Τι σημαίνει το domanda στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης domanda στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του domanda στο Ιταλικό.

Η λέξη domanda στο Ιταλικό σημαίνει ερώτηση, απορία, ερώτηση, ερώτημα, ερώτημα, αίτηση, κλήτευση, κλήση, αίτημα, αίτηση για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ, αίτηση, αίτημα, ζήτηση, αίτηση, ρωτάω, ρωτώ, ζητάω, ζητώ, ζήτηση, αναμεταδότης, σε απάντηση της ερώτησης σου, με εκκρεμή αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, με εκκρεμούσα αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ανταγωγή, ευθεία ερώτηση, μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση, καλή ερώτηση, ανοιχτή ερώτηση, ερωτηματικό, ρητορική ερώτηση, ερώτηση για επιπλέον βαθμούς, αίτηση για απόκτηση υπηκοότητας, κλειστή ερώτηση, αίτηση σε πανεπιστήμιο, αίτηση για το πανεπιστήμιο, προγραμματισμός ζήτησης, αίτηση εργασίας, αίτηση παροχής διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αίτηση χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ερώτηση ηχώ, προσφορά και ζήτηση, ερώτηση ηχώ, ερώτηση παγίδα, ερώτηση που υπαινίσσεται την απάντηση, ανατίμηση, υποβάλλω αίτηση για δουλειά, κάνω μια ερώτηση, κάνω ανατιμήσεις, καλή ερώτηση, αποστόμωση, κρίσιμη ερώτηση, αναπάντητο ερώτημα, κάνω μια ερώτηση σε κπ, κάνω ανταγωγή, ασκώ ανταγωγή, κάνω ανατίμηση σε κτ, αιτούμαι, αιτούμαι, υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ, κάνω αίτηση σε κτ, στέλνω αίτηση σε κτ, μεγάλη ζήτηση, μεγάλη ζήτηση, ερώτηση που απαντάται μονολεκτικά με ναι ή όχι, ζήτηση της αγοράς, στέλνω βιογραφικό σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης domanda

ερώτηση, απορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho una domanda sulla procedura.
Έχω μια ερώτηση (or: απορία) σχετικά με τη διαδικασία.

ερώτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È un'affermazione o una domanda?

ερώτημα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Kyle ha inviato una richiesta alla reception. Ellie lavora in un call center dove gestisce delle richieste.
Ο Κάιλ υπέβαλε ένα αίτημα στη γραμματεία.

ερώτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Έχω μια απορία: η έρευνά σας περιλαμβάνει άτομα από όλες τις εθνικές ομάδες;

αίτηση

(για δάνειο, εργασία κλπ.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua richiesta di prestito è stata rifiutata.
Η αίτησή του για δάνειο απορρίφθηκε.

κλήτευση, κλήση

(documento, modulo) (από δικαστήριο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αίτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La sua richiesta è stata respinta per mancanza di fondi.
Το αίτημα απορρίφθηκε λόγω έλλειψης κονδυλίων.

αίτηση για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ

(documento: richiesta di brevetto)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il sistema di caveat per i brevetti negli Stati Uniti iniziò nel 1836.

αίτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per avere la carta della biblioteca, basta il modulo di richiesta compilato e una foto tessera.
Για να πάρετε κάρτα για τη βιβλιοθήκη χρειάζεστε μόνο μια συμπληρωμένη αίτηση και ένα αποδεικτικό ταυτότητας με φωτογραφία.

αίτημα

(νομικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il giudice ha rigettato l'istanza del ricorrente per ritardare il procedimento.
Ο δικαστής απέρριψε το αίτημα του κατηγόρου για αναβολή της διαδικασίας.

ζήτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Di questi tempi ormai c'è poca richiesta per le riparazioni di macchine da scrivere.
Δεν υπάρχει πολλή ζήτηση για επιδιορθώσεις γραφομηχανών σήμερα.

αίτηση

(έντυπο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hai riempito il modulo di domanda per quel lavoro?
Συμπλήρωσες την αίτηση για εκείνη τη δουλειά;

ρωτάω, ρωτώ

(κάπου ή σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Per la prenotazione dei posti a teatro siete pregati di rivolgervi alla reception.
Για κρατήσεις θεάτρου, παρακαλώ ρωτήστε στην υποδοχή.

ζητάω, ζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha richiesto più tempo per finire la relazione.
ΝEW: Δεν σκοπεύω να αιτηθώ νέας αναβολής.

