Τι σημαίνει το rotta στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rotta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rotta στο Ιταλικό.
Η λέξη rotta στο Ιταλικό σημαίνει σπάω, σπάω, ανακόπτω, υφίσταμαι ρήξη, διαρρηγνύω, προκαλώ κάταγμα σε κπ/κτ, διαλύω, αθετώ, σπάω, σαραβαλιάζω, σπάω, διαλύω, τελειώνω μία σχέση, σπάω, σπάζω, σπάω στα δύο, καταστρέφω, διακόπτω, τρελαίνω, κολλάω, φρακάρω, μπλοκάρω, διαλύω, το διαλύω, τρυπάω, τρυπώ, πορεία, σχέδιο, δίαυλος ναυσιπλοΐας, χάρτης πορείας πλοίου ή αεροπλάνου, συντριπτική ήττα, βαριά ήττα, πορεία, οπισθοχώρηση, χαλασμένος, σπασμένος, χαλασμένος, σπασμένος, που έχει υποστεί ρήξη, τραυματισμένος, άχρηστος, χαλασμένος, που έχει διασπαστεί, τα έχει παίξει, τα έχει φτύσει, σπασμένος, που υπέστη ρήξη, σπασμένος, χαλασμένος, χαλάω, σπάω, σπάζω, κουφαίνω, ξεκουφαίνω, χωρίζω με, που σπάει τον πάγο, σπάζω τον πάγο, αποσφραγίζω, σπάω το φράγμα του ήχου, λύνω τα μάγια, απομακρύνομαι από τις παραδόσεις, ενοχλώ κάποιον, χωρίζω, κόβω τα κατάρτια, παύω να έχω σχέση με κπ, τσατίζω, νευριάζω, λύνω τα μάγια, ανοίγω, γαμάω κπ, απομακρύνομαι από κπ/κτ, λύνω τους ζυγούς, τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rotta
σπάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le bolle rompevano la superficie dell'acqua. |
σπάω(κομματιάζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se giochi a palla in casa romperai qualcosa. Αν παίξεις μπάλα μέσα στο σπίτι, θα σπάσεις κάτι. |
ανακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (τη δύναμη, τη φόρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mossa di bloccaggio del pugile ha spezzato la forza del colpo dell'avversario. |
υφίσταμαι ρήξηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per via dello stress dovuto al nuovo lavoro, a Carolyn si è rotto un vaso sanguigno dell'occhio. Εξαιτίας του άγχους που βίωνε η Κάρολαϊν στη νέα δουλειά της, έσπασε ένα αιμοφόρο αγγείο μέσα στο μάτι της. |
διαρρηγνύω(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκαλώ κάταγμα σε κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'impatto dell'urto ruppe il braccio a Robin. |
διαλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lei dà la colpa alla costante interferenza di sua madre per aver rotto il loro matrimonio. Κατηγορούσε τη μητέρα του ότι διέλυσε το γάμο τους με τις συνεχείς παρεμβάσεις της. |
αθετώ(figurato: promessa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha rotto la promessa di aiutarmi con il trasloco. |
σπάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha rotto il manico della scopa. |
σαραβαλιάζω(ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπάω, διαλύω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un vandalo ha sfasciato il mio parabrezza. Ένας βάνδαλος έσπασε το παρμπρίζ μου. Ο νταής είπε ότι θα της σπάσει τα μούτρα αν το πει σε κανέναν. |
τελειώνω μία σχέση(relazione) Sarah e John stavano per sposarsi il mese prossimo, ma lei ha scoperto che lui aveva un'amante e ha troncato. |
σπάω, σπάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha spaccato l'asse salendoci sopra. Με το που πάτησε τη σανίδα, την άνοιξε στα δύο. |
σπάω στα δύοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Distrusse tutti i suoi sogni di andare all'università. Ρήμαξε κάθε ίχνος επιθυμίας που είχε να πάει στο πανεπιστήμιο. |
διακόπτω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter ha troncato tutti i legami con la sua famiglia. |
τρελαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κολλάω, φρακάρω, μπλοκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il succo d'arancia ha rovinato il meccanismo del giocattolo. Ο χυμός πορτοκάλι φράκαρε (or: μπλόκαρε) τις ταχύτητες του παιχνιδιού. |
διαλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Matt e Glenda hanno deciso di rompere il loro fidanzamento. Ο Ματ και η Γκλέντα αποφάσισαν να διαλύσουν τον αρραβώνα τους. |
το διαλύω(coppia) (ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρυπάω, τρυπώ(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fiume ha rotto gli argini durante le forti precipitazioni. Το ποτάμι υπερχείλισε κατά τη διάρκεια της μεγάλης βροχόπτωσης. |
πορεία(marina, aereonautica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il capitano ha cambiato la rotta della nave. Ο καπετάνιος άλλαξε τη ρότα του πλοίου. |
σχέδιο(aeronautica) (πτήσης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'aeroporto ha cambiato la rotta di avvicinamento per diminuire il livello di rumore sulla città. |
δίαυλος ναυσιπλοΐαςsostantivo femminile (nautica) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) In questo periodo dell'anno le rotte nautiche sono spesso disseminate di pericolosi iceberg. |
χάρτης πορείας πλοίου ή αεροπλάνου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il capitano studiò il tracciato con attenzione e decise di modificare la rotta. |
συντριπτική ήττα, βαριά ήτταsostantivo femminile Gli studenti hanno esultato quando la partita è finita con una disfatta per 14-2 dei loro rivali tradizionali. |
πορείαsostantivo femminile (nautica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'ufficiale di rotta ha calcolato la prua per conto del capitano. Ο πλοηγός υπολόγισε την πορεία για τον καπετάνιο. |
οπισθοχώρησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quando le ragazze hanno schizzato i ragazzi con l'acqua, questi hanno battuto in ritirata. |
