Τι σημαίνει το divisa στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης divisa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του divisa στο Ιταλικό.
Η λέξη divisa στο Ιταλικό σημαίνει διαιρώ, διαιρώ κτ με κτ, διαιρώ κτ διά κτ, διχάζω, διαιρώ, χωρίζω, διαχωρίζω, χωρίζω, διαιρώ, χωρίζω, μοιράζω, ρηγματώνω, κόβω, διαιρώ, χωρίζω, διακλαδώνω, χωρίζω, μοιράζω, χωρίζω, μοιράζω, χωρίζω σε τμήματα, μοιράζω, τεμαχίζω, μοιράζομαι, μοιράζω, χωρίζω, μοιράζω, χωρίζω, χωρίζω, χωρίζω, χωρίζω, διαλύω, χωρίζω, διαιρώ, μοιράζομαι το κόστος, χωρίζω, χωρίζω, διαχωρίζω, διασπώ, διαιρώ, χωρίζω, ξεχωρίζω, χωρίζω, ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ, σπάω, ομαδοποιώ, χωρίζω, στολή, ποδοσφαιρικά ρούχα, ρούχα της δουλειάς, ρούχα εργασίας, στολή, διαιρεμένος, διά, χωριστός, ξεχωριστός, χωρισμένος, διαχωρισμένος, διαλυμένος, αποδιοργανωμένος, χωρισμένος, χωρισμένος, διαχωρισμένος, τετμημένος, διαιρεμένος, διά, χωρίζω κτ σε κτ, μειώνω κατά το ήμισυ, διχοτομώ, χωρίζω σε συλλαβές, χωρίζω σε συλλαβές, χωρίζω σε ομάδες, χωρίζω στα δύο, το μοιράζομαι, συνεισφέρω σε κτ, τριχοτομώ, κόβω στα δύο, διαχωρίζω, διαιρώ, συμμετέχω, χωρίζω σε ομάδες, το μοιράζομαι με κπ, συνεισφέρω για να κάνουμε κτ, κόβω στα δύο, αναφέρω κτ ξεχωριστά, διχοτομώ, απομονώνω, χωρίζω, ξεχωρίζω, μοιράζομαι κτ με κπ/κτ, μοιράζομαι κτ με κπ, ομαδοποιώ, μοιράζομαι κτ με κπ/κτ, αναπτύσσω, κόβω στα τέσσερα, χωρίζω σε παρατάξεις, διαχωρίζω κτ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης divisa
διαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (operazione matematica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Di solito utilizziamo divisioni complesse per dividere un numero decimale per uno intero. Συνήθως χρησιμοποιούμε τον αλγόριθμο μακράς διαίρεσης για να διαιρέσουμε ένα δεκαδικό με έναν ακέραιο αριθμό. |
διαιρώ κτ με κτ, διαιρώ κτ διά κτverbo transitivo o transitivo pronominale (operazione matematica) Dodici diviso sei fa due. Δώδεκα διά έξι ίσον δύο. |
διχάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (differenziare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il progetto per costruire un supermercato nei sobborghi cittadini ha diviso l'opinione pubblica. Τα σχέδια για το χτίσιμο ενός σούπερμαρκετ στα προάστια τις πόλης, έχουν διχάσει την κοινή γνώμη. |
διαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (differenziare) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sicurezza delle colture GM è un tema controverso che divide le persone. Η ασφάλεια των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα που διχάζει τον κόσμο. |
χωρίζω, διαχωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha chiesto agli studenti di classificare gli animali in base alle loro abitudini alimentari. Ο δάσκαλος ζήτησε απ' τα παιδιά να χωρίσουν τα ζώα σύμφωνα με το τι τρώνε. |
χωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Setacciare la farina, quindi dividerla in tre parti uguali. Κοσκινίστε το αλεύρι και μετά χωρίστε το σε τρία ίσα μέρη. |
διαιρώ, χωρίζω(χώρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε πώς να χωρίζουμε τη γη. |
μοιράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (proprietà) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρηγματώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dividerò questa pizza in quattro fette. Θα κόψω την πίτσα σε τέσσερα κομμάτια. |
διαιρώ, χωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διακλαδώνω, χωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I guardaparco divisero il sentiero in fondo alla collina. |
μοιράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζω, μοιράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mago ha diviso le carte in tre mucchi. Ο μάγος μοίρασε τα χαρτιά σε τρεις στοίβες. |
χωρίζω σε τμήματαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Suddividete l'area e mandate una squadra in ciascuna parte. Χώρισε την περιοχή σε τμήματα και στείλε μία ομάδα σε κάθε ένα. |
μοιράζω, τεμαχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo la guerra i vincitori suddivisero le nazioni sconfitte in nuove regioni amministrative. |
μοιράζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bambini in classe dovevano condividere i libri di testo. |
μοιράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζω, μοιράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I ladri decisero di dividere i soldi equamente fra loro. Οι κλέφτες αποφάσισαν να μοιραστούν (or: χωρίσουν) τα χρήματα εξίσου μεταξύ τους. |
χωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un agente della polizia ha diviso la folla. |
χωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La questione spaccava il paese in due. Η χώρα είχε χωριστεί στα δύο εξ αιτίας αυτού του ζητήματος. |
χωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il regista separò le tende, entrando sul palcoscenico. |
χωρίζω(figurato: destini) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'infedeltà ha spezzato la coppia. |
διαλύω(gruppo, società) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo sciolse il comitato corrotto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η αστυνομία δεν κατάφερε να διαλύσει το πλήθος. |
χωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μοιράζομαι το κόστος(idiomatico: dividere i costi) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando io e il mio fidanzato mangiamo fuori paghiamo sempre alla romana. |
χωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζω, διαχωρίζω, διασπώ, διαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζω, ξεχωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ από κπ, κπ και κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La maestra separò i bambini dalle bambine. Ο δάσκαλος χώρισε τα αγόρια και τα κορίτσια. |
χωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'arbitro ha separato i due giocatori litigiosi. Ο διαιτητής χώρισε τους παίχτες που είχαν συμπλακεί. |
ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale Questo test separerà gli studenti bravi da quelli scarsi. |
σπάω(rompendo) (και αποκόπτω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ομαδοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha raggruppato gli studenti secondo le loro abilità. Ο δάσκαλος χώρισε τους μαθητές σε ομάδες σύμφωνα με την ικανότητά τους. |
χωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στολήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tutti i dipendenti in questo negozio indossano una divisa. Όλο το προσωπικό σε αυτό το κατάστημα φοράει στολή. |
ποδοσφαιρικά ρούχα
|
ρούχα της δουλειάς, ρούχα εργασίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
στολήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Agli scout fu detto di accertarsi di indossare l'uniforme giusta. Ζητήθηκε από τους προσκόπους να βεβαιωθούν ότι φοράνε τη σωστή στολή. |
διαιρεμένοςaggettivo (operazione matematica) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Questo grafico a torta diviso aiuta gli studenti a visualizzare le frazioni. |
διά
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il quattro sta nel dodici tre volte. |
χωριστός, ξεχωριστόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dormimmo tutti in scomparti separati sulla nave. |
χωρισμένος, διαχωρισμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ci sono due tipi di farina; tienili separati per cortesia. Υπάρχουν δυο είδη αλεύρι. Σε παρακαλώ να είναι χωριστά. |
διαλυμένος, αποδιοργανωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il paese è stato diviso per anni prima di firmare l'accordo di pace. |
χωρισμένοςaggettivo (coppia) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La settimana scorsa la coppia separata ha incontrato gli avocati. |
χωρισμένος, διαχωρισμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
τετμημένοςaggettivo (da crepe, fessure) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
διαιρεμένοςaggettivo (figurato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il partito scisso non è riuscito a raggiungere un accordo. |
διάpreposizione o locuzione preposizionale Dodici diviso quattro fa tre. Δώδεκα διά (or: προς) τέσσερα ίσον τρία. |
χωρίζω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale I biologi classificano gli insetti in diverse tipologie. Οι βιολόγοι χωρίζουν τα έντομα σε διαφορετικές τάξεις. |
μειώνω κατά το ήμισυ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dovremmo dimezzare la cifra che spendiamo per mangiare. |
διχοτομώ(geometria) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζω σε συλλαβές(poco usato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίζω σε συλλαβές(poco usato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίζω σε ομάδες(κατηγοριοποιώ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È possibile dividere il regno animale in due gruppi principali: i vertebrati e gli invertebrati. |
χωρίζω στα δύο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne ho uno solo, ma lo divideremo in due in modo da condividerlo. Έχω μόνο ένα αλλά θα το χωρίσω στα δύο και θα το μοιραστούμε. |
το μοιράζομαι
|
συνεισφέρω σε κτ
|
τριχοτομώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω στα δύο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se dividiamo in due la torta a ognuno ne andrà la metà. |
διαχωρίζω, διαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμμετέχω(μαζί με κπ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χωρίζω σε ομάδεςverbo transitivo o transitivo pronominale (οργανώνω, συγκεντρώνω: άτομα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I bambini furono divisi in gruppi per la gara. |
το μοιράζομαι με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεισφέρω για να κάνουμε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόβω στα δύο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Dividere a metà l'impasto e lasciarlo lievitare in un luogo caldo. Κόψε στα δυο τη ζύμη και άστην να φουσκώσει σε ένα ζεστό μέρος. |
αναφέρω κτ ξεχωριστάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il direttore chiese a Sally di dividere il conto per punti. |
διχοτομώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il percorso taglia in due un campo grande. |
απομονώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζω, ξεχωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ από κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo dovuto separare i ragazzi dalle ragazze in classe. Αναγκαστήκαμε να χωρίσουμε (or: ξεχωρίσουμε) τ' αγόρια απ' τα κορίτσια στην τάξη. |
μοιράζομαι κτ με κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale Kathy condivide la casa con la sorella. |
μοιράζομαι κτ με κπ
|
ομαδοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το πρόγραμμα θα ομαδοποιήσει τα δεδομένα σε συμπιεσμένα αρχεία. |
μοιράζομαι κτ με κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale Gary condivideva il giocattolo con suo fratello. |
αναπτύσσω(musica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω στα τέσσεραverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fred ha diviso il sandwich in quattro parti e ne ha dato un pezzo a ciascuno dei quattro bambini. |
χωρίζω σε παρατάξειςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαχωρίζω κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale È possibile separare la vita dall'arte? |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του divisa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του divisa
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.