ζήτηση

sostantivo femminile (economia) (εμπόριο: για κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La domanda di auto nuove era cresciuta del 15%.
Η ζήτηση για καινούρια αυτοκίνητα ανήλθε κατά 15%.

αναμεταδότης

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σε απάντηση της ερώτησης σου

(singolare)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In risposta alla tua domanda: no, non è sposato.

με εκκρεμή αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, με εκκρεμούσα αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανταγωγή

sostantivo femminile (διεκδίκηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευθεία ερώτηση

sostantivo femminile (ερωτηματική πρόταση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un punto di domanda viene sempre alla fine di una domanda diretta.

μεγάλη ζήτηση, υψηλή ζήτηση

sostantivo femminile

C'è una forte domanda per le utilitarie, signore.

καλή ερώτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È giusto dare soldi ai mendicanti? Buona domanda.

ανοιχτή ερώτηση

sostantivo femminile (τύπος ερώτησης)

Durante un colloquio è meglio fare delle domande aperte, per incoraggiare l'altra persona a parlare di sé.

ερωτηματικό

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una frase scritta con funzione di domanda deve terminare con un punto di domanda.

ρητορική ερώτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ερώτηση για επιπλέον βαθμούς

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίτηση για απόκτηση υπηκοότητας

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il modo di ottenere la cittadinanza è quello di compilare una domanda di cittadinanza.

κλειστή ερώτηση

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αίτηση σε πανεπιστήμιο, αίτηση για το πανεπιστήμιο

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mia figlia è stata impegnata tutto il fine settimana a compilare la domanda di iscrizione all'università.

προγραμματισμός ζήτησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίτηση εργασίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Per essere considerati per questa posizione dovete compilare una domanda di lavoro.

αίτηση παροχής διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αίτηση χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ερώτηση ηχώ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσφορά και ζήτηση

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ερώτηση ηχώ

(inglese)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ερώτηση παγίδα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ερώτηση που υπαινίσσεται την απάντηση

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανατίμηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'aumento dei prezzi delle forniture mediche è stato un fenomeno comune durante la pandemia.

υποβάλλω αίτηση για δουλειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'unico mio compito per oggi è fare una domanda di lavoro.

κάνω μια ερώτηση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Uno dei giornalisti fece una domanda sulla reazione del primo ministro agli ultimi eventi in Spagna.

κάνω ανατιμήσεις

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alcune agenzie di stato prendono di mira le aziende che aumentano i prezzi in base alla domanda.

καλή ερώτηση

interiezione

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se la amo? Bella domanda!

αποστόμωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρίσιμη ερώτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναπάντητο ερώτημα

sostantivo femminile

Come il progetto sarebbe stato finanziato rimase una questione aperta, che doveva trovare risposta prima di avere l'approvazione dei votanti.

κάνω μια ερώτηση σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La mia figlioletta mi fa tante domande.

κάνω ανταγωγή, ασκώ ανταγωγή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ανατίμηση σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quel negozio sta aumentando i prezzi d mascherine e igienizzanti in base alla domanda.

αιτούμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο: κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovrebbe presentare una domanda al tribunale per un'ordinanza restrittiva.
Πρέπει να ζητήσεις εντολή προστασίας από το δικαστήριο.

αιτούμαι

(με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'avvocato ha presentato una domanda di grazia al presidente.

υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'azienda di Jeff è fallita e lui è stato costretto a presentare l'istanza di fallimento.
Η εταιρεία του Τζεφ απέτυχε και αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση.

κάνω αίτηση σε κτ, στέλνω αίτηση σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cathy ha fatto domanda in tre università ma nessuna l'ha accettata.
Η Κάθι έκανε αίτηση σε τρία πανεπιστήμια αλλά κανένα δεν τη δέχτηκε.

μεγάλη ζήτηση

(informale)

Abbiamo avuto una sfilza di richieste di queste teiere perché erano state messe in offerta.

μεγάλη ζήτηση

sostantivo femminile (di beni)

C'era una forte domanda per quella bambola famosa prima di Natale.

ερώτηση που απαντάται μονολεκτικά με ναι ή όχι

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ζήτηση της αγοράς

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στέλνω βιογραφικό σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mio fratello ha fatto domanda di lavoro alla Microsoft e gli hanno offerto un posto.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του domanda στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του domanda

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.