χαλασμένοςaggettivo (macchinario) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Alan ha riparato l'apparecchio rotto. |
σπασμένοςaggettivo (κομματιασμένος) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Bisognava incollare il piatto rotto. Έπρεπε να κολλήσουμε τα κομμάτια του σπασμένου πιάτου. |
χαλασμένοςaggettivo (di rapporto fiduciario) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σπασμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mi è caduto il cellulare e ora è rotto. |
που έχει υποστεί ρήξηaggettivo (appendice) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dolore addominale e febbre molto alta possono indicare l'appendicite rotta. |
τραυματισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
άχρηστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono stufo di ascoltare le idee inutili di Bill: non hanno alcun valore. |
χαλασμένοςaggettivo (δε λειτουργεί) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'orologio rotto non poteva essere aggiustato. Το χαλασμένο ρολόι δεν μπορούσε να επισκευαστεί. |
που έχει διασπαστεί(όχι αντικείμενο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα έχει παίξει, τα έχει φτύσειaggettivo (ανεπίσημο: χάλασε) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questo tostapane è rotto, il pane continua a bruciarsi. |
σπασμένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που υπέστη ρήξηaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπασμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La catena spezzata penzolava dal cancello oscillante. Η σπασμένη αλυσίδα κρεμόταν από την πόρτα που κουνιόταν. |
χαλασμένος(macchinari) (μηχανή) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dovremo andare a piedi perché il motore è guasto. |
χαλάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Secondo me il frullatore è fuori uso e ne dobbiamo comprare un altro. Νομίζω ότι το μπλέντερ χάλασε (or: είναι χαλασμένο) και πρέπει να αγοράσουμε άλλο. |
σπάω, σπάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Άλαν έσπασε το χέρι του όταν έπεσε. |
κουφαίνω, ξεκουφαίνω(figurato: rumori molesti) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devi per forza assordarci tutti con quel tuo schifo di musica? Δηλαδή πρέπει να μας ξεκουφάνεις με αυτή την απαίσια μουσική; |
χωρίζω με(relazioni) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Secondo me dovresti lasciare il tuo ragazzo. |
που σπάει τον πάγοsostantivo maschile (figurato: conversazioni) (μεταφορικά: κουβέντα, ατάκα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il primo giorno di lavoro abbiamo usato degli argomenti per rompere il ghiaccio allo scopo di conoscerci. Την πρώτη μέρα στη δουλειά, αναφερθήκαμε σε κάποια θέματα που σπάνε τον πάγο για να γνωριστούμε. |
σπάζω τον πάγοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I giochi alle feste sono un buon modo per rompere il ghiaccio. |
αποσφραγίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se apri la confezione non potrai più restituire l'articolo al negozio. Αν αποσφραγίσεις το προϊόν, δεν θα μπορείς, πια, να το επιστρέψεις στο κατάστημα. |
σπάω το φράγμα του ήχου
Quando un aereo infrange il muro del suono produce un rumore che sembra un'esplosione. |
λύνω τα μάγιαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: disilludersi) Non dire niente... Non voglio rompere l'incantesimo. |
απομακρύνομαι από τις παραδόσειςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mia cugina ha rotto con la tradizione e per il Ringraziamento non ha preparato il tacchino. |
ενοχλώ κάποιον(irritare [qlcn], infastidire [qlcn]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζω(informale: interrompere una relazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Da quando ha scoperto che lo tradiva, ha chiuso con lei. Όταν ανακάλυψε ότι η φίλη του ήταν άπιστη την χώρισε. |
κόβω τα κατάρτιαverbo transitivo o transitivo pronominale (nave) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παύω να έχω σχέση με κπverbo intransitivo (informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τσατίζω, νευριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (volgare: dare fastidio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quello lì mi sta davvero sul cazzo! Αυτός ο τύπος πραγματικά με τσατίζει! |
λύνω τα μάγιαverbo transitivo o transitivo pronominale Il rospo disse che se l'avessi baciato avrei rotto l'incantesimo e si sarebbe trasformato in un bel principe. |
ανοίγωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σφραγισμένο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γαμάω κπ(μτφ: αργκό, χυδαίο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) New: Μη μας γαμάς τώρα ρε φίλε. Είμαστε έξω από το σινεμά και σε περιμένουμε μισή ώρα! |
απομακρύνομαι από κπ/κτ(informale) |
λύνω τους ζυγούςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo l'ispezione ai soldati fu ordinato di rompere le righe. Μετά από την επιθεώρηση οι στρατιώτες διατάχθηκαν να λύσουν τους ζυγούς. |
τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ(volgare) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non mi rompere il cazzo o ti spacco un braccio. Μην μπλέκεις μαζί μου (or: με μένα), γιατί θα σου σπάσω το χέρι. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rotta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του rotta
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.