Τι σημαίνει το tipo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tipo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tipo στο Ιταλικό.
Η λέξη tipo στο Ιταλικό σημαίνει τύπος, τύπισσα, είδος, τύπος, τύπος, τύπος, τύπος, τύπος, ράτσα, είδος, μορφή, είδος, περίπτωση, τύπος, κομμάτι, εμπορική ονομασία, παιδί, τύπος, τύπος, τυπάς, φιλαράκι, άνθρωπος, ποικιλία, πλάσμα, είδος, άτομο, τύπος, φρούτο, καρύδι, φάρα, άτομο, μαλάκας, εκδοχή, κατηγορία, φίλος, φιλαράκος, άντρας, άνδρας, είδος, τύπος, τύπισσα, φάσμα, γενιά, ράτσα, κάπως, λίγο, κατά κάποιο τρόπο, του ίδιου είδους, φρούτο, τύπος, άντρας, πως τον λένε, ο τύπος μου, ηλίθιος, άχρηστος, άχρηστη, αναγνωρίσιμος χαρακτήρας, γραμματοσειρά, σνομπ, περίπου, ποικίλος, πολυειδής, κάθε είδους, κοινωνικό άτομο, τυχεράκιας, κωλόφαρδος, παραξενιά, παλαβός, μουρλός, αυτός που καραδοκεί, που στήνει καρτέρι, τρελός, εκκεντρικός, μπουνταλάς, χοντράνθρωπος, γλεντζές, γλεντοκόπος, χαροκόπος, ξεφαντωτής, πρόβατο, αρνί, κουνιστός, σκληρό καρύδι, καλό παιδί, μπλε τυρί, διασκεδαστικός τύπος, καλός άνθρωπος, καλός άνθρωπος, περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύπος, φρούτο, τρελό γέλιο, πολύ γέλιο, χαρούμενο άτομο, καλό παιδί, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τύπος δεδομένων, οικογενειάρχης, βραχυπρόθεσμο γραμμάτιο, είδος ιτιάς, ντομάτα Ρόμα, σπίρτο, τύπος ιστού, μποέμ, σκληρός, γαλίφης, σκληρός, αστροπελέκι, σαν και, τύπος προσωπικότητας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tipo
τύπος, τύπισσα(informale) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Non so cosa stia facendo quel tipo, ma sono io il prossimo della fila! Δεν ξέρω τι κάνει αυτός ο τύπος, αλλά εγώ είμαι η επόμενη στη σειρά! |
είδοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questo tipo di cibo è il mio preferito. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτός ο τύπος παπουτσιών δεν ταιριάζει στο πέλμα μου. |
τύποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ho già incontrato persone del suo calibro. |
τύποςsostantivo maschile (persona, informale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sì, l'ho conosciuto. Un tipo strano. |
τύπος(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'è un ragazzo all'incrocio che vende gelati. Υπάρχει ένα τύπος στη γωνία που πουλά παγωτό. |
τύπος(tipo di persona) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Barbara è davvero forte: donne di quel tipo dovrebbero fare le atlete. |
τύποςsostantivo maschile (colloquiale: persona) (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ράτσα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Τι ράτσα είναι, γερμανικός ποιμενικός; |
είδος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'erano ogni tipo di turisti qui. Υπήρχαν κάθε είδους τουρίστες εκεί. |
μορφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Che tipo di allenamento sarà? Τι μορφή θα πάρει η εκπαίδευση; |
είδος(varietà) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lei è diversa dal tipo classico di candidati. |
περίπτωσηsostantivo maschile (informale) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È un tipo strano. Είναι περίεργος τύπος. |
τύποςsostantivo maschile (informale) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quel Chas è un tipo figo. |
κομμάτιsostantivo maschile (ragazza) (αργκό, ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È proprio un bel tipo quella ragazza, vero? Είναι καλό κομμάτι, ε; |
εμπορική ονομασία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dimmi marca, modello e tipo e vedo se posso trovare il prodotto. Πες μου τη μάρκα, το μοντέλο και την εμπορική ονομασία, για να δω αν θα μπορέσω να βρω το προϊόν. |
παιδί(informale) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi piace Geoff: è un tipo simpatico. |
τύποςsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ho guardato fuori dalla finestra e c'era un tipo che camminava per strada. Κοίταξα έξω απ' το παράθυρο και είδα έναν τύπο να περπατάει κατά μήκος του δρόμου. |
τύπος, τυπάςsostantivo maschile (άντρας: αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φιλαράκι(colloquiale) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άνθρωπος(informale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quello è un tipo difficile. Είναι δύσκολος άνθρωπος. |
ποικιλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo è il tipo (or: genere) di pasta che preferisco. Αυτό είναι το αγαπημένο μου είδος ζυμαρικών. |
πλάσμαsostantivo maschile (informale: persona) (άτομο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È un tipo un po' strano, ma abbastanza amichevole. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι αιθέρια ύπαρξη! Δεν χορταίνεις να την κοιτάς! |
είδος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ian lavora sodo; in questo dipartimento ci servono persone del suo genere. Ο Ίαν είναι πολύ εργατικός. Χρειαζόμαστε κάποιον του είδους του σε αυτό το τμήμα. |
άτομοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È un tipo strano. Parla a malapena. Είναι περίεργος τύπος. Με το ζόρι μιλάει. |
τύποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Non mi piace un comportamento di questo genere. |
φρούτο(colloquiale) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il ragazzo con il cappello buffo è di sicuro un tipo strano. |
καρύδιsostantivo maschile (persona) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quello là è un tipo difficile. Αυτός ο τύπος είναι σκληρό καρύδι. |
φάραsostantivo maschile (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quello è un brutto tipo, non mi fido di lui. Είναι κακός άνθρωπος αυτός. Δεν τον εμπιστεύομαι. |
άτομοsostantivo maschile (informale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È un tipo strano. |
μαλάκας(colloquiale) (καθομ, υβριστικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quel Frank è un tipo strano. |
εκδοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La versione scozzese del gaelico non è proprio uguale alla versione irlandese. Η σκωτσέζικη εκδοχή των γαελικών δεν είναι ακριβώς ίδια με την ιρλανδική εκδοχή. |
κατηγορία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Che categoria di libri ti piace leggere? Τι είδος βιβλία σου αρέσει να διαβάζεις; |
φίλος, φιλαράκος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άντρας, άνδρας(αρσενικός ενήλικας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quello là è l'uomo che mi ha rubato il portafoglio. Αυτός εκεί ο άντρας (or: τύπος) είναι που μου έκλεψε το πορτοφόλι. |
είδος(figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Θα σου αρέσει η ραδιοφωνική του εκπομπή ό,τι είδος μουσικής και να σου αρέσει. |
τύπος, τύπισσα
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
φάσμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γενιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alla scuola di alta cucina è nata una nuova specie di chef. |
ράτσα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάπως, λίγο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Κάνει λίγο (or: κάπως) κρύο για να φοράς σορτσάκι. |
κατά κάποιο τρόπο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I capelli di Alan erano una sorta di biondo. |
του ίδιου είδους
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vorresti la tappezzeria viola? Io stavo pensando più a qualcosa tipo beige. |
φρούτο(informale: persona) (μεταφορικά, καθομ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Che personaggio che è. |
τύποςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Jack è un tizio simpatico. Piace a tutti. |
άντραςsostantivo maschile (informale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πως τον λένεsostantivo maschile (persona di cui non si ricorda nome) (καθομιλουμένη) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Oggi pomeriggio ho incontrato di nuovo il tizio. Ξαναπέτυχα τυχαία τον πως τον λένε το απόγευμα. |
ο τύπος μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sara non è il mio tipo: è troppo seria. |
ηλίθιος(figurato, colloquiale) (καθομιλουμένη, υβριστικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άχρηστος, άχρηστη(αποδοκιμασίας) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
αναγνωρίσιμος χαρακτήρας
|
γραμματοσειρά(tipografia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hanno usato per il titolo un occhio largo e pesante. Χρησιμοποίησαν μεγάλη και πλατιά γραμματοσειρά για τον τίτλο. |
σνομπ
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Harriet è una snob, vuole fare amicizia solo con le persone altolocate e guarda dall'alto in basso tutti gli altri. |
περίπου
Adriana ha un amico, di un certo tipo, che vede quando gli altri sono impegnati. Η Αντριάνα έχει μια φίλη, ή περίπου φίλη, με την οποία βρίσκεται όταν οι άλλοι φίλοι της είναι απασχολημένοι. |
