνω, καταπλήσσω, εκπλήσσω, σοκαρισμένος, άσχημη γεύση, στοματική εξέταση, δεν βγάζω λέξη για κτ, στεγνό στόμα, μουτρώνω, βγάζω αφρούς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bocca
στόμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha aperto la bocca per il dentista. // Il gatto spalancò la bocca in uno sbadiglio. Άνοιξε το στόμα του για τον οδοντίατρο. Η γάτα άνοιξε το στόμα της και χασμουρήθηκε. |
στόμιο(entrata) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La bocca della grotta era piccola, ma l'interno era enorme. Το στόμιο της σπηλιάς ήταν μικρό, αλλά το εσωτερικό της ήταν τεράστιο. |
στόμιο(imboccatura) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La bocca della tanica di benzina era sagomata in modo che non si formassero gocce. Το στόμιο του δοχείου της βενζίνης είχε τέτοιο σχήμα που να μη στάζει. |
στόμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χείλος, χείλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fred mi diede un bacio in piena bocca. Ο Φρεντ με φίλησε δυνατά στα χείλια. |
μάπα, μούρη, μουτσούνα(αργκό, μειωτικό: πρόσωπο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μούτρα(animale) (ανεπίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Το σκυλί μου αρχίζει να γλύφει τη μουσούδα του όποτε ανοίγω το ψυγείο. |
στόμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È tutto il giorno che Fred si riempie la bocca con il cibo altrui. |
μούτρα(uomo) (ανεπίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ogni volta che Sammy mangia pane e burro di arachidi si lecca la bocca. |
στόμα να ταΐσωsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) Ho cinque bocche da sfamare. |
εισροή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Οι δύο είσοδοι της λίμνης ήταν φραγμένες με μπάζα. |
στόμιο κάννηςsostantivo femminile (armi) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Kyle guardò la bocca della pistola. |
στόμιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'acqua usciva dalla canna dell'annaffiatoio finendo sulle aiuole. Νερό βγήκε από το στόμιο του ποτιστηριού και έτρεξε πάνω στα λουλούδια. |
μασουλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cane ha preso in bocca la palla. Ο σκύλος μασούλησε (or: μάσησε) τη μπάλα. |
λακωνικός, λιγομίλητος, ολιγόλογος, ακριβομίλητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμίλητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντίρρινο(botanica) (λουλούδι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θετική ενέργεια(καθομιλουμένη) Σου στέλνω θετική ενέργεια για τις αυριανές σου εξετάσεις. |
τσουλίστικος(καθομ: συμπεριφορά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατάπληκτος, εμβρόντητοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La folla a bocca aperta era incantata dallo sconcertante trucco del mago. |
εντυπωσιακός, αξιοπρόσεκτος, συναρπαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λαχταριστόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non riesco a controllarmi quando vedo un pezzo di torta così appetitoso. |
με ανοιχτό το στόμαlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έκπληκτος, κατάπληκτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Σας ευχαριστώ θερμά για τα πλουσιοπάροχα δώρα σας! Δεν έχω λόγια! |
που δεν ξέρει τι να πει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπουκιά και συχώριο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λυπημένοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με ανοιχτό στόμα, που έχει ανοιχτό στόμαlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
από το στόμαavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Assumere due compresse al giorno per via orale. |
που συζητιέται πολύ, που είναι στη δημοσιότηταlocuzione avverbiale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A favore o contro, il sistema sanitario nazionale è sulla bocca di tutti ultimamente. In questi giorni il nuovo scandalo è sulla bocca di tutti. Το νέο σκάνδαλο συζητιέται πολύ αυτές τις μέρες. |
τσιμουδιάinteriezione (figurato: è un segreto) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non parlarne con nessuno. Acqua in bocca! |
καλή επιτυχίαinteriezione (buona fortuna) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Quando è uscito dal suo camerino gli altri attori hanno esclamato: "In bocca al lupo!" Καθώς έφευγε από το καμαρίνι οι άλλοι ηθοποιοί του θιάσου φώναξαν «Καλή επιτυχία!» |
σκάσε(stai zitto!, chiudi la bocca!, taci!) (καθομιλουμένη, προσβλητικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Καλή τύχη!(για τύχη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) È oggi che hai l'esame? In bocca al lupo! |