ποικίλος, πολυειδής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάθε είδους
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Nel nostro safari abbiamo visto solo un leone, ma ogni sorta di antilopi. |
κοινωνικό άτομο
Ήταν πολύ κοινωνικό άτομο και μιλούσε με όλους στο πάρτυ. |
τυχεράκιας, κωλόφαρδος(informale) (καθομιλουμένη, προφορικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παραξενιά(cose) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παλαβός, μουρλός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αυτός που καραδοκεί, που στήνει καρτέρι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se avessi visto chi stava appostato tra i cespugli forse sarei stato in grado di fermarlo. |
τρελόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εκκεντρικόςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπουνταλάς, χοντράνθρωπος(καθομ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γλεντζές, γλεντοκόπος, χαροκόπος, ξεφαντωτήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πρόβατο, αρνί(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κουνιστός(peggiorativo) (υποτιμητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σκληρό καρύδι(colloquiale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mia madre è una tosta: si è laureata crescendo quattro figli e lavorando part-time come cameriera. |
καλό παιδί
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Quel tipo sembra un bel ragazzo, perché non gli chiedi di uscire? Non lasciare che tutti si approfittino di te solo perché sei un bravo ragazzo. |
μπλε τυρί
Il Fourme d'Ambert è un formaggio erborinato tipico della regione francese dell'Auvergne. Esistono molti tipi di formaggio erborinato, il Roquefort e lo Stilton sono tra i più famosi. |
διασκεδαστικός τύποςsostantivo maschile (informale) Nonostante non sia il più sveglio del mondo, è un tipo divertente. Puoi sempre contare su di lui per tirarti su di morale. |
καλός άνθρωπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il nuovo fidanzato di mia figlia sembra essere un bravo ragazzo. |
καλός άνθρωπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Vivie è una brava persona, sempre disposta ad aiutare gli altri. |
περίεργος/αλλόκοτος/εκκεντρικός τύποςsostantivo maschile (informale) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il tuo nuovo collega mi sembra un tipo strano. |
φρούτο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Devo dire che tuo zio è un tipo un po' strano. |
τρελό γέλιο, πολύ γέλιο(καθομιλουμένη: έχω, βγάζω) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χαρούμενο άτομο
|
καλό παιδί(colloquiale) (καθομιλουμένη) Lo scorso fine settimana alla festa ho incontrato Joe. È proprio un bel tipo! |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile |
τύπος δεδομένωνsostantivo maschile (πληροφορική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un intero a 8 bit non era abbastanza grande, quindi ho cambiato il tipo di dati in intero a 32 bit. |
οικογενειάρχηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βραχυπρόθεσμο γραμμάτιοsostantivo maschile (finanza) (οικονομία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Τα βραχυπρόθεσμα γραμμάτια καθιστούν δυνατή την κατάθεση και ανάληψη κεφαλαίων σε σύντομο χρονικό διάστημα. |
είδος ιτιάς
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ντομάτα Ρόμαsostantivo maschile (ποικιλία ντομάτας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπίρτοsostantivo maschile (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
τύπος ιστού(biologia) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μποέμsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σκληρόςsostantivo maschile (figurato: persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαλίφης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκληρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αστροπελέκιsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il nuovo praticante continuava a confondere tutto. Era evidentemente un tipo scaltro! |
σαν και
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τύπος προσωπικότηταςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tipo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του tipo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.