Βγάλε το σκασμό!interiezione (colloquiale) (αργκό, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτός που μουρμουρίζει ένα τραγούδι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγωγός εκροήςsostantivo femminile (fiume, acque reflue, ecc.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σκυλάκιsostantivo femminile (botanica) (φυτό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεγάλη απογοήτευση, πικρή απογοήτευση
Perdere la finale dei playoff è stata un'amara delusione per i tifosi della città. |
εξαρτώμενος, προστατευόμενοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha appena perso il lavoro e si ritrova con tre bocche da sfamare. |
το φιλί της ζωήςsostantivo femminile (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il bagnino tirò fuori dall'acqua il ragazzo che stava affogando e praticò la respirazione bocca a bocca. |
κπ που αναπνέει από το στόμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το φιλί της ζωήςsostantivo femminile (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il soccorritore praticò la respirazione bocca a bocca. |
τεχνητή αναπνοήsostantivo femminile |
θέμα που συζητούν όλοιverbo (idiomatico) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τριανταφυλλένια χείληsostantivo femminile (μεταφορικά, λόγιος) |
βουλώνω το στόμα, το βουλώνωverbo intransitivo (colloquiale) (άκομψο, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αφρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (letteralmente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se un cane ha la bava alla bocca potrebbe avere la rabbia. |
το κλείνω, το ράβωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό(μτφ: εκπλήσσομαι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μιλώ με το στόμα γεμάτοverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω με το στόμα ανοιχτόverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il mago si aspettava un applauso, ma il pubblico si limitò a guardare a bocca spalancata. |
μιλώ, λέω την άποψη μουverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: dire [qlcs]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se pensavi che avesse torto, avresti dovuto aprire la bocca e dirlo! |
δεν μιλάωverbo intransitivo (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρατάω κτ κρυφό, κρατάω κτ μυστικό
|
εκπλήσσω, καταπλήσσω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
με ανοιχτό το στόμαlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που έχει μεγάλο στόμα, που έχει πλατύ στόμαlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατάπληκτος(figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκάω(figurato, colloquiale) (καθομιλουμένη, προσβλητικό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μου τρέχουν τα σάλιαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I dipendenti avevano l'acquolina in bocca all'idea di poter avere un giorno libero. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μου τρέχουν τα σάλια στην ιδέα εντός ταξιδιού στο Παρίσι. |
χαζεύω κπ/κτ με το στόμα ανοιχτόverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I bambini guardavano a bocca aperta il cane che restava in equilibrio in cima a una palla. |
κουφαίνω, στέλνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (αργκό, μτφ: κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan lasciò a bocca aperta i colleghi con la sua presentazione. Ο Νταν εντυπωσίασε τους συναδέλφους του με την παρουσίασή του. |
καταπλήσσω, εκπλήσσω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La gentilezza dei miei colleghi dopo l'incidente mi ha davvero sbalordito. |
σοκαρισμένος(figurato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
άσχημη γεύσηsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) L'episodio mi ha lasciato con l'amaro in bocca. |
στοματική εξέτασηsostantivo maschile Un esame della bocca fatto dal dentista mostrò che avevo bisogno di due otturazioni. |
δεν βγάζω λέξη για κτ(figurato: riservato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non è una persona amichevole: resta sempre abbottonato! ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Καλύτερα να μην βγάλεις λέξη για τα μπισκότα που λείπουν. |
στεγνό στόμαsostantivo femminile |
μουτρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) So che sei seccato ma non storcere la bocca. |
βγάζω αφρούςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Credo che questo cavallo sia malato: ha la schiuma alla bocca. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bocca στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του bocca